23.8.12

Ο Ηριδανός, που λέγεται Νάμπα, δεν είναι μετανάστης


του Γρηγόρη Μπέκου

πηγή: www.tovima.gr

Ο ιστορικός Β. Κρεμμυδάς γράφει ένα παραμύθι 
για έναν δεκάχρονο Έλληνα μιγά
Ο Ηριδανός, που λέγεται Νάμπα, δεν είναι μετανάστης

Τμήμα του εξωφύλλου του βιβλίου


Ο Ηριδανός είναι το κρυφό ποτάμι της Αθήνας που φανερώνεται μόνο όταν φθάνει στην περιοχή του Κεραμεικού. Πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο γιο του Ωκεανού, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία. Ο παππούς Αχιλλέας πάλι τον εγγονό του τον αποκαλεί χαϊδευτικά «Ηρίδο μου».


Ο Ηριδανός είναι ένα δεκάχρονο «όμορφο αγόρι - είναι μιγαδάκι». Ο πατέρας του είναι Αφρικανός, κατάγεται από την Μπουρκίνα Φάσο. Έφυγε από την πατρίδα του για να σπουδάσει στην Ευρώπη και να γνωρίσει τον κόσμο. «Τίποτα απ' αυτά δεν έγινε∙ έφτασε στην Ελλάδα, γνώρισε την κόρη του παππού Αχιλλέα και να ο Ηριδανός!» που λέγεται και Νάμπα.

Ο παππούς λατρεύει τον εγγονό του ο οποίος έχει «μια σοβαρότητα μεγάλου, που πολλές φορές περιόριζε την παιδικότητά του». Μένουν στην ίδια πολυκατοικία κι όποτε ο μικρός έχει απορίες τηλεφωνεί στον παππού για να ρυθμίσουν τις ώρες των «συνεδριάσεών» τους στο διαμέρισμα του τελευταίου. Ο Ηριδανός κάθεται στον καναπέ, ερωτά κι ο παππούς «που ήταν δάσκαλος πάνω από σαράντα χρόνια» του απαντά με μελετημένη προσοχή και στοργική προθυμία.

«Ήξερε […] ότι στα παιδιά πρέπει να απαντάς∙ δεν πρέπει να τα αφήνεις με μπερδεμένες σκέψεις στο μυαλό τους, γιατί μπορεί όταν μεγαλώσουν να θεωρούν ότι δεν είναι και σπουδαίο να μπερδεύεις τα πράγματα, τις έννοιες» γράφει για τον παππού Αχιλλέα ο Βασίλης Κρεμμυδάς (στη φωτογραφία αριστερά) στην αρχή αυτού του αναπάντεχου «Παραμυθιού για τον μετανάστη» που έγραψε με τίτλο «Ο θείος από την Αμερική» (Τυπωθήτω, 2012).

Ο Ηριδανός είχε προβλήματα στο παλιό του σχολείο, οι ντόπιοι συμμαθητές του τον έλεγαν «αράπη». Στο καινούργιο πολυφυλετικό δημοτικό του σχολείο, αυτής της «νέας καθημερινότητας», τα πράγματα είναι κάπως πιο ανεκτά.

Τα μεγάλα ερωτήματα ωστόσο, οι προβληματισμοί που ορίζουν αυτή την ιστορία, ξεκινούν από τη στιγμή που «η δασκάλα μου είπε πως είμαι μετανάστης» κι ότι ακριβώς γι' αυτόν το λόγο θα έπρεπε να προσπαθεί περισσότερο - μαζί με κάποια άλλα παιδιά μεταναστών - στην ορθογραφία και γενικότερα στα μαθήματά του.

Ο παππούς Αχιλλέας σκέφτεται τότε ότι πρέπει να αναλάβει ενεργό δράση. Αρχικά εξηγεί στον μικρό γιατί δεν είναι μετανάστης όπως του είπε η δασκάλα του. «Μετανάστης είναι αυτός που γεννήθηκε και έζησε κάποια χρόνια της ζωής του σε μια χώρα και μετά έφυγε από κει και ζει σε μια άλλη χώρα» του λέει, εκθέτοντας σταδιακά τους λόγους (φτώχεια, αναζήτηση εργασίας, πόλεμοι κτλ).

Ο Ηριδανός όμως γεννήθηκε και μεγαλώνει στην Ελλάδα. «Άρα δεν είμαι μετανάστης!» αναφωνεί ικανοποιημένος. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα παρακολουθούμε τον παππού σε μια συγκινητική προσπάθεια να βρει έναν «τρόπο» (συνεχώς αμφιβάλλει αν κάνει αυτό που είναι το σωστό κι αν το κάνει καλά) ώστε ο εγγονός του «να μαθαίνει και να απελευθερώνεται∙ να μαθαίνει για όσα έγιναν κάποτε∙ να μαθαίνει ότι ο κόσμος δε γεννήθηκε όταν γεννήθηκε εκείνος».

Ο Ηριδανός ταξιδεύει, με τη βοήθεια του παππού, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και αρχίζει σιγά σιγά να καταλαβαίνει τις αιτίες της μετανάστευσης. «Πριν από 100 -110 χρόνια, εδώ, στην Ελλάδα, υπήρχε πάλι οικονομική κρίση και πολλοί άνθρωποι που δεν μπορούσαν να δουλέψουν και να ζήσουν, αυτοί και οι οικογένειές τους, αποφάσισαν να φύγουν» στην Αμερική.

Ο παππούς Αχιλλέας διαβάζει στον εγγονό εκτενή αποσπάσματα από ένα βιβλίο όπου εξιστορούνται οι περιπέτειες ενός Έλληνα «που το έσκασε και έμεινε στην Αμερική παράνομα». Πρόκειται βεβαίως για το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη» και τον «λαθρομετανάστη» ήρωά του.

Έπειτα του αφηγείται πώς οι Έλληνες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική βοηθούσαν τους άλλους που έμειναν πίσω, με δέματα και εμβάσματα στα δύσκολα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ο παππούς αποκαλύπτει στον εγγονό ότι στη διάρκεια της Κατοχής πεινούσε, όπως ο περισσότερος κόσμος, ο δεύτερος τον αγκαλιάζει ξεσπώντας σε κλάματα.

Δε σταματά εκεί. Του γνωρίζει την μεσόκοπη κυρία Αλεξάνδρα, μετανάστρια από την Ουκρανία, που μένει σε ένα ημιυπόγειο στην Παιανία. Δουλεύει ως αποκλειστική νοσοκόμα και βοηθά ανήμπορες κυρίες. Μαζεύει χρήματα με σκοπό να ανοίξει στον γιο της ένα δικηγορικό γραφείο και κάποια στιγμή να επιστρέψει στην πατρίδα της.

Προς το τέλος, ο παππούς βάζει τον εγγονό στο αυτοκίνητο και τον πηγαίνει ένα ταξιδάκι στο χωριό του παππού Νίκου που κουβαλά μια πολύ διαφορετική ιστορία, την αντίθετη διαδρομή. «Ο πατέρας μου μιλούσε ελληνικά, μητέρα μου α-με-ρι-κά-νι-κο! Μετά κράισις '29. Πατέρας μου (σ.σ. που είχε αλυσίδα εστιατορίων) έχασε όλα - ένα κράτησε στο Νιου Γιορκ […] Ελληνικά έμαθα όταν γύρισα στο Ελλάντα, στην Ελλάδα» λέει ο «θείος από την Αμερική» στον μικρό.

Αυτό το «Παραμύθι για τον μετανάστη» του Βασίλη Κρεμμυδά είναι ένα μάθημα για το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε από μικρά τα παιδιά να κατανοήσουν σε τι πολύπλοκο και κατακερματισμένο κόσμο μεγαλώνουν, έναν κόσμο που είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον των πατεράδων τους και των παππούδων τους.

Είναι μια ιστορία που τα βοηθά να καλλιεργήσουν τη λογική τους, να εμβαθύνουν στην ευαισθησία τους αλλά και να ασκηθούν στην αναζήτηση της ομορφιάς στον κόσμο. Να καταλάβουν νωρίς τη σημασία της υπευθυνότητας ώστε να οργανώσουν τη ζωή τους με ένα σύστημα αξιών μακριά από διαβρωτικές προκαταλήψεις, μακριά από τον ρατσισμό. Να γίνουν εν τέλει πιο ανεκτικοί άνθρωποι και πιο συνετοί πολίτες.

Απόσπασμα από τη σελίδα 17

«Δε θυμάμαι, παππού, αλλά ξέρω ότι μερικές φορές που κάνουμε φασαρία, εμένα κι έναν άλλον, που είναι Αλβανός, μας φωνάζει περισσότερο∙ τα Ελληνάκια λιγότερο!»
«Σιγά σιγά, Ηρίδο μου, για να το δούμε το πράγμα. Και πρώτα πρώτα γιατί είπες τα "Ελληνάκια". Εσύ δεν είσαι Ελληνάκι; Δεν είπαμε ότι εδώ γεννήθηκες, εδώ βαφτίστηκες και εδώ ζεις; Αυτοί που τους λες "Ελληνάκια" τα ίδια μ' εσένα έκαναν και τίποτα περισσότερο. Ελληνάκι είσαι, Ηρίδο μου, Ελληνάκι!»
«Ναι, αλλά είμαι μαύρος, παππού!»
«Και πολύ πιο όμορφος, όμως!»

Βασίλης Κρεμμυδάς
Ο θείος από την Αμερική: Παραμύθι για τον μετανάστη
Εικογράφηση: Ηλίας Δελλόγλου
Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2012, σελ. 131, τιμή 12,78 ευρώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: