Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θωμάς Λιναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θωμάς Λιναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28.8.16

Κινηματογράφος για πάντα ή κινηματογραφοφιλίας γύρος δεύτερος



της Τιτίκας Δημητρούλια

πηγή: http://www.cnn.gr



Θωμάς Λιναράς. Κινηματογραφικά δεινά. Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015.

Τι ονομάζουμε, στ’ αλήθεια, κινηματογραφοφιλία; Σίγουρα όχι μια ακόρεστη αδηφαγία ή έστω μια λατρεία των κινηματογραφικών εικόνων, αλλά περισσότερο έναν τρόπο να βλέπει κανείς ταινίες, να στοχάζεται τις ταινίες, να μιλάει για ταινίες και να γράφει για ταινίες.

                                                                                          Μισέλ Δημόπουλος (σ. 15)


«Κινηματογράφος: η καθολική τέχνη θέασης των ταινιών» (Αντρέ Μπαζέν)

Η τέχνη είναι ο κινηματογράφος. Η κουλτούρα, η κινηματογραφοφιλία. Σε διάφορα επίπεδα ταυτίζονται, όπως προφητικά στην εποχή του (1948) επεσήμαινε ο πρωτεργάτης των θρυλικών “Cahiers du cinéma” Αντρέ Μπαζέν, όταν όριζε τον κινηματογράφο ως καθολική τέχνη θέασης των ταινιών. Ο Μπαζέν προέλεγε την ανάπτυξη του νέου, γαλλικού και ευρωπαϊκού, κινηματογράφου αλλά και της κινηματογραφοφιλίας, που στη Γαλλία πήρε θρυλικές διαστάσεις, για να αναπτυχθεί στη συνέχεια, mutatis mutandis, σε ολόκληρη τη Δύση. Είναι ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Βέντερς, την οποία παραθέτει ο θεσσαλονικιός κριτικός κινηματογράφου –και όχι μόνο– και φίλος Θωμάς Λιναράς στην παρούσα συναγωγή κειμένων του σχετικά με το σινεμά, για την απόρριψη του νέου γερμανικού κινηματογράφου από τους Γερμανούς και την καθιέρωσή του μέσω του εξωτερικού. Εν ολίγοις, ο Μπαζέν προέβλεπε τη διεύρυνση του κινηματογράφου από τους δημιουργούς στους κριτικούς και τους θεατές, από τα έργα στα κείμενα και από τον κινηματογράφο καθαυτόν στον περί αυτόν λόγο, πάντα με αναφορά στον κόσμο που περιέχεται τόσο στην ταινία όσο και στο μάτι που τη βλέπει (De Baecque, 2003).



Στα μυθικά περιοδικά της γαλλικής σχολής, το “Positif”, τα “Cahiers du cinéma”, η κινηματογραφοφιλία πραγματωνόταν ως πρακτική διαλόγου, στοχασμού, αντιπαράθεσης και κριτικής των ταινιών, με τους «νεαρούς Τούρκους», όπως ονόμαζαν τους Μαλ, Σαμπρόλ, Τρυφώ, Γκοντάρ, Ριβέτ και λοιπούς της Νουβέλ Βαγκ, να καθιερώνουν την «πολιτική των δημιουργών» – με αναφορά κυρίως στους χουλιγουντιανούς μετρ. Κινηματογραφικές αίθουσες, λέσχες, έντονες συζητήσεις και ομηρικοί καβγάδες, χαρισματικοί δημιουργοί και κριτικοί και μυημένο κοινό: μια ολόκληρη κουλτούρα, δημοκρατική και μαζί αριστοκρατική, που λόγω της κρίσης του 1970 θα αρχίσει να ξεφτίζει σιγά σιγά, έως ότου το 1996 πια, με πόνο και αφόρητη νοσταλγία, η Σούζαν Σόνταγκ θα διακηρύξει τον θάνατο του κινηματογράφου και/ή της κινηματογραφοφιλίας.
Για τους γνωστούς ιστορικοπολιτικούς λόγους, αυτή η κουλτούρα ήρθε στην Ελλάδα όταν η κρίση τη χτυπούσε στην υπόλοιπη Δύση, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μια φάση της, τη δεύτερη, μετά την πρώτη άνθηση στα τελευταία χρόνια της χούντας και την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, αποτυπώνει με διαφορετικά κείμενα και σε διαφορετικές φάσεις ο Θωμάς Λιναράς. Την αναπαριστά με άξονα την αναπαράσταση, τόσο με τα λόγια όσο και με τις σιωπές του, με όσα διαβάζει κανείς ανάμεσα στις γραμμές και όσα συμπληρώνει με τον νου του, σχολιάζοντας πάντα τα δεινά, τα θαυμάσια δηλαδή και τα θαυμαστά των ταινιών και των δημιουργών τους. Η επιλογή του είναι σαφής: πρόσληψη των μειζόνων ξένων δημιουργών και αναστοχασμός πάνω στο έργο τους. Η μοναδική μνεία έλληνα κινηματογραφιστή, του Σταύρου Τορνέ, χρήζει ως εκ τούτου προσεκτικής ερμηνείας – μιας και ο ελληνικός κινηματογράφος είναι απλώς εκτός του πεδίου αναφοράς του Λιναρά. Αντιθέτως, τον ενδιαφέρει το άνοιγμα του σινεμά προς την Κεντρική Ευρώπη Ανατολή, πέραν της κλασικής ρωσικής –και σοβιετικής– παράδοσης· το κείμενό του για τον Μπέλα Ταρ, λόγου χάρη, είναι εξαιρετικό.


Δεν τον ενδιαφέρει επίσης, ρητά τουλάχιστον ―αφού ο διάλογος αυτός δεν μπορεί να ανιχνευτεί εύκολα― η πρόσληψη των δημιουργών από τους δημιουργούς. Το ζητούμενο είναι η πρακτική οριοθέτηση της «κριτικής λειτουργίας» κατά τον Σερζ Ντανέ, την άλλη εμβληματική μορφή των “Cahiers”· επίσης, η σκιαγράφηση αυτής της κουλτούρας του σινεμά που έδειξε να τελειώνει πια οριστικά στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αλλά όπως φαίνεται, με νέους τρόπους και μέσα από άλλους δρόμους, αναγεννάται από τις στάχτες της. Η συζήτηση για τη νέα κινηματογραφοφιλία βρίσκεται στη γραμμή διαφυγής του παρόντος τόμου.




Θωμάς Λιναράς, 2015


Σημαντική μαρτυρία λοιπόν για τη δεύτερη και τελευταία φάση της ελληνικής κινηματογραφιλίας στον 20ό αιώνα και προανάκρουσμα της αναγέννησης του σινεμά και της κουλτούρας του στον 21ο, η συλλογή κειμένων του αποτελεί, όπως με τον τρόπο του δηλώνει ο ίδιος ο Λιναράς, μια μορφή αυτοβιογραφίας. Αν ο ίδιος κλείνει την εισαγωγή του με τη σχετική ρήση του Καχτίτση, αξίζει να παραθέσει κανείς, προς επίρρωσιν των λεγομένων του, τον Όσκαρ Ουάιλντ, στον κλασικό διάλογο περί κριτικής «Ο κριτικός ως καλλιτέχνης»:
[...] ιδού τι είναι η υψηλότερη μορφή κριτικής, το αποτύπωμα μιας ψυχής. Είναι πιο σαγηνευτική από την ιστορία, αφού αφορά απλώς κάποιον άνθρωπο. Είναι πιο απολαυστική από τη φιλοσοφία, καθώς το θέμα της είναι συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο, αληθινό και όχι συγκεχυμένο. Είναι η μόνη πολιτισμένη μορφή αυτοβιογραφίας, καθώς δεν έχει να κάνει με γεγονότα, αλλά με σκέψεις ενός ανθρώπου για τη ζωή του [...] με τις πνευματικές διαθέσεις και τα φαντασιακά πάθη του νου (2007, 154).

Πραγματικά, κανένα τέκνο της Γαλλίας ή της Ελλάδας δεν ονειρεύτηκε να γίνει κριτικός κινηματογράφου όταν μεγαλώσει;
Το 1969, ο Βαγγέλης Τρικεριώτης της «Πρωτοπορίας» ως εκδότης (αρχικά, τη σκυτάλη παρέλαβε το 1970 ο Διαμαντής Λεβεντάκος) και ο Βασίλης Ραφαηλίδης ως αρχισυντάκτης, έβγαλαν το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Σύγχρονος κινηματογράφος». Θα συνεχίσει να βγαίνει ως το 1973 (28 τεύχη) και μετά τη Χούντα θα επανεκδοθεί για μια δεκαετία, με διευθυντή σύνταξης τον Μιχάλη Δημόπουλο και πρώτη εκδότρια την Κλαίρη Μιτσοτάκη (1974-1984, 36 τεύχη).



Στο πρώτο τεύχος της πρώτης περιόδου, ορισμένοι από τους θεωρητικούς που θα σφραγίσουν την ελληνική κινηματογραφοφιλία δίνουν ήδη το παρών: Μαρσέλ Μαρτέν (Η γλώσσα του κινηματογράφου, 1978, Κάλβος), Ζαν-Λουί Κομολλί, ο πανταχού παρών και στη βιβλιοθήκη δημιουργών ―φυσική συνέχεια της γαλλικής παράδοσης― του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Στη μεταπολίτευση, η ελληνική κινηματογραφική θεωρητική βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται: Κρακάουερ και θεωρία του κινηματογράφου (Κάλβος, 1983)· Γιούρι Λότμαν και αισθητική και σημειωτική του κινηματογράφου (Θεωρία, 1989, σε επιμέλεια του εκδότη του περιοδικού «Φιλμ» Θανάση Ρεντζή)· Αντρέ Μπαζέν, «Τι είναι ο κινηματογράφος» στον ιδιαίτερο εκδοτικό οίκο του Γιάννη Σολδάτου, τον «Αιγόκερω» (1988-9). Θρυλικές αίθουσες, από το «Άστυ» και την κινηματογραφική του λέσχη μέσα στη Χούντα ώς το «Στούντιο» του Σωκράτη Καψάσκη και την «Αλκυονίδα», με τα οποία έκλεισε ένας κύκλος κινηματογραφοφιλίας στην Ελλάδα. Είναι τυχαίο ότι σήμερα ξανανοίγουν;

Την ίδια περίοδο, πολλά σπουδαία περιοδικά, το εξαιρετικό, θεωρητικό «Φιλμ» του Ρεντζή (1974-1986), για παράδειγμα· η θεσσαλονικιά «Οθόνη» (1979-1994), στη συντακτική επιτροπή της οποίας συμμετείχε ο Θωμάς Λιναράς και του οποίου διαβάζουμε το τελευταίο εντιτόριαλ στον ανά χείρας τόμο· ο «Προοδευτικός κινηματογράφος» και τα επίσης θεσσαλονικιώτικα «Κινηματογραφικά τετράδια», στα οποία συνεργαζόταν ο επίσης φίλος θεσσαλονικιός κριτικός που έφυγε νωρίς, ο Μπάμπης Ακτσόγλου. Σε όλη την Ελλάδα, κινηματογραφικές λέσχες, συζητήσεις για το σινεμά σε συλλόγους νέων, όπως στον Βόλο της εφηβείας μου, όπου το 1980 η κινηματογραφική λέσχη στεγαζόταν σε ένα sex cinema, το Ριβολί, πρώην σινεμά Τιτάνια.




Στα τελευταία χρόνια της Χούντας και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ελληνική κινηματογραφοφιλία αναπτύσσεται λοιπόν ραγδαία, όπως και η εκδοτική δραστηριότητα, με την αριστερή σκέψη να δίνει τον τόνο (βλ. το πολύ σημαντικό βιβλίο του Λουκά Αξελού για την εκδοτική δραστηριότητα [2008]). Η πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα, στις αρχές του 1980, θα δημιουργήσει την πρώτη σημαντική ρωγμή και η μεταδιπολική φάση του 1990 θα τη βαθύνει περαιτέρω. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, της ρηγμάτωσης, το 1983, ο Λιναράς στέλνει το πρώτο κείμενό του στον «Σύγχρονο κινηματογράφο». Αφορούσε τον Βιμ Βέντερς, που τιτλοφορεί και ανοίγει το βιβλίο του ― όπως ο Γιασουχίρο Όζου το κλείνει.


Την επόμενη χρονιά το περιοδικό θα κλείσει. Το «Φιλμ» θα κλείσει δύο χρόνια αργότερα. Η «Οθόνη» θα αντέξει άλλα 10 χρόνια και θα υποχωρήσει κι αυτή μπροστά στην «έκπτωση του έντυπου λόγου [...] σε επίπεδα βαρβαρότητας, εκχυδαϊσμού και γλωσσικής αφασίας», διαπιστώνοντας ωστόσο αρχής εξαρχής ότι το σινεμά συνεχίζει να ακολουθεί τις δικές «φωτεινές διαδρομές στις σκοτεινές αίθουσες» (205).

Η τελευταία αναλαμπή της συγκεκριμένης κουλτούρας θα είναι η βιβλιοθήκη των κινηματογραφικών δημιουργών που την ίδια περίοδο θα ξεκινήσει ο Μισέλ Δημόπουλος, αναλαμβάνοντας το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μετατρέποντάς το σε διεθνή θεσμό αξιώσεων. Ο Λιναράς θα συμμετάσχει ενεργά στο εγχείρημα αυτό, στο πλαίσιο του οποίου θα γνωριστούμε. Όλοι οι παθιασμένοι με τον κινηματογράφο θα δώσουν το παρών, ο καθένας με τον τρόπο του, μέχρι το οριστικό τέλος της ηρωικής εποχής της ελληνικής κινηματογραφοφιλίας. Στη μεταπολιτευτική της μορφή τουλάχιστον.


«Ο κόσμος των εικόνων γίνεται συντρίμμια»; (από φράση του Βέντερς)

Τη φάση αυτή της μετάβασης, από την ακμή στην παρακμή και πέρα από αυτήν χαρτογραφεί ο Λιναράς. Ξεκινά με τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» και την «Οθόνη». Γράφει σύντομα κείμενα για τα δελτία της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Γράφει πολύ συστηματικά για τους αφιερωματικούς τόμους του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Κάνει κριτική στο πάντα ανοιχτό και φιλόξενο «Εντευκτήριο», και βιβλιοκριτική ενίοτε, και αλλού.



Η κινηματογραφοφιλία είναι ιστορικά προσδιορισμένη, όπως η τέχνη στην οποία αναφέρεται, αλλά και η κριτική της. Μπορεί λοιπόν ο Λιναράς να αρνείται τη χρονολογική σειρά στην παράθεση των κειμένων του, να αρνείται τα ρεύματα, να στέκεται σε πρόσωπα, εθνικές σχολές, δεκαετίες, σ’ αυτά που αγάπησε κυρίως και σπανίως σ’ αυτά που μίσησε. Εν αρχή ην ο λόγος, όμως, λέει ο Βέντερς στα κείμενα που ίδιος παρουσιάζει στο κοινό. Κι ο λόγος του, ο κριτικός του λόγος, σκιαγραφεί, ενδεχομένως και ερήμην του και ανάμεσα στις γραμμές, τις διαδρομές αυτές της κινηματογραφοφιλίας, μιας όψης της τουλάχιστον, σίγουρα ως πρακτικής και σε μεγάλο βαθμό ως κουλτούρας, όπως μαρτυρεί το πρώτο πληθυντικό της κοινότητας, της ομάδας, που λατρεύει και μισεί, στην αγανάκτηση όσον αφορά το «Τόσο μακριά, τόσο κοντά» του Βέντερς:
Εμείς, οι φανατικοί οπαδοί που αγαπήσαμε με πάθος και ακολουθήσαμε πιστά τις «περιπέτειες του βλέμματος» Στο πέρασμα του χρόνου και θαμπωθήκαμε από «...το φως, αυτό το μεταλλικό γκρίζο χρώμα...» της Κατάστασης των πραγμάτων, θα προτιμήσουμε να μείνουμε χωρίς ομάδα (προσωρινά ελπίζουμε), παρά να την ακολουθήσουμε σε τυφλές και αδιέξοδες διαδρομές· και αυτό γιατί «η ζωή είναι μια εξαιρετικά ειδική περίπτωση» κατά πώς λέει και ο μοναδικός επιζήσας από το ναυάγιο (μαζί με το θαυμάσιο σάουντρακ), αστυνόμος Κολόμπο. Μέχρι τώρα περιμέναμε ανυπόμονα κάθε του ταινία. Την επόμενη, λιγότερο, πολύ λιγότερο (47).

Ποια είναι όμως η κριτική λειτουργία, όπως αυτή προκύπτει από τα κείμενα του Λιναρά; Κατά πρώτον, ανοίγει διάλογο με τους θεατές, συστήνοντάς τους τρέχουσες ταινίες, φέρνοντάς τους στις αίθουσες, με τον θερμό αλλά και ακριβή και δίκαιο λόγο του. Κατά δεύτερον, ανοίγεται στον θεωρητικό διάλογο, επαναπροσεγγίζοντας τους κλασικούς και τους νεότερους, ανάλογα με τις περιστάσεις. Τρίτον, επικεντρωμένος στους δημιουργούς, που είναι οι σκηνοθέτες, φωτίζει το έργο τους και μέσα από τα δικά τους λόγια: ο Λιναράς επιλέγει, όχι τυχαία, να συμπεριλάβει στα κείμενα και μεταφράσεις του συνεντεύξεων και κειμένων των δημιουργών – με αφορμή μάλιστα τα κείμενα του Βέντερς, σημειώνει τη διαφορά ανάμεσα στα κείμενα ενός σκηνοθέτη κι ενός κριτικού. Γλαφυρή γραφή, γνώση των κωδίκων του κινηματογράφου, γνώση των ρευμάτων και της αισθητικής τους, των ευρύτερων συμφραζομένων, πολιτισμικών και καλλιτεχνικών, των έργων που σχολιάζει, διακαλλιτεχνικές και φιλοσοφικές διαφυγές, αντίληψη της φόρμας ως περιεχομένου· ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά των κειμένων του. Το σημαντικότερο: τα κείμενά του παρακολουθούν το σινεμά χωρίς διακοπή, και στις περιόδους που όλοι ανακαλύπτουν τον θάνατό του, ανακαλύπτουν δημιουργούς και ταινίες, σχολιάζουν τη σχέση της σύγχρονης παραγωγής με την παράδοση και, αντίστροφα, φέρνουν την παράδοση στο σήμερα. Λειτουργούν έτσι, με έναν τρόπο, ως αποσπασματική ιστορία του κινηματογράφου και μελέτες περίπτωσης για τη διδασκαλία του σινεμά στους νεότερους.




Πώς τα διαβάζει λοιπόν κανείς αυτά τα κείμενα; Αναλόγως. Ως εισαγωγή σε ταινίες και δημιουργούς που δεν γνωρίζει. Ως σχόλια σε δημιουργούς, ταινίες, σχολές ολόκληρες, όπως η προσφιλέστατή του ιταλική, καθότι ιταλοτραφής, σε είδη και πλάνα ακόμη ―στο μονοπλάνο του Σοκούρωφ στη «Ρωσική κιβωτό»―, στον λόγο της ταινίας. Ως στοιχεία για τις δεκαετίες ’80-’00 όσον αφορά όχι μόνο το σινεμά αλλά και την κουλτούρα του. Ως μνήμη μιας πρακτικής και μιας εποχής. Επιμένω: η δική του επιμονή μας οδηγεί να διαβάσουμε τα κείμενά του και ως προανάκρουσμα μιας νέας κινηματογραφοφιλίας. 

Άλλωστε, όπως λέει ο Μαρκ Μπετς (2010), η κινηματογραφοφιλία του εικοστού πρώτου αιώνα... απομακρύνεται από τη σπάνια, οιονεί θεατρική, εμπειρία του φιλμικού κατάλοιπου στην κινηματογραφική αίθουσα, αλλά συνεχίζει την ίδια στιγμή να ενέχει τόσο μια εκδοχή του κινηματογραφοφιλικού αντικειμένου ως φετίχ (το DVD ως συλλεκτικό αντικείμενο) όσο και τον μύθο του καθολικού κινηματογράφου, όπως τον διατύπωσε ο Αντρέ Μπαζέν κατά την παιδική ηλικία της ίδιας της κινηματογραφοφιλίας». Αυτόν τον ιδρυτικό και επανιδρυτικό μύθο διαβάζει κανείς πάνω από όλα στα κείμενα του Λιναρά.


Betz, Mark (2010). “In Focus: Cinephilia, Introduction”. Cinema Journal, 49, 2, 131-132.
De Baecque, Antoine (2003). La Cinéphilie : Invention d’un regard, histoire d’une culture, 1944-1968. Paris: Fayard.
Sontag, Susan. “The Decay of Cinema.” New York Times, 25 Φεβρουαρίου 1996, https://www.nytimes.com/books/00/03/12/specials/sontag-cinema.html
The Complete Works of Oscar Wilde. Volume 4: Criticism: Historical Criticism, Intentions, The Soul of Man. Josephine M. Guy, ed. New York: Oxford University Press, 2007.
Αξελός, Λουκάς (20082). Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα. Μια κριτική προσέγγιση των εκδοτικής δραστηριότητας στα χρόνια 1960-1981. Αθήνα: Στοχαστής.



* Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ και κριτικός λογοτεχνίας.




16.8.16

Ο Άκης Καπράνος για τα «Κινηματογραφικά δεινά» του Θωμά Λιναρά



του Άκη Καπράνου

πηγή: Facebook

Μακριά από τις κριτικές συντομογραφίες των εφημερίδων και τις συνεχείς εκπτώσεις (εκεί δηλαδή που κατάντησαν οι εκδότες τον κριτικό λόγο) αλλά και από τα ναρκισσευόμενα σεντόνια του διαδικτύου (όπου η αγάπη για το σινεμά μπερδεύεται με το σινεμά το ίδιο) υπάρχει αυτό εδώ το βιβλίο που τελείωσα μόλις σήμερα. 

Στα Κινηματογραφικά δεινά (Εκδόσεις Εντευκτηρίου - πρόλογος από τον Μισέλ Δημόπουλο) ο κριτικός λόγος του Θωμά Λιναρά δεν είναι ούτε "στεγνός" από αγάπη, ούτε αφήνει τίποτα στην τύχη. Η δε ανάγνωση των κειμένων του σε οδηγεί σε ένα, σχεδόν κινηματογραφοφιλικό Zen state-of-mind και λυπάμαι που άργησα τόσο πολύ να το τελειώσω, μιας και πάει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που έφτασε στα χέρια μου. 

Τι τα θέλετε, τρεχάματα. Ας είναι - ούτως η άλλως θα επιστρέφω σ' αυτό ξανά και ξανά.

Θωμάς Λιναράς

Κινηματογραφικά δεινά
Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου

Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Θεσσαλονίκη 2015


464 σελ.
λιανική τιμή: 20,00 ευρώ

18.4.16

Η οθόνη βουλιάζει...



του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη

πηγή: http://www.topontiki.gr

Θωμάς Λιναράς
Κινηματογραφικά δεινά
Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου
Εκδόσεις: Εντευκτηρίου
Σελ.: 464
 
Μέσα από χιλιόμετρα φιλμ, η τέχνη του κινηματογράφου διηγείται την ίδια τη ζωή, δημιουργώντας τη δική της ζωή και τα δικά της πάθη, τους δικούς της πιστούς 
 

Σπάνια κριτικά κείμενα για τον κινηματογράφο έχουν την ευλογημένη δυνατότητα να διηγούνται ταυτόχρονα την ίδια την εποχή που τα γέννησε ― τον παράλληλο εκείνο κόσμο που έσφυζε εκτός των μαγευτικών σκοτεινών αιθουσών, όπου το σκοτάδι εξέπεμπε τόσο φως… ― και να αγγίζουν όλες εκείνες τις μοναδικές ζωές που έβρισκαν καταφύγιο στους κινηματογραφικούς ήρωες κι ακόνιζαν το μυαλό τους μέσα από μια μαθητεία απόλαυσης, ανακαλύπτοντας στις πτυχές της πραγματικότητας τη μεγάλη τέχνη και μέσα από τη μεγάλη τέχνη των εικόνων, το νόημα της πραγματικότητας… Σ’ αυτή τη συγκλονιστική αμοιβαιότητα, η τέχνη χαρίζει στη ζωή και η ζωή στην τέχνη με ενεργό θεατή τον άνθρωπο ― και όλα, σκέψεις και εικόνες, γίνονται λέξεις, όραμα και διέξοδος ζωής: μια χειρονομία, μια πράξη, ένας διάλογος. 
 
Σκοτάδι, φως και πάθος αναδύουν και αναδεικνύουν εικόνες, κάθε μία και ξεχωριστή ιστορία. Μέσα από χιλιόμετρα φιλμ, η τέχνη του κινηματογράφου διηγείται την ίδια τη ζωή, δημιουργώντας τη δική της ζωή και τα δικά της πάθη, τους δικούς της πιστούς. 
 
Η φυλή των κινηματογραφόφιλων των δεκαετιών του ’70 και ’80, όπως τους παρακολουθούσα με αμέριστη συμπάθεια, κατέκλυζε τις πιο απίθανες σκοτεινές αίθουσες, ήξερε τα πάντα για κάθε προβολή, είχε τα δικά της έντυπα, κυνηγούσε με πάθος τη θεία μετάληψη των εικόνων, το δικό της στασίδι στον σκοτεινό ναό, το δικό της ταξίδι στην οθόνη. Οι νέοι αυτοί είχαν τα πάντα μπροστά στα μάτια τους, ήταν και ένιωθαν πλούσιοι και χορτασμένοι από απόλαυση. 
 
Ο πολυσέλιδος αυτός τόμος δεν αποτελεί τόσο έναν ύμνο στον κινηματογράφο όσο την ανάδειξη της λατρείας του σινεμά ως τρόπου ζωής ― που σου χαρίζει για την ακρίβεια τη δυνατότητα μιας δεύτερης ζωής, παράλληλης με τη δική σου σε μιαν άλλη σύμβαση με τον εαυτό σου και τους γύρω σου. 
 
Τα κείμενα του Λιναρά περιέχουν έργα, σκηνοθέτες, πλάνα, ηθοποιούς ― μια πραγματική προσωπική του ταινιοθήκη, την οποία επιθυμεί να μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο για καλό σκοπό! Να μας κοινωνήσει το πάθος του για την απόλαυση του κινηματογράφου, για τη μελέτη των ταινιών και την προσπέλαση μιας ενδεχόμενης διεξόδου… 
 
Με το πλεονέκτημα της ελευθερίας του ερασιτέχνη και την οξυδέρκεια του εικονολάτρη, μιλά για «κινηματογραφικά δεινά». Προφανώς δεν κυριολεκτεί. «Η Ομορφιά δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού», μας προειδοποιεί ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 
 
Τα κριτικά κείμενα του Λιναρά καλύπτουν μια χρονική περίοδο περίπου τριάντα χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων ο συγγραφέας απέκτησε μεγάλες αγάπες, όπως ο παλιός Βιμ Βέντερς ―και όχι αυτό που έγινε μετά τα Φτερά του έρωτα― και ο Γιασουχίρο Όζου. Ο υπότιτλος του βιβλίου δεν αφήνει περιθώρια λοιπών διευκρινίσεων. Γράφει χαρακτηριστικά στον πρόλογό του ο Μισέλ Δημόπουλος ότι αυτά τα κείμενα «συνιστούν μέρος μιας διανοητικής και αισθητικής περιπέτειας, χαρτογραφείται μια κινηματογραφική γεωγραφία όπου, σε μια ενωτική χειρονομία, αξιολογούνται τόσο οι κλασικοί auteurs (Ντράγιερ, Μπρεσσόν, Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Όζου κ.ά.) όσο και οι νεότεροι, κυρίως Ευρωπαίοι, των τελευταίων δεκαετιών (Κισλόφσκι, Βέντερς, Σκολιμόφσκι, Καουρισμάκι, Μάικ Λη, Κεν Λόουτς, Μορέτι, Νταρντέν, Μπέλα Ταρ, Σοκούροφ, Χάνεκε, Λοζνίτσα κ.ά.)».

22.3.16

Πολύτιμο εγχειρίδιο «Κινηματογραφικών Δεινών»



του Λουκά Κατσίκα

πηγή: http://www.cinemag.gr

 Βιβλία με αντικείμενό τους το σινεμά σπανίζουν πλέον στις ελληνικές εκδόσεις. Βιβλία γραμμένα από αξιοσέβαστους κριτικούς κινηματογράφου σπανίζουν ακόμη περισσότερο. Την παράλειψη έρχονται να διορθώσουν αυτές τις μέρες τα «Κινηματογραφικά Δεινά- Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου», ένα πραγματικά απολαυστικό (για να μην πω χρήσιμο και εξαιρετικά γραμμένο) ανάγνωσμα από τον Θωμά Λιναρά.

Κατ' αρχάς, να επιχειρήσουμε τις απαραίτητες συστάσεις, για τους νεώτερους ή λιγότερο ενημερωμένους αναγνώστες. Ποιος είναι ο Θωμάς Λιναράς; Πολύ απλά ένας από τους καλύτερους και πιο ακούραστους υπηρέτες αυτού που εξακολουθούμε να αποκαλούμε «κριτική κινηματογράφου», σε εποχές μάλιστα όπου η αξία του όρου κινδυνεύει να μην χάσει εντελώς την παλιά αίγλη της.


Αθεράπευτος κινηματογραφόφιλος πάνω απ' όλα, με μόνιμο ορμητήριό του την πόλη της Θεσσαλονίκης και θητεία στα θρυλικά έντυπα του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» και της «Οθόνης», σε λογοτεχνικά περιοδικά και αργότερα στις πάντα προσεγμένες εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Θωμάς Λιναράς αποτελούσε ανέκαθεν μια από τις πιο προικισμένες (και, για μένα, τρυφερές και ανεπιτήδευτες) πένες του «χώρου».


Παρακολουθώντας τακτικά τις συγγραφικές του προσπάθειες, προσωπικά θεωρώ ευτύχημα όταν κάποια στιγμή που τον γνώρισα από κοντά (σε κάποιο Φεστιβάλ Βενετίας του πρόσφατου παρελθόντος) συνάντησα στο πρόσωπό του όχι μόνο έναν ζωηρό και ευφυή συνομιλητή-ιδανική παρέα για πολύωρες κουβέντες πάνω στο σινεμά, τη μουσική, τη λογοτεχνία, αλλά και έναν εξαιρετικό άνθρωπο.


Στο χαριτωμένα τιτλοφορούμενο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, ο Θωμάς Λιναράς συγκεντρώνει παλαιότερα και καινούργια κείμενά του, πραγματοποιώντας μια άκρως προσωπική διαδρομή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και σε αγαπημένες του ταινίες, φιλμικά είδη, σκηνοθέτες και κινηματογραφίες, χωρίς να αγνοεί, παρ' όλα αυτά, στιγμή να εμπλέκει πρωτίστως τον αναγνώστη στις σκέψεις και τις κρίσεις του.

Καθένα από τα κείμενα του (τα οποία, η αλήθεια είναι, απορρόφησα μέσα σε λίγες μόνο μέρες) είναι γραμμένο με αυτή την ατόφια και ανόθευτη αγάπη που ο Λιναράς ανέκαθεν συντηρούσε για το σινεμά, για δημιουργούς που τον γαλούχησαν και τον έσπρωξαν να γίνει ωριμότερος θεατής, για φιλμ που κουβαλά σταθερά μαζί του, όπως κάποιες γοητευτικές εμμονές που δεν θέλεις και δεν πρέπει ποτέ να αποχωριστείς.


Πέραν αυτού, τα «Κινηματογραφικά Δεινά» πετυχαίνουν μεμιάς δυο στόχους: από τη μία σε σπρώχνουν να επισκεφτείς κι εσύ ξανά τις ταινίες στις οποίες ανατρέχουν, προκειμένου να τις δεις πάλι κάτω από το πρίσμα μιας νέας, δελεαστικής αποκρυπτογράφησης, και από την άλλη σε τοποθετούν μάρτυρα ενός ζουμερού διαλόγου ανάμεσα στον συγγραφέα και στα αντικείμενά του.


Και στις δυο περιπτώσεις πιστεύω ότι κερδισμένος βγαίνει όποιος αποκτήσει το βιβλίο, μια γενναιόδωρη ερωτική εξομολόγηση 468 αξιόλογων σελίδων σε μερικά από τα δεδηλωμένα κινηματογραφικά πάθη όχι μόνο του Θωμά Λιναρά αλλά και πολλών από εμάς.


Δε μπορώ να μη σημειώσω, τέλος, τη συγκινητική επιλογή του Θωμά να αφιερώσει την έκδοση αυτή «στη μνήμη των φίλων μου Γιώργου Τζιώτζιου, Περικλή και Γιάννη Δεληολάνη», τριών ανθρώπων χωρίς τους οποίους ο κόσμος της κριτικής κινηματογράφου και ο κόσμος του (δικού μας) περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ θα ήταν σαφώς φτωχότερος, αν όχι αδιανόητος.


Το βιβλίο «Κινηματογραφικά Δεινά» του Θωμά Λιναρά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.

23.2.16

Τα γλυκά βάσανα του σινεμά



του Δημήτρη Μπούρα

πηγή: http://www.kathimerini.gr

ΘΩΜΑΣ ΛΙΝΑΡΑΣ
Κινηματογραφικά δεινά
Εκδόσεις Εντευκτηρίου


«Κινηματογραφικά δεινά». Εύστοχος τίτλος, υποδηλώνει το άγχος, ή και τον τρόμο, του κινηματογραφικού κριτικού μπροστά στη λευκή σελίδα. Κατά τον Θωμά Λιναρά, συγγραφέα του βιβλίου, «υποδηλώνει τα “γλυκά” βάσανα της κινηματογραφικής γραφής». Εχει απόλυτο δίκιο. Αν δεν γίνεις πρωταγωνιστής σε αυτή την «ταινία τρόμου», που μόνον για σένα παίζεται στην αόρατη οθόνη, δεν θα μπορέσεις ποτέ να πείσεις τον αναγνώστη σου για τη μεγάλη και ειλικρινή αγάπη σου για τις ταινίες. Εχει λόγο ύπαρξης, όμως, ένα αποσπασματικό βιβλίο με κείμενα, πείτε τα και εξομολογήσεις, για αυτές τις αγάπες; Ο συγγραφέας θα δώσει και πάλι την απάντηση κλείνοντας με μια ρήση του Νίκου Καχτίτση την εισαγωγή του: «...και το μεράκι μου είναι να πηγαίνω μυστικά στη γωνιούλα της βιβλιοθήκης μου και ανοίγοντας το βιβλίο μου να βλέπω τον εαυτό μου μέσα». Θα πρέπει να πληροφορήσουμε τον υποψήφιο αναγνώστη των «Κινηματογραφικών δεινών» πως θα πάρει στα χέρια του μια προσεγμένη έκδοση (από το εξώφυλλο, που το κοσμεί ένα έργο της Αλεξίας Ξαφοπούλου, μέχρι το ευρετήριο των τελευταίων σελίδων) που σέβεται τον πολύχρονο κόπο του Λιναρά και τον αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Στο διά ταύτα, στο ψαχνό του βιβλίου, ο αναγνώστης θα βρει καλογραμμένα κείμενα, για ταινίες ή σκηνοθέτες, δημοσιευμένα σε περιοδικά, ή σε αφιερωματικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κατά τα τελευταία 30 χρόνια.

Ο Λιναράς («σινεφίλ παλιάς κοπής, με ανήσυχο πνεύμα και ανοιχτό μυαλό», κατά τον Μισέλ Δημόπουλο) δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, υποχρεωμένος να παρακολουθεί την επικαιρότητα. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και ασχολήθηκε από μεράκι με την κριτική. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως είχε την «πολυτέλεια» να παρακάμπτει τις ταινίες που δεν τον ταξίδευαν σε κόσμους στους οποίος θα άξιζε να ζήσει για δύο ώρες. Η σχέση του λοιπόν με το σινεμά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένας τέλειος γάμος.
Οι μεγάλες του αγάπες, ο Βιμ Βέντερς (ο παλιός και όχι αυτό που έγινε μετά τα «Φτερά του έρωτα») και ο Γιασουχίρο Οζου βρήκαν μια θέση και στο εξώφυλλο (στον υπότιτλο του βιβλίου). Τις άλλες τις συναντάμε πιο μέσα, σε κείμενα για τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Ρομπέρ Μπρεσόν, τον Καρλ Ντράγιερ, τον Γέρζι Σκολιμόφσκι, τον Σταύρο Τόρνε και για άλλους δημιουργούς, παλιούς και νεότερους. Αντιγράφουμε από τα «Νταμάρια του ονείρου» για τον Τορνέ: «Ο κινηματογράφος του είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι βουτηγμένο στη λάσπη. Βρώμικος, καθώς κουβαλά πάνω του τους λεκέδες, τις πληγές, τη σκόνη της πραγματικής ζωής, και ταυτόχρονα διάφανος, αφού το βλέμμα που ρίχνει πάνω στον κόσμο έχει την αθωότητα ενός παιδιού, τη σοφία ενός γέρου, την αμεσότητα και τη διαύγεια ενός χαϊκού (...) Οι ιστορίες του έχουν ως αφετηρία την εικόνα ενός ονείρου, τον ψίθυρο του ανέμου, τη μουσική της σιωπής, το βλέμμα ενός αλόγου, το κρώξιμο ενός πουλιού, τον ήχο της πέτρας πάνω στην πέτρα».

Ο Θωμάς Λιναράς υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Οθόνη» και συνεργάτης του Φεστιβάλ. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

21.1.16

Έτορε Σκόλα: Μια ξεχωριστή μέρα



του Θωμά Λιναρά

Una giornata particolare [Μια ξεχωριστή μέρα], Έτορε Σκόλα, 1977, Ιταλία

Στις 8 Μαρτίου του 1938, όταν ο Χίτλερ επισκέπτεται επίσημα το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης, ένας άντρας και μία γυναίκα συναντώνται τυχαία σε μια, έρημη από κόσμο, εργατική πολυκατοικία και ενώνουν τις μοναξιές τους εκείνη τη μέρα. Ο Γκαμπριέλε, πρώην εκφωνητής του ραδιοφώνου, απολυμένος από τη δουλειά του, βρίσκεται "εκτός" λόγω της ομοφυλοφιλίας του, καθώς δεν ανταποκρίνεται στα αρρενωπά πρότυπα της φασιστικής ιδεολογίας, και είναι απελπισμένος ― στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. 



Η Αντονιέτα, καταπιεσμένη νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα έξι παιδιών, είναι μια φυλακισμένη σκλάβα μέσα στο σπίτι και στην οικογένεια. Η μέρα που θα περάσουν μαζί θα είναι όντως ξεχωριστή, αφού η συνάντηση, η γνωριμία, η επικοινωνία και κυρίως η ερωτική τους συνεύρεση, θα επιφέρουν εσωτερικές διεργασίες και θα προκαλέσουν ρήγματα στην εικόνα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους και σε ό,τι οι άλλοι απαιτούν από αυτούς. 

Με την Ξεχωριστή μέρα ―την καλύτερη ίσως ταινία της καριέρας του―, ο Σκόλα, αφήνοντας εκτός κάδρου τον φασισμό και τον ναζισμό  (που "περνούν" στην ταινία μέσα από ηχητικά ντοκουμέντα και επίκαιρα εποχής) μιλά για τη βία του φασισμού της κάθε μέρας, αναδεικνύοντας τους μηχανισμούς εγκαθίδρυσης των ρόλων που η κοινωνία επιβάλλει στα άτομα, για να μπορεί να τα ποδηγετεί και να τα καθυποτάσσει. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τη δύναμη των υπόγειων  συναισθηματικών ρευμάτων, τα οποία οι ήρωες  θα μπορούσαν  να ακολουθήσουν για να κατακτήσουν τον πραγματικό τους εαυτό και να κερδίσουν την ζωή τους, ενάντια στις συμβάσεις και στα «κατά συνθήκην ψεύδη». Εξαιρετικές οι ερμηνείες του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι  και της  Σοφίας Λώρεν.


(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο έντυπο του αφιερώματος Άνθρωποι για όλες τις εποχές, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Απρίλιος 1999· τώρα στο βιβλίο του Θωμά Λιναρά Κινηματογραφικά δεινά: Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015.
Περισσότερα για τα Κινηματογραφικά δεινά εδώ.)

Ο Έτορε Σκόλα, γεννημένος το 1931 στο Τρεβίκο της Καμπανίας, πέθανε στη Ρώμη στις 19 Ιανουαρίου.

16.1.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Τέλλου Φίλη



Διαβάζοντας το βιβλίο του Θωμά Λιναρά με τον παραπλανητικό τίτλο Κινηματογραφικά δεινά, που εξέδωσε ο επίμονος κηπουρός βιωμάτων και γραπτών, Γιώργος Κορδομενίδης (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015), δεν φανταζόμουν ότι θα γινόμουν μάρτυρας ενός 30χρονου και βάλε, μεγάλου έρωτα. 

Γνωρίζοντας τον κύριο Λιναρά, χρόνια τώρα, από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και διαβάζοντάς τον στον θρυλικό πλέον Σύγχρονο Κινηματογράφο, στην Οθόνη, στο Πρώτο Πλάνο και στο Εντευκτήριο, περίμενα να διαβάσω κριτικές για ταινίες σκηνοθετών που αγαπώ και, σαν κάπως νεότερος, πιθανώς να αγνοώ. 



Έκανα τεράστιο λάθος. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο από ερωτικές επιστολές, ενός έρωτα που παραμένει άσβεστος, κι εγώ ηδονοβλεψίας αυτής της παράφορης αγάπης. Τι μπορεί να γράψει κανείς για έναν έρωτα; Μόνο δέος να νιώσει και ίσως κάποια ζήλια που δεν μπόρεσε, αν και πολύ προσπάθησε, κι αυτός να ερωτευτεί. Κι είναι ετούτος ο έρωτας καθώς περνάνε οι σελίδες κι αλλάζουν οι χρονιές, τόσο δυνατός, τόσο ακατάλυτος, που δάκρυα σου 'ρχονται στα μάτια, κι ενδόμυχα θες κι εσύ ΕΤΣΙ να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. 

Σε τούτη τη σκληρή και γρήγορη εποχή που "κατεβάζουμε" ταινίες και δεν προλαβαίνουμε να τις δούμε, υπήρξαν εραστές που είχαν και χρόνο και διάθεση, μα πιο πολύ πόθο αληθινό, να χαϊδέψουν τις ταινίες, να τις αφήσουν να τους ξελογιάσουν, να τους παραδοθούν, να ζήσουν μαζί τους, να ζήσουν μέσα τους, κι ο κύριος Λιναράς υπήρξε απ' αυτούς τους τυχερούς. 

Μακάρι μια νέα γενιά εραστών, διαβάζοντας αυτή τη συγκλονιστικά εξομολογητική ερωτική επιστολή των 470 σελίδων, να καταλάβει πώς αξίζει κανείς να βλέπει σινεμά, να το αγαπήσουν και να ζήσουν με τη σειρά τους αυτόν τον μεγάλο έρωτα, ακριβώς όπως κι ο κύριος Λιναράς.

(Ανάμεσα στις σελίδες διάβασα  ονόματα κι άλλων πολλών "αντεραστών", που δεν ζουν πια, αλλά αυτοί επιτρέψτε μου να είναι οι δικοί μου "μυστικοί έρωτες" που ακόμη δεν τολμώ να τους κοινοποιήσω.)