31.5.18

Τα υπέροχα 60



γράφει η Ελένη Χοντολίδου
Το όριο των 60 είναι πολύ σημαντικό. Έχεις κάνει τα πράγματα που μπορούσες (όχι αναγκαστικά αυτά που ήθελες), ξέρεις τα όριά σου καλά. Βαθμοί ελευθερίας απεριόριστοι. Δεν σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για σένα. Άλλωστε, οι μισοί δικοί σου έχουν αρχίσει να αποχωρούν σιγά σιγά. Οι γονείς-τέρατα δεν ζουν πια, άσχετα αν σε έχουν μαρκάρει όπως οι γελαδάρηδες τα μοσχάρια. Ανεξίτηλα.
Δεν υπάρχει σίγουρα η σκέψη: «Τι θα κάνω όταν μεγαλώσω». Λ.χ., δεν θα διδάξω στο σχολείο, δεν θα γίνω δήμαρχος, ούτε καν πρύτανης. Δεν θα παντρευτώ τον Χάρη, με πρόλαβε η Μέγκαν. Δεν θα γνωρίσω ποτέ την Ιαπωνία, την Ωκεανία, την Κίνα. Δεν πειράζει όμως, γιατί δεν αγαπώ τα ταξίδια. Φεύγω στη μέση παραστάσεων που δεν μου αρέσουν, αφήνω αδιάβαστα βιβλία, διαπράττω και άλλες αμαρτίες που δεν τολμούσα να κάνω στη νεότητά μου. Ό,τι ήταν να γίνω έγινα. Μοναδική μου επιθυμία να φύγω πριν από τις φίλες και τους φίλους που μου έχουν απομείνει.
Καταλαβαίνω τον εαυτό μου καλύτερα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω ακόμη, και δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβω, είναι η έλλειψη νοήματος σε όλο αυτό. Ούτε «μεγάλες αφηγήσεις» ούτε μεγάλες προσδοκίες. Μικρά και καθημερινά, τα φωτάκια μας ο ένας στον άλλον, «συμμαχίες ποντικών» λέγαμε κάποτε με μία φίλη.

Η σύνταξη με απασχολεί κάπως από την άποψη της δόμησης του χρόνου μου. Δεν σκοπεύω να συνεχίσω να δουλεύω στο Πανεπιστήμιο, και θα αφήσω το γραφείο μου πριν από τον Αύγουστο του 2024. Δεν ξέρω καν εάν θα συνεχίσω την ταπεινή μου συγγραφική δραστηριότητα. Ούτως ή άλλως, δεν θα χάσει η Βενετιά βελόνι! Το μόνο που θα μου λείψει είναι αυτή η αναζωογονητική επίδραση των φοιτητριών μου και των λίγων φοιτητών μου. Ποιους θα καταπιέζω, ποιους θα φροντίζω, με ποιους θα κανονίζω εκπαιδευτικές εκδρομές και θεατρικές παραστάσεις; Ποιον θα διορθώνω για την κατάχρηση του «απλά», του «μέσα από» και του «κάτω από»;
Τα κορίτσια μου. Όμορφες, νέες, χωρίς τα ιδεολογικά βαρίδια της δικής μου γενιάς, μισο-εργαζόμενες και κακοπληρωμένες σε μπαρ και όπου βρουν, απτόητες, χαρούμενες και διψασμένες για ζωή. Αυτές θα μου λείψουν, γιατί κυρίως αυτό έκανα όσο δούλευα: προσπάθησα να είμαι καλή δασκάλα.
Ανησυχώ εάν θα πουν καλά λόγια στην κηδεία μου οι άθλιες, γιατί όταν… δημοκρατικά ζήτησα από μία, την πιο αγαπημένη από όλες, να είναι καλή μαζί μου στον επικήδειο, μου είπε: «Πέθανε εσύ, και θα σε κανονίσουμε εμείς». Τόσο χάλια, δηλαδή, Χαρούλα μου;
Σαράντα εννέα χρόνια στη Φιλοσοφική, ως προπτυχιακή και μεταπτυχιακή φοιτήτρια και μετά εργαζόμενη, θα αφήσω κυριολεκτικά το δεύτερο σπίτι μου.
Καθώς είμαι και άθεη, δεν πιστεύω ότι θα ζήσουμε κάτι άλλο, κάπου αλλού, ούτε ότι θα συναντηθούμε κάποτε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Όπως και να ’χει, τους κουβαλάμε μέσα μας, τους φέρουμε στη ζωή μας καθημερινά σχεδόν.

Κατά έναν περίεργο τρόπο, ενώ ξέρω (το μόνο που γνωρίσω μετά βεβαιότητας) ότι «όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα», κάθε φορά που χάνω έναν άνθρωπο μένω έκθαμβη –σαν αθώο παιδί– μπροστά στην απώλεια. Δεν καταλαβαίνω ούτε γιατί, ούτε πώς και, κυρίως, δεν καταλαβαίνω το νόημα της φράσης: «Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου». Ποιος είναι ο Κύριος και γιατί έχει αυτά τα παράλογα δικαιώματα; Ας είναι, Κύριε, εάν υπάρχεις, άφησε τους φίλους μου στην ησυχία τους. Έχουμε να κάνουμε πολλά στη σύνταξη.

25.5.18

Όλα στη μαμά…

-->

[ από το χρονολόγιο του Μελέτη Κεχαΐδη στο Facebook ]


γράφει η Σωτηρία Ευθυμίου

Αναγνωστικές οδηγίες: Παρακαλώ να διαβαστεί με χαρτομάντηλα και soundtrack Γκάτσος & Ξαρχάκος, Μάνα μου Ελλάς.
Ευχαριστώ.

Μετά το κάλεσμα στήριξης-διαμαρτυρίας για την επίθεση στον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, αναρωτιέμαι γιατί ήμασταν μόνο τόσοι. Πρόκειται για αδιαφορία; Είχαν όλοι τους δουλειές και δεν μπόρεσαν να έρθουν; Δεν ήρθαν γιατί έβρεχε; Τι γίνεται με τα αντανακλαστικά του δημοκρατικού κόσμου της Θεσσαλονίκης; Ήξεραν ποιον ψήφισαν ή κάτι παρεξήγησαν; Ή μήπως φοβούνται;
Η Ελλάδα είναι η μαμά της Δημοκρατίας. Η μαμά εμένα με τρομάζει. Θέλει να σκοτώσει την κόρη της. Η μαμά είναι ζόμπι, μεταλλαγμένη, λες και κούρνιαζε για χρόνια στον πάτο του Θερμαϊκού και αναδύθηκε σαν κράκεν-πρεζάκι.
Τα σχόλια στο διαδίκτυο, στον δρόμο, στο λεωφορείο, είναι ζοφερά. Τα ξέρουμε, δεν θα τα επαναλάβω. Ποιο είναι το εύρος όμως αυτής της τοποθέτησης; Μάλλον αυτή είναι η δομή της προσωπικότητας της ελληνικής κοινωνίας, και είχα πιθανώς υποτιμήσει τη βαρύτατη παθολογία της χώρας μου. Ο φίλος μου ο Γιώργος μού λέει: «δεν συμφωνώ που δεν έχεις facebook, δεν έχεις καλή επαφή με την πραγματικότητα». Έτσι φαίνεται. Θέλω όμως και κρατάω αποστάσεις από αυτήν την πραγματικότητα που ζει μέσα σε διαστρεβλώσεις, με την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας να φτιάχνει ό,τι περσόνα εξυπηρετεί κάθε φορά, πίσω από τη δήθεν ασφάλεια της οθόνης ενός υπολογιστή. Ένας κόσμος ισοπεδωτικός και πρωτόγονος, μιας μαμάς που δεν αγκαλιάζει, δεν ταΐζει, αλλά υπόσχεται από τον ακρυλικό θρόνο της έναν παράδεισο, όπου τα παιδιά της μπορούν να είναι, να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν. Παιδιά-νάρκισσοι, βουλιμικά, που καταπίνουν, καταπίνουν και ύστερα ξερνάνε. Σε αυτόν τον κόσμο εγώ δεν βρίσκω θέση.


Αυτό που εκπροσωπεί ο Μπουτάρης στο μυαλό μου είναι κίνητρα ζωής. Η ελευθερία και η ευθύνη της αποδοχής, του να στηρίζεις το μέσα σου έξω, της ανοιχτωσιάς της σκέψης στην πράξη, του να δείχνεις κωλοδάχτυλο στον φόβο και να κάνεις το δικό σου. Αυτός είναι ο κόσμος μου. Μάλλον είμαι στον κόσμο μου. Έφαγε ξύλο και ένιωσα σα να μου δέσανε το χέρι στο τραπέζι και να βάλανε τον μπαλτά στο κωλοδάχτυλο. Φόβος παντού, τόσο μεγάλος φόβος, που νέοι δυνατοί άντρες τα κανονίσανε να την πέσουνε όλοι μαζί σε έναν ηλικιωμένο. Πόσο επικίνδυνος τους φαίνεται! Και από την άλλη, χαμένοι στο παραλήρημα της παντοδυναμίας τους, να δέρνουν τον Δήμαρχο της πόλης χύμα, μπροστά στον Λευκό Πύργο και μέρα μεσημέρι.
Αλλά έτσι είναι η μαμά, υπόσχεται:
«Εγώ στα δίνω όλα, κανακάρη μου, αλλά κι εσύ θα μου ανήκεις, θα ρουφάω φρέσκο αίμα και δεν θα πεθάνω ποτέ. Κοίτα, ακόμα σε βυζαίνω, η ρώγα μου έχει σαπίσει, το στήθος μου είναι στεγνό και άδειο, αλλά είμαι πάντα η μαμά. Αυτή η γνωστή, η ένδοξη, με τις παρελάσεις, τους εμφυλίους, τις μακεδονίες, τα τσαρούχια, τους ρουβίκωνες, το αρχαιοελληνικό πνεύμα το αθάνατο, την έντεχνη γκρίνια, τον σκυλάδικο νταλκά, τον «ελληνικό» τούρκικο, τα Πάτερ ημών στο σχολείο. Γιατί είσαι πάντα ένοχος, υπόλογος, πιστός κι αμαρτωλός. Και θα μου φέρνεις αιματάκι νόστιμο, ειδικά αυτό της αδελφούλας σου. Τα θέλει και τα παθαίνει η τσούλα, που μας το παίζει και κοσμοπολίτισσα.»
Ας πρόσεχες, Δήμαρχε. Παραείσαι ελεύθερος, παραείσαι έξυπνος και έχεις πολλές απαιτήσεις. Άκου ανοιχτή πόλη η «συμπρωτεύουσα»… Όλα στη μαμά…

24.5.18

Ο έρωτας στα γηρατειά




γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

[ πρώτη δημοσίευση: Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 7.7.2002 ]


Ο Φίλιπ Ροθ αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς ζώντες* Αμερικανούς συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1933 σε μία μικροαστική εβραϊκή οικογένεια, στη βιομηχανική πόλη Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, απέναντι από τη Νέα Υόρκη. Άρχισε να γράφει στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Πρόκειται για συγγραφέα ειρωνικό, σαρκαστικό, με έναν πολύ δικό του τρόπο, μελαγχολικό, και ταυτόχρονα με διεισδυτικό, κριτικό βλέμμα στα ήθη και στη ζωή της μεταπολεμικής Αμερικής. Συχνά τα βιβλία του προκαλούν αντιδράσεις, που φτάνουν μέχρι το σκάνδαλο. Λόγου χάρη, αυτό συνέβη με το πρώτο του μυθιστόρημα, Αντίο Κολόμπους (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις), αλλά και με το περίφημο Η νόσος του Πορτνόυ (Εκδόσεις Γράμματα), για το οποίο μάλιστα ένα τμήμα της εβραϊκής κοινότητας τον αποκάλεσε «Εβραίο αντισημίτη».

O Ροθ είναι επίσης ιδιαίτερα παραγωγικός. Τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά του Αμερικανικό ειδύλλιο (1997), Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998), και Η ανθρώπινη κηλίδα (2000) κέρδισαν αντιστοίχως τις διακρίσεις Ambassador Book Award, Pulitzer Prize και PEN/Faulkner Award.

Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Το ζώο που ξεψυχά (The Dying Animal, 2001), αποτελεί τρόπον τινά το επίμετρο της τριλογίας που συνιστούσαν τα τρία προαναφερθέντα βιβλία του. Η τριλογία αυτή φωτίζει το ιδεολογικό τοπίο της Αμερικής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τείνει να αποδείξει πως ο αντικομμουνισμός, ο ψυχρός πόλεμος, το κίνημα των χίππυ’ς και πιο πρόσφατα η πολιτική ορθότητα συνδέονται ως ιδεολογίες. Στο Ζώο που ξεψυχά, ο Ροθ φιλοδοξεί να αναδείξει την επίδρασή τους στα σεξουαλικά ήθη του αμερικάνικου έθνους.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι συμπυκνωμένος Ροθ. Όπως το μυθιστόρημα του Ντον Ντελίλο Χρόνοι του σώματος είναι ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο 124 σελίδων ανάμεσα στα κατά τα άλλα εκτενή πεζογραφήματά του, έτσι και Το ζώο που ξεψυχά είναι μία γοργή καταβύθιση στο μυαλό του Ροθ. Οι δαιδαλώδεις εσωτερικοί μονόλογοί του, το ταλέντο του να υποτάσσει το κάθε τι σε λογοτεχνικούς όρους, η τάση του για διεξοδικές περιγραφές, η "χρέωση" κάθε άποψης στον αναγνώστη, συγκροτούν μία ομοβροντία που καθηλώνει.

Αφηγητής όμως εδώ δεν είναι ο Νέιθαν Ζάκερμαν, το προσφιλές άλτερ έγκο του Ροθ, αλλά ο Ντέιβιντ Κέπες, καθηγητής σε κολλέγιο της Νέας Υόρκης, και ταυτόχρονα διάσημος θεατρικός κριτικός με εκπομπή στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Παρά την ηλικία του (περασμένα τα 60), ο Κέπες είναι ιδιαίτερα δραστήριος ερωτικά, εξ ου και συνάπτει σχέση θερμή και παθιασμένη με μία μόλις 24χρονη φοιτήτριά του, ονόματι Κονσουέλα Καστίγιο, κόρη πλούσιων Κουβανών αυτοεξόριστων, η οποία καταφέρνει να αναστατώσει την ερωτική του ζωή. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαν ομολογία-μονόλογος με άγνωστο αποδέκτη, και περιστρέφεται ακριβώς γύρω από την ακμή και την παρακμή αυτής της σχέσης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Κέπες: ένα αρσενικό αρπακτικό, που θήτευσε επί δεκαετίες (αφού χώρισε με τη γυναίκα του, το 1960) στο ελεύθερο σεξ και τώρα αντιλαμβάνεται ότι η συνθήκη του αρπακτικού είναι, μοιραία, η μοναξιά.

Στο επίκεντρο του τολμηρού αυτού βιβλίου βρίσκεται μία μάλλον βίαιη σκηνή στοματικού έρωτα, όπου η Κονσουέλα, αφού ικανοποιήσει τον Κέπες, τον δαγκώνει, δείχνοντάς του τα όρια της υπομονής της αλλά και την οικονομία της ανταλλαγής που τους έχει ρουφήξει και τους δύο τους μέσα της. Η σκηνή αυτή, που ίσως προκαλεί αμηχανία ή και ενόχληση στον αναγνώστη, λειτουργεί ρυθμιστικά για το υπόλοιπο του βιβλίου, που είναι η αφήγηση του ανεξέλεγκτου πάθους του Κέπες για τη νεαρή μαθήτρια του.

Ο Ροθ καταφέρνει να εντάξει κάθε σκηνή αλλά και κάθε περιγραφή χαρακτήρα που παίρνει μέρος στην πλοκή του Ζώου που ξεψυχά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ανδρικής σεξουαλικότητας, που είναι το βαθύτερο θέμα του μυθιστορήματος.

Η κοινωνία μας φαίνεται να πιστεύει ότι η σαρκική επιθυμία από μια ηλικία και έπειτα συνιστά ένα είδος απρέπειας, παραβλέποντας την αλήθεια: η επιθυμία εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη κι όταν το σώμα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί. Αλλά η σαρκική επιθυμία που είναι παρούσα στα περισσότερα από τα έργα του του Ροθ θεωρήθηκε από πολλούς απρεπής πολύ πριν ο Ροθ πατήσει τα εβδομήντα — όση είναι περίπου και η ηλικία του Κέπες.


Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ και η Πενέλοπε Κρους στην «Ελεγεία του έρωτα» τανία της Ιζαμπέλ Κοϊξέτ 
βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το ζώο που ξεψυχά»

Το ζώο που ξεψυχά δεν είναι ακριβώς ένα "ευχάριστο" κείμενο• και δεν μπορεί εύκολο να κατηγορήσει κανείς τις γυναίκες που τυχόν θα θεωρήσουν ότι ότι τις προσβάλλει. Παρά ταύτα, στους χαρακτηρισμούς "άσχημο" ή "προσβλητικό" μπορεί κανείς να αντιτάξει τον χαρακτηρισμό: αληθινό. Γιατί, όπως ακριβώς και στην τριλογία του που προαναφέρθηκε, έτσι και εδώ, ο Ροθ προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που η κοινωνία θεωρεί αποδεκτό και σε αυτό που είναι αληθινό. Για τον ήρωα του Ροθ, το σεξ είναι ο πιο αληθινός δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Τη φάση που εκείνος προετοιμάζεται να "αποπλανήσει" την Κονσουέλα, όταν συζητά μαζί της για τη ζωή της αλλά και για τη λογοτεχνία και για τη ζωγραφική, ο Κέπες την αποκαλεί κωμωδία κατά την οποία δημιουργούμε έναν σύνδεσμο άλλον από εκείνον (ούτε καν μπορεί να συγκριθεί) που δημιουργείται φυσικά   και    γνήσια από τον πόθο. Συζητά μαζί της για τον Κάφκα και τον Βελάσκεθ και διερωτάται: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα βυζιά της και με το δέρμα της και με το παράστημά της; Η γαλλική τέχνη του φλερτ δεν μου προξενεί το παραμικρό ενδιαφέρον. Μόνον ο ζωώδης πόθος.

Όπως κάθε σπουδαίο κείμενο που ασχολείται με το σέξ —τα κείμενα του Χένρυ Μίλλερ αποτελούν λαμπρές εξαιρέσεις —, Το ζώο που ξεψυχά είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Ο Κέπες νιώθει πια την ανάγκη για συντροφικότητα που τόσα χρόνια είχε καταπολεμήσει, όπως νιώθει και σκλάβος της ερωτικής του επιθυμίας. Κι όσο πιο πολύ του παραδίνεται η Κονσουέλα τόσο μεγαλώνει μέσα του ο φόβος ότι θα τη χάσει. Ετσι, Το ζώο που ξεψυχά γίνεται μία διακήρυξη του τι είναι δυνατόν να συμβεί ανάμεσα σε δύο αμοιβαία αποκλειστικές επιθυμίες. 

Μερικά χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Πικάσο παρουσίασε στην Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου μία σειρά έργων του με θέμα τον καλλιτέχνη και το μοντέλο του. Εκεί ο μεγάλος ζωγράφος συνέδεε τη φθίνουσα σεξουαλική δύναμη του δημιουργού με την παρακμή των καλλιτεχνικών του δυνάμεων. Στο Ζώο που ξεψυχά, ο καλλιτέχνης και το μοντέλο, η αισθησιακή θεότητα και ο θερμός της λάτρης, συναντιούνται σε ένα γήπεδο, και η αναμέτρησή τους προκαλεί θλίψη και συγκίνηση ταυτόχρονα. Και ο Ροθ, όμοια με τον Πικάσο, φαίνεται να συνδέει τη δύναμη της τέχνης με τη σεξουαλική ορμή: και τα δύο είναι τρόποι αντιμετώπισης του θανάτου.

Κείμενο παθιασμένης αμεσότητας αλλά και καίριας διερεύνησης της δέσμευσης και της ελευθερίας, Το ζώο που ξεψυχά είναι διανοητικά τολμηρό, πειστικά ειλικρινές, και εξαιρετικά σύγχρονο: μία ιστορία σεξουαλικής ανακάλυψης που την αφηγείται ένας 70χρονος για τον εαυτό του· μία ιστορία για τη δύναμη του έρωτα και για την πραγματικότητα του θανάτου.

* Ο Ροθ πέθανε στις 22 Μαΐου 2018 στη Νέα Υόρκη.




Φίλιπ Ροθ
Το ζώο που ξεψυχά
Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς
Αθήνα
Εκδόσεις Πόλις 2002
149 σελ.