Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Κοτσιφός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Κοτσιφός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.12.16

Προς τα πού έφυγε ο Κάτος



του Γιάννη Κοτσιφού

πηγή: http://amagi.gr

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Κάθε χρόνο, στο προοίμιο ας πούμε του καλοκαιριού (συνεπώς, γιατί και τώρα;), θυμάμαι μιαν απειλητικά ζεστή βραδιά στα τραπεζάκια του Ντε Φάκτο, στην Παύλου Μελά, με τον Γιώργο Κάτο και την τακτική τότε παρέα αποδεκατισμένη, ενόψει εξεταστικής περιόδου, όμως εμείς ήμασταν έξω, πέντε ή έξι, και εκτεινόταν εκείνο το βράδυ ριψοκίνδυνα, γιατί, αν και κανείς πλην του Κάτου δεν έπινε (κανείς, κανείς μας δεν έπινε στην πράξη τότε, ήταν περίπου αχρείαστο άλλωστε, όλη μέρα τριγυρνούσαμε σαν μεθυσμένοι από αδημονία να ξετυλίξουμε ένα ακόμα ρολό φωτοσύνθεσης και να διαβάσουμε τα στοιχειοθετημένα ποιήματα σε κάποιον, σε κάποια), είχαμε όλοι παρασυρθεί σε μια βακχεία ατελέσφορη χάρη στις διηγήσεις του, που άλλοτε φωναχτά κι άλλοτε ψιθυριστά διέτρεχαν διαδοχικά πεδία λαγνείας απερίφραστης και λογοτεχνικής μικροϊστορίας, ολοένα πιο ασυγκράτητα, τόσο που πια κανείς μας δεν μπορούσε να διακρίνει πόσο θ’ άντεχε ο καθένας μας δίχως να παρεκτραπεί, ώσπου είπε έξαφνα ήρεμα, πολύ ήρεμα, ο Κάτος: «Δρόσισε…» και σηκώθηκε με μια ελαφράδα ολωσδιόλου απροσδόκητη, μαζί του, πίσω του, κι εμείς, λυτρωμένοι, κι έφτασα στο σπίτι μου ίσα-ίσα τρεις ώρες πριν από την καθορισμένη πρωινή εξέταση για τον Ρομαντισμό και την Αθηναϊκή Σχολή, και όταν κατόπιν κάθισα, την τελευταία στιγμή, στο έδρανο, μ’ έπιασε ζάλη ακατάσχετη, σκοτάδι κάλυψε τα μάτια μου κι εντός του εναλλάσσονταν με αβάσταχτες λάμψεις εικόνες από τα ανατριχιασμένα μπράτσα της Σ. Π., όταν ακούστηκε εκείνο το «Δρόσισε», και από τα πυρετικά μάτια του Γ. Δ., και τις μηχανικές κινήσεις της Τ. Κ. πριν απ’ το γέλιο, σαν να ήθελε να το καλύψει με το χέρι κι ύστερα μετάνιωνε, και ατέλειωτα μέτρα από διορθωμένα δοκίμια, και κράτησε όλο αυτό δέκα λεπτά τουλάχιστον, κι ύστερα, όπως γλιστράς απ’ τη σωστή πλευρά μιας σκάλας, εκεί όπου κάτι έχει για να κρατηθείς, κοίταξα τις φωτοτυπημένες σελίδες και απάντησα συνοπτικά στις ερωτήσεις, δίχως τις παρεκβάσεις και τις παρενθέσεις που από τότε συνήθιζα, βγήκα από το αμφιθέατρο με βήμα αβέβαιο και πήρε η μέρα τον έλεγχο. Περνώντας σήμερα (όπως σχεδόν κάθε μέρα) μπροστά από το Ντε Φάκτο, είχα ήδη ανακαλέσει την ιστορία αυτή, μα συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι στη νοερή αναπαραγωγή της σκηνής, σταθερά, το πεζοδρόμιο της Παύλου Μελά είναι κατά πολύ φαρδύτερο και ο προσανατολισμός της ανάποδος, σαν να αναπαρίστανται όλ’ αυτά σε κάποιο κάτοπτρο, κι έτσι δεν ξέρω προς τα πού ακριβώς έφυγε ο Κάτος.

5.7.16

Οσμή



γράφει ο Γιάννης Κοτσιφός

πηγή: http://amagi.gr

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Είναι τα πάντα αντίσταση σε κείνη την οσμή, σε κείνη την οσμή που συλλαμβάνει περιστασιακά κανείς από νωρίς, μα δεν του είναι ενδεχομένως αναγνωρίσιμη, επειδή από νωρίς θα υπάρχουν οπωσδήποτε αφορμές, κυρίως αφορμές εκτός προσωπικών συμφραζομένων, ας πούμε ένα βράδυ στο Γεννηματάς που μάντευες κάτω από μια λευκή μπλούζα το περίγραμμα του στήθους τής Ε., ήταν εκεί για ένα διάστρεμμα όλο κι όλο, και είχατε μαζευτεί για να τη δείτε, ή όταν σήκωσες τον Ν. από το κάγκελο του παρτεριού που είχε αγκαλιάσει μεθυσμένος και τον έσυρες ώς το Ιπποκράτειο για ένεση καφεΐνης, ή στο Παπανικολάου, με δρομολόγια κανονισμένα αποβραδίς, 45 λεπτά περίπου η αιμοπεταλιοδοσία κάθε εθελοντή, τα δέντρα, το πράσινο την κάλυπταν (την οσμή, για την οσμή συζητάμε, γι’ αυτήν στην οποία αντιστεκόμαστε, εν αγνοία μας για πολύ καιρό, επειδή δεν το αντιληφθήκαμε πόσο νωρίς περιέφερε την κραταιά κυριαρχία της πλάι μας), κι ο άνεμος στο ρούχο κάποιας συνοδού που βγήκε στο χαμηλό μπαλκόνι να καπνίσει υπενθύμιζε μόνο τα αντίθετά της, μα και αργότερα, όταν τα συμφραζόμενα πλέον σε αφορούν, τη νύχτα ας πούμε που όλοι έβλεπαν την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και συ μετρούσες, πέρα-δώθε, έναν υπαίθριο χώρο με παγκάκια στο ΑΧΕΠΑ, περιμένοντας, και το ξημέρωμα, επιστρέφοντας με τα πόδια, κράτησες το βήμα για να αντιληφθείς ποιο πρωινό άρωμα φρεσκοπλυμένου σώματος μπορεί να γλίστρησε από την πόρτα ενός καφέ που άνοιγε νωρίς (ένα κορίτσι από το συνεργείο καθαρισμού), ή ακόμη περισσότερο στο πεντάλεπτο επισκεπτήριο μέσα στην Εντατική του Αγίου Λουκά, όταν ρουφούσες τη μυρωδιά της αντισηψίας, κι έσπευδες ύστερα να κάνεις άσκοπα λίγα χιλιόμετρα με τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά, μήπως μακρύνεις από την οσμή που στα μυθιστορήματα τη λένε του θανάτου, μα στην πραγματικότητα, το αντιλαμβάνεσαι κάποια στιγμή ανυπερθέτως, είναι του γερασμένου σώματος, και τότε πασχίζεις λυσσαλέα πια και εν γνώσει σου να την κρατάς διαρκώς μακριά σου, και γίνονται τα πάντα αντίσταση σε αυτήν, ακόμα και μια αλλαγή πρωινής ρουτίνας που σου δίνει την ευκαιρία να κοιταχτείς από διαφορετική γωνία στο κάτοπτρο της πόλης και να στήσεις μια-δυο ανώφελες παγίδες στο είδωλό σου αποφεύγοντας εκείνες ακριβώς τις περιοχές του κατοπτρισμού που υπενθυμίζουν ποια οσμή αναμένεται να ταυτιστεί με αυτό που βλέπεις.