του Βαγγέλη Ραπτόπουλου
πηγή: Facebook
[1 9 8 4]
Ένα τέταρτο του αιώνα πριν, το 1984, όταν πήγα στις ΗΠΑ ως υπότροφος του International Writing Program, ο Τόμας Πίντσον ήταν ακόμη αμετάφραστος κι άγνωστος στην Ελλάδα. Το κρυφό μου βίτσιο, τους τέσσερις μήνες που κράτησε η υποτροφία, ήταν να υποβάλω σε ανάκριση όποιον συνομιλητή μου έκρινα κατάλληλο, σχετικά με το ποιοι είναι οι καλύτεροι σύγχρονοί μας αμερικανοί πεζογράφοι. Περιστοιχιζόμουν από καμιά σαρανταριά αλλοδαπούς συγγραφείς, υποτρόφους σαν κι εμένα, που προέρχονταν κυριολεκτικά από κάθε γωνιά του πλανήτη. Μαζί μας και δεκάδες αμερικανοί: κάποτε λογοτέχνες, συνήθως όμως καθηγητές και φοιτητές της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, στην Αϊόβα Σίτι, όπου εδρεύει και το Ιnternational Writing Program. Για να μην πολυλογώ, από τους πρώτους στη λίστα μου, εάν όχι ο πρώτος (μόνο ο Ντελίλο τον συναγωνιζόταν, νομίζω, ενώ ούτε καν μου ανέφεραν τον Φίλιπ Ροθ), ήταν ο δημιουργός του «V.». Ο συγγραφέας που εξ αρχής κρυβόταν και απέφευγε τα μίντια, περισσότερο κι από τον κομαντάντε Μάρκος των Ζαπατίστας, και που οι φήμες τον ήθελαν να είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, με τον άλλον μεγάλο ερημίτη των αμερικανικών γραμμάτων, τον Σάλιντζερ. *** [Μ ε τ α μ ο ν τ έ ρ ν ο ς Τ ζ ό ι ς] Κι έτσι, επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη, μέσα στον τιγκαρισμένο με βιβλία σάκο που με ακολούθησε ναυτοπλοϊκώς (ώστε να κοστίσει η μεταφορά τους φτηνότερα), υπήρχαν και τέσσερα πρωτότυπα του Πίντσον. Εκτός από το «V.», «Η συλλογή των 49 στο σφυρί», «Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας» και το «Βραδείας καύσεως» (όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο υπέροχος τίτλος «Slow Learner», του συχνά αμετάφραστου, σχεδόν όσο κι ο ύστερος Τζόις, Τόμας Πίντσον). Πρωτοδιάβασα, λοιπόν, Πίντσον κατευθείαν στ’ αγγλικά, με την αίσθηση ότι έπιανα έναν σύγχρονο-κλασικό συγγραφέα, κι αν λογαριάσουμε ότι η κυρίαρχη διεθνώς λογοτεχνία στις μέρες μας είναι η αγγλοσαξονική, και δη η αμερικάνικη, θα έλεγα: TON κορυφαίο σύγχρονο-κλασικό συγγραφέα. Εκείνον που ορισμένοι είχαν ήδη προλάβει να χρίσουν ως «μεταμοντέρνο Τζόις», προπαντός για «Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας». *** [Ο ύ τ ε κ α ν] Από τότε, ο Πίντσον έχει δημοσιεύσει άλλα τέσσερα μυθιστορήματα: «Βάινλαντ», «Μέισον & Ντίξον», «Ενάντια στη μέρα», συν το πρόσφατο (βγήκε το 2009), και ακυκλοφόρητο ακόμη στη γλώσσα μας, «Inherent Vice». Και το ερώτημα είναι, πώς γίνεται, μετά απ’ όσα προανέφερα, να μην έχω τελειώσει σχεδόν κανένα βιβλίο του; Μοναδική εξαίρεση, το πιο σύντομό του, η νουβέλα «Η συλλογή των 49 στο σφυρί» (το πρώτο βιβλίο του Πίντσον στα ελληνικά, που κυκλοφόρησε περίπου ενάμιση χρόνο μετά την επάνοδό μου από τις ΗΠΑ: καλοκαίρι 1986). Όλα τ’ άλλα τα έπιασα κι έκανα γενναίες προσπάθειες, για να τα εγκαταλείψω τελικά, αργά ή γρήγορα. Ούτε καν ένα διήγημά του δεν κατόρθωσα να ολοκληρώσω από τα συνολικά πέντε του «Slow Learner»· κι αυτά, τα πρώιμα γραπτά του, τ’ άφησα στη μέση. (Άλλη μια εξαίρεση εδώ: η εκτενής εισαγωγή του στο ίδιο βιβλίο, όπου κατακρίνει υποδειγματικά τον αρχάριο λογοτέχνη εαυτό του, και ταυτόχρονα ανασυστήνει ιδανικά την εποχή της νεότητάς του, την πολυτάραχη δεκαετία του ’60). *** [Α ι χ μ ή & κ ι β ω τ ό ς] Πάντως, όταν μιλάω για ημιτελή διαβάσματα, δεν εννοώ τα συνηθισμένα. Ώς τη στιγμή που αποφασίζω να παρατήσω ένα βιβλίο του Πίντσον, σπαρταράω από απόλαυση, και το μυαλό μου υπερίπταται σαν αεροπλάνο Μπόϊνγκ (ο συγγραφέας δούλεψε κάποτε στη γνωστή εταιρεία, πιθανόν ως σύμβουλος δημοσίων σχέσεων ή συντάκτης τεχνικών κειμένων, το δεύτερο μάλλον). Η πρόζα του κυματίζει περήφανα, με βαθιές ταλαντώσεις, και συνήθως είναι μια πρόζα μεγάλης πνοής. Αυτός ο γεμάτος με νοηματικά και γλωσσικά παιχνίδια, μακροπερίοδος λόγος, που φλερτάρει ακατάπαυστα με την ειρωνεία και την αυτοπαρωδία, κατορθώνει να ενσωματώσει από δύσβατο, επιστημονικό πραγματολογικό υλικό, μέχρι στίχους από σαχλά ποπ και ροκ τραγούδια, διά χειρός του ίδιου του Πίντσον πάντα. Θέματα υψιπετή, παγκόσμια, ανατρεπτικά και τερατώδη. Και μαζί αφελή, εμπνευσμένα από φτηνές θεωρίες συνομωσίας, ένα όργιο υποκουλτούρας που απαιτεί επεξηγηματικές υποσημειώσεις. Ο Πίντσον αποτελεί την αιχμή του δόρατος, και μαζί την κιβωτό της αμερικανικής μητροπολιτικής κουλτούρας, συνδυάζοντας στο πρόσωπό του τον ακαδημαϊκό και τον λόγιο, με τον λαϊκό λογοτέχνη. Με αποτέλεσμα, την υβριδική του υπόσταση, που τον καθιστά αταξινόμητο και αμίμητο. *** [Χ ά ν ο μ α ι] Ποια ακριβώς, όμως, είναι αυτά που με απομακρύνουν από το έργο του; Η ακατάσχετη ροπή του προς την αφηγηματική (και όχι μόνο) παράνοια, που την υποδαυλίζουν οι απόπειρές του να ζωντανέψει ομιχλώδεις πλεκτάνες πλανητικών διαστάσεων. Και η αγωνία του να υλοποιήσει μυθοπλαστικά την απουσία νοήματος στον σύγχρονο κόσμο, κάτι που τον υποχρεώνει να αφήνει τις ιστορίες του μετέωρες κι όλο χάσματα. Χάνομαι στις λαβυρινθώδεις πλοκές του με τους αμέτρητους χαρακτήρες, δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τις περιπλανήσεις του στην εγκυκλοπαιδική γνώση και τα άλματά του στην Ιστορία, παγώνω από την ξηρασία των συναισθημάτων κι από τον παροξυσμό της εγκεφαλικότητάς του. *** [Μ ο ν α δ ι κ ό ς] Να μη διαβάζεις έργα σπουδαίων συγγραφέων, επειδή δεν σου ταιριάζουν, είναι φυσιολογικό. Να μη διαβάζεις, όμως, έναν συγγραφέα που λατρεύεις; Φαίνεται σχεδόν αδύνατον, αλλά να, που ισχύει. Κι αυτό σημαίνει ότι τρίβω ήδη τα χέρια μου για το επερχόμενο (στα ελληνικά) «Inherent Vice», που απ’ ό,τι διάβασα, είναι σύντομο, απλό και γραμμικό σε τέτοιο βαθμό, ώστε σχεδόν δεν θυμίζει Πίντσον! Δεν υπάρχει περίπτωση, λέω, αυτό θα το ξεκοκαλίσω. Και ασφαλώς, δεν πρόκειται να πάψω να κατεβάζω κάθε τόσο από το ράφι της βιβλιοθήκης μου κάποιο από τα προηγούμενα, ογκώδη μυθιστορήματά του. Θα χώνομαι σε κάνα-δυο κεφάλαιά του, βαθιά όπως μέσα σ’ έναν μυστικό κήπο, και θα το γλεντάω για λίγο με τη χαοτική φαντασμαγορία του. Και μετά, ξανά, γι’ άλλη μια φορά, θα τα παρατάω. Μη φανταστείτε ότι είναι πολλοί οι συγγραφείς, με τους οποίους έχω τη σχιζοφρενική σχέση που μόλις περιέγραψα. Ο Πίντσον μάλλον είναι ο μοναδικός. [1 Δεκεμβρίου 2010] |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου