31.1.16

Αρχοντούλα Διαβάτη: Ταξιδεύοντας με το ΚΤΕΛ



«Αχ να ’ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου/ σαν λές όλα θα γίνουνε…» ή ―αλλαγή κλίματος― «με στεναχωρείς και καπνίζω και πίνω..», στο ραδιόφωνο του λεωφορείου χαζές πονεμένες ιστορίες «καμιά δεν θα ’ναι σαν εμένα..», ευτυχώς διηγημένες σε χαμηλή ένταση, υπογραμμίζοντας αναπάντεχα την ήσυχη χλιαρή ατμόσφαιρα του λεωφορείου που τρέχει μέσα στην παγωμένη λιακάδα του Ιανουαρίου ήσυχα, τακτικά, καταπίνοντας τα χιλιόμετρα και κάνοντας την πρέπουσα παράκαμψη μπροστά στα μπλόκα των τρακτέρ. 

Οι επιβάτες όλοι ανασκουμπωμένοι μπροστά στη χρωματιστή οθόνη του κινητού τους, τα μάτια στον άρτον τον επιούσιον των μηνυμάτων τους ή στις μουσικές τους ―απουσιάζουν, μην ενοχλείτε. Χασμουρητά ενίοτε και επίκληση αγίων γενικώς και ονομαστικά, αποδοχή κλήσεων με στεντόρεια φωνή και πάντα ο ήλιος έξω από το παράθυρο, τα βουνά, τα ποτάμια, οι γέφυρες, να κι ο ελεγκτής ―μα πού το βάλατε το εισιτήριο και δεν το βρίσκετε― και τραγούδια πάλι… σε χαμηλή ένταση.

Δύο βιβλία στο κομοδίνο [;] του Κώστα Τσαούση



Όταν ο Στεφάνου συνάντησε τον Σεμπρούν

Ο ασπρομάλλης που είχε καταλάβει μια από τις πιο κοντινές θέσεις προς εκείνη του πρωθυπουργού δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τους υπουργούς που έφθασαν πρώτοι στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου. Μέσα σε λίγα λεπτά, ένα σούσουρο πήρε και σηκώθηκε στην αίθουσα και πέρασε γρήγορα στους διαδρόμους της Βουλής μέχρι το γραφείο του Πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του. Κινητοποιήθηκε το σύμπαν ― αστυνομικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες έτρεχαν χωρίς να έχουν καταλάβει το γιατί κλήθηκαν να λύσουν το μυστήριο της αναπάντεχης παρουσίας ενός ευγενικού ασπρομάλλη με γυαλιά και ένα παλαιομοδίτικο καρό κασκόλ ριγμένο πάνω σε ένα μάλλινο πουλόβερ, σχεδόν χωμένος στα χαρτιά του, σαν να κάτι να βιαζόταν να τελειώσει…

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κοντοστάθηκε στην πόρτα της αίθουσας και παρατηρούσε τον γέροντα. Έστειλε να καλέσουν τον γηραιότερο από τους συνεργάτες του, μήπως και εκείνος έδινε τέλος στον παράξενο επισκέπτη, ο οποίος συνέχιζε απτόητος τη δουλειά του πάνω στα χειρόγραφα που είχε αραδιάσει στο μεγάλο τραπέζι των συνεδριάσεων. Όταν ο γηραιότερος των συνεργατών του πρωθυπουργού έφθασε στην αίθουσα, οι εκδοχές για την ταυτότητα του παράξενου επισκέπτη που είχε στρογγυλοκαθήσει στις υπουργικές καρέκλες έπαιρναν και έδιναν, αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει μια πλήρη και πειστική απάντηση στο ποιος και το γιατί! «Ρε λες να είναι ο Στέφανος;» ακούστηκε από το βάθος, όπου ο γηραιότερος είχε φτιάξει πηγαδάκι με τους πενηντάρηδες της τελευταίας φουρνιάς των «Ρηγάδων».

Οι  «Ρηγάδες» ―δύο υπουργοί και ένα υφυπουργός όλοι και όλοι― είχαν ακουστά για τον Στέφανο της ΕΠΟΝ, της ηγεσίας των «Λαμπράκηδων» αλλά και  του «Χάους» στο  Παρθένι της Λέρου, που κρατήθηκε μακριά από τις δυο μερίδες που προέκυψαν από την διάσπαση του  ενιαίου ΚΚΕ το ΄68. Οι ίδιοι δεν είχαν προλάβει και τα δύο διαλείμματα νέας ένταξης, σχεδόν στράτευσης, του Στέφανου στην ανανεωτική Αριστερά, με βασικό πυρήνα το ΚΚΕ Εσωτερικού ― την μια, την περίοδο της βραχύβιας «Συμμαχίας» ,ήταν γυμνασιόπαιδα· στην δεύτερη, την περίοδο της εκκίνησης της «Ελληνική Αριστεράς», προτίμησαν να παρακολουθήσουν τα τεκταινόμενα από την απέναντι πλευρά, εκείνη των «Μπανιάδων».

Ήταν όμως τελικά ο Στέφανος; Ο συγκεκριμένος Στέφανος; Αλλά ποιος θα μπορούσε να δώσει μια ασφαλή απάντηση στο ερώτημα ― αν υπάρχει ερώτημα για ένα συμβάν που δεν θα γραφτεί ποτέ στα πρακτικά…
Με κάθε δυνατή αυθαιρεσία δίνω τον λόγο  στον Χόρχε Σεμπρούν: «Η ομάδα αυτή με ενδιέφερε πολύ, λόγω της νεότητάς της. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εντύπωση από την πρώτη μέρα που συνεδρίασε το υπουργικό συμβούλιο, μια Παρασκευή: μπήκα στην αίθουσα και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο γηραιότερος. Όλοι οι υπουργοί ήταν τριάντα οκτώ, σαράντα, βία σαράντα πέντε ετών ο μεγαλύτερος, ενώ εγώ ήμουν εξήντα πατημένα… Εγώ, που, σχεδόν όλη μου τη ζωή, ήμουν από τους νεότερους στο δίκτυο της Αντίστασης κι έπειτα στο πολιτικό γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας…».

Ο Σεμπρούν βεβαίως δεν πρόλαβε να δει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό. Έφυγε νωρίτερα από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ―και μόνο για λόγους ιστορικής ακρίβειας―ότι αναφέρεται  στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ, την κυβέρνηση των σοσιαλιστών του PSOE, όπου ο Σεμπρούν αναλαμβάνει το υπουργείο Πολιτισμού το 1988 και παραμένει σε αυτό μέχρι το 1991. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Η Ισπανία του τέλους της δεκαετίας του ΄80, λίγα χρόνια μετά την είσοδό της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και των αρχών του ΄90 (με κορυφαίο γεγονός την πτώση του Τείχους του Βερολίνου) δεν έχει και ―δεν θα μπορούσε να έχει― καμιά σχέση με την Ελλάδα του 2016.  Αν και η Ισπανία δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από το τσουνάμι της γενικευμένης κρίσης που σαρώνει στο πέρασμα του τις βεβαιότητες αλλά και τις προσδοκίες γενεών…

Αλλά, ας σταθούμε για λίγο στα δεδομένα. Είτε συνέβη είτε δεν συνέβη το «σκηνικό» της αρχής του κειμένου, ο Στέφανος είναι ο Στέφανος Στεφάνου, ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, όπως αναφέρει και ο τίτλος του βιβλίου που βρέθηκε στο ανύπαρκτο κομοδίνο μου: Στέφανος Στεφάνου, Ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς, 1941-1971. Καταγραφή και Σχόλια: Χριστίνα Αλεξοπούλου. Εκδόσεις Θεμέλιο. Αθήνα 2013.


Ο Στέφανος Στεφάνου έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, όπως έγραφαν παλιά οι εφημερίδες, ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 2016.  Από τα πολλά δημοσιεύματα κράτησα ένα σημείωμα της Ολγας Σελλά στην εφημερίδα Η Καθημερινή (www.kathimerini.gr 1-1-2016):  Οι άνθρωποι του βιβλίου, αλλά και οι άνθρωποι των εφημερίδων, τον γνώριζαν πολύ καλά, είχαν μάθει πολλά κοντά του εδώ και σαράντα χρόνια. Ο Στέφανος Στεφάνου, ο «πατριάρχης» των διορθωτών και των επιμελητών, έφυγε από τη ζωή ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ήσυχα, στο σπίτι του, στα 90 του χρόνια, από ανακοπή.
Γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου το 1926. Από τα χέρια του πέρασαν τα δοκίμια πολλών βιβλίων, επιστημονικών και λογοτεχνικών, μύρισε το αντιμόνιο των παλιών τυπογραφείων για χρόνια, δίδαξε πολλούς νεότερους ―μέχρι το τέλος του―, υπερασπίστηκε με πάθος τη δημοτική· αγάπησε τα όνειρα και τις ιδέες της Αριστεράς όταν δεν ήταν πολυτέλεια να είναι κανείς αριστερός και έζησε όλες τις περιπετειώδεις διαδρομές της· μετείχε, συμμετείχε, αναζητούσε πάντα· αγάπησε με πάθος τη ζωή, τους ανθρώπους και τα έργα των ανθρώπων, την επικοινωνία, τις συνομιλίες, την ορθή σκέψη, τον γραπτό λόγο, τον Λόγο.
Δύο χρόνια πριν, από τις εκδόσεις «Θεμέλιο», κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που ήταν αποκλειστικά δικό του: Ενας απ' τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς. Στις σελίδες του δεν καταγράφεται μόνο η προσωπική του διαδρομή. Καταγράφεται ο τρόπος που ήξερε πολύ καλά να θυμάται και να αποτιμά τα πράγματα ο Στέφανος Στεφάνου, ο τρόπος που παρατηρούσε τις στιγμές και τους ανθρώπους, οι όψεις μιας άλλης Ελλάδας, το ήθος του.
Η κηδεία του Στέφανου Στεφάνου θα γίνει τη Δευτέρα, 4 Ιανουαρίου στις 12.45 το μεσημέρι, από το Νεκροταφείο Ζωγράφου».

Αλλά ποιος ήταν ο Στέφανος, ο  «ένας από τους πολλούς, αλλά και ένας και μοναδικός», όπως επισημαίνει η Χριστίνα Αλεξοπούλου, που άκουσε από πρώτο χέρι τη μαρτυρία του;  Ήταν ένας πολύ ξεχωριστός αγωνιστής και ―αυτοδίδακτος και σπουδαίος μαζί― λόγιος της Αριστεράς, αυτός ο ένας και μοναδικός, ο δικός μας Στέφανος: η πολιτική του ορθοκρισία, η ευκρίνεια και ευρύτητα της σκέψης του, το αφηγηματικό ταλέντο, η ζωτικότητα και η αγάπη του για τους άλλους, ιδίως τους νέους, τον έκαναν να ξεχωρίζει, γράφει ο Στρατής Μπουρνάζος στην εφημερίδα Η Αυγή στις 10 Ιανουαρίου 2016. Στην ίδια έκδοση φιλοξενείται ως κείμενο ο επικήδειος που εκφωνεί ο Γεράσιμος Νοταράς (διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας) στη κηδεία του Στεφάνου: Εντάχθηκες στην ΟΚΝΕ και στην ΕΠΟΝ, και ακολούθησαν τα χρόνια της φυλακής και της εξορίας. Με το τέλος των εμφυλιοπολεμικών διώξεων, στις αρχές της δεκαετίας του '60, ελεύθερος πια, θα σου δοθεί η ευκαιρία να βάλεις σε πράξη τα μεγάλα πολιτικά σου ταλέντα και τις χωρίς όρια δεξιότητές σου να συνομιλείς, να κατανοείς και να συμπορεύεσαι με τους νέους.
Θα κολυμπήσεις κυριολεκτικά στο ανερχόμενο αριστερό λαϊκό κίνημα της εποχής και θα στρατευτείς, όπως πάντα, με όλες σου τις δυνάμεις στην ανάπτυξή του. Μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, θα δουλέψεις για τη νεολαία του κόμματος και στη συνέχεια για τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ιδιαίτερα στη Β. Ελλάδα. Η πρώτη αυτή «πολιτική άνοιξη», μετά το 1936 και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά, θα διακοπεί βίαια το 1967 από το χουντικό πραξικόπημα και θα ξεκινήσουν για σένα νέες διώξεις: Γυάρος, Λέρος, ενώ την ίδια περίοδο θα χρειαστεί να συγκρουστείς με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, πράγμα που θα αποτελέσει για σένα καθοριστικό σημείο καμπής για την κομματική σου ένταξη.
Με τη μεταπολίτευση, ανένταχτος πλέον της Αριστεράς, ξεκινάς μία πορεία αναζητήσεων, μέσα από τις οποίες θα διασταυρωθούν για πρώτη φορά και οι δρόμοι μας. Οι 400, οι 75, αργότερα η Συμμαχία, στη συνέχεια η προσπάθεια συσπείρωσης των ανένταχτων… Μια διαδικασία που πιστεύω ότι, αν όχι στο πρακτικό επίπεδο, τουλάχιστον στο ιδεολογικοπολιτικό, σταμάτησε μόνο προχτές. Είχες πάντως την ικανοποίηση, τον τελευταίο χρόνο της ζωής σου, να ζήσεις το  “πρώτη φορά Αριστερά”, που όλοι ελπίζουν ότι αποτελεί ένα πρώτο σημάδι ότι οι αγώνες δεν πάνε τελικά ποτέ χαμένοι.
Μέχρι προχτές επίσης δεν σταμάτησες με τα βιβλία σου, με τα γραπτά σου, με τις δημόσιες τοποθετήσεις σου, με τις καθημερινές συζητήσεις και συναναστροφές σου, να προωθείς την ιδέα μιας Αριστεράς απαλλαγμένης από τον μικροκομματισμό, τις νομενκλατούρες και τον συγκεντρωτισμό. Μιας Αριστεράς δημοκρατικής, συμμετοχικής, που προωθεί τον σοσιαλισμό χωρίς επίθετα.


Ας προχωρήσουμε όμως στη συσχέτιση των καταστάσεων, στη σύμπτωση των διαδρομών, στη συνάντηση των προσώπων… Μετά τον θάνατο του Χόρχε Σεμπρούν κυκλοφορεί στο Παρίσι το βιβλίο Πατρίδα μου είναι ο λόγος, με υλικό από τις συζητήσεις του Φρανκ Απρεντερίς. Από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης [Χόρχε Σεμπρούν. Πατρίδα μου είναι ο λόγος: Συζητήσεις με τον Φρανκ Απρεντερίς. Μετάφραση: Ευγενία Γραμματικοπούλου, Εξάντας 2013] δανείζομαι το παρακάτω κείμενο: Το καλοκαίρι του 2010 ο Χόρχε Σεμπρούν δίνει μια σειρά συνεντεύξεις στον Φρανκ Απρεντερίς, φίλο του εδώ και πολλά χρόνια, πάνω στις οποίες βασίστηκε κυρίως το τηλεοπτικό του πορτρέτο, στην εκπομπή "Αποτυπώματα" της γαλλικής τηλεόρασης. Οι συζητήσεις αυτές, που αποτελούν και το υλικό του ανά χείρας βιβλίου, αποδεικνύουν ότι οι απόψεις του σπουδαίου αυτού διανοητή για την ελευθερία, τη στράτευση, το ευρωπαϊκό ιδεώδες, μας αφορούν σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Με τρόπο εξομολογητικό και συνάμα σεμνό, ο Χόρχε Σεμπρούν επανέρχεται στο σύνολο του έργου του ―τόσο του λογοτεχνικού όσο και του κινηματογραφικού―, καθώς και στην πολιτική του διαδρομή: εκτοπισμένος ως αντιστασιακός κομμουνιστής στο Μπούχενβαλντ, στη συνέχεια παράνομος αγωνιστής κατά του φρανκικού καθεστώτος και, τέλος, υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ. Μάρτυρας και πρωταγωνιστής των ιστορικών ανατροπών του 20ού αιώνα, μιλάει καθαρά και απερίφραστα: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ' ό,τι αν είχα ζήσει χίλια χρόνια».

Ο τίτλος Πατρίδα μου είναι ο λόγος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράζει και τον Στέφανο Στεφάνου. Ο Σεμπρούν, γεννημένος το 1923, βιώνει από την εφηβική του ηλικία την εξορία (είναι μαθητής Λυκείου στο Παρίσι όταν πέφτει η Μαδρίτη στα χέρια του Φράνκο), συμμετέχει στην Αντίσταση, συλλαμβάνεται, μεταφέρεται σε στρατόπεδο εξόντωσης αλλά περνά ξώφαλτσα από τον θάνατο (η μακάβρια θητεία του στο Μπούχενβαλντ). Το 1953 πραγματοποιεί  το  πρώτο παράνομο ταξίδι του στην Ισπανία ως στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας (ΚΚΙ), φθάνει στα ανώτατα αξιώματα του κομματικού οργανισμού και το 1964 ( το καλοκαίρι του 1964) διαγράφεται μαζί με τον σύντροφο του Φερνάντο Κλαουδίν ―μέλη και οι δύο της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΚΚΙ― για «δεξιά παρέκκλιση».  Για την ακρίβεια, δεν διαγράφεται ο  Χόρχε Σεμπρούν αλλά ο  Φεδερίκο Σάντσεθ. [Χόρχε Σεμπρούν. Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ. Μετάφραση: Μανώλης Παπαδολαμπάκης. Εξάντας 1987].

Δεν είναι λίγα εκείνα που συνδέουν ή και ενώνουν τον Στεφάνου και τον Σεμπρούν, και που θα επέτρεπαν ή και θα δικαιολογούσαν μια συνάντηση τους.  Ας αρχίσουμε από τις κοντινές ηλικίες ― ο Σεμπρούν γεννιέται το 1923 και ο Στεφάνου το 1926, ας πάμε στη συμμετοχή αλλά και τη στράτευσή τους στο κομμουνιστικό κίνημα, την οποία και πληρώνουν στο πετσί τους. Αλλά τη στράτευση την ακολουθεί η διαφωνία, η ρήξη, η «έξοδος» αλλά και μια βαθιά ουμανιστική θεώρηση των πραγμάτων στη βάση του αποθέματος των εμπειριών. Δεν αλλάζουν, δεν «προδίνουν»,  διεκδικούν μέχρι τέλους το μερίδιο της κληρονομιάς που τους αναλογεί από το κίνημα της μεγάλης ουτοπίας του 20ού αιώνα. Επιπλέον, έχουν τον δικό τους τροφοδότη ελπίδας και ζωής ― τον κόσμο του βιβλίου. Τον ίδιο τον Λόγο. Ο ένας συγγραφέας, ο άλλος διορθωτής και επιμελητής.

Εκείνο όμως που περισσότερο τους ενώνει είναι, πέρα από το ακριβό απόθεμα των αναμνήσεών τους, η ζεστή ματιά τους για τους ανθρώπους ― τους συντρόφους, τους αγαπημένους της ζωής, τους απλούς αγωνιστές, τους γείτονες, τα νέα παιδιά. Αυτή η ζεστή ματιά που φτιάχνει την Ιστορία μέσα από τις χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες μικρές ιστορίες ανθρώπων· ανθρώπων με τα μικρά τους ονόματα σαν μνημόσυνα για το παρόν και παρακαταθήκες για το μέλλον. Ο Μανόλο και η Μαρία Αθαούστρε, για παράδειγμα, οι φύλακες άγγελοι του παράνομου σπιτιού της Κονθεπθιόν Μπααμόντε αριθμός 5, το ζευγάρι που φρόντιζε τον Ραφαέλ ― έτσι όπως γνώριζαν ότι λεγόταν το υψηλόβαθμο στέλεχος που δεν ήταν άλλος από τον Φεδερίκο Σάντσεθ, δηλαδή τον Χόρχε Σεμπρούν της παρανομίας.  Ο Σεμπρούν και ο Στεφάνου μιλούν για εκείνους μέσα από τους άλλους, μαζί με τους άλλους. Δεν είναι ποτέ μόνοι, είναι μέσα στους άλλους, μαζί με τους άλλους. Και αυτό γιατί η Ιστορία είναι οι άνθρωποι. Ο Ελή και η Σάρα, οι συμμαθητές στο Σουφλί που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και ο Οδυσσέας που εκτελείται με μια σφαίρα στο κεφάλι από τους συντρόφους του αλλά και ο Αρης που πήγε άκλαφτος με την κατηγορία του προδότη…

Τελικά, ήταν ο Στέφανος Στεφάνου αυτός που πήγε απρόσκλητος στο υπουργικό συμβούλιο. Έχει σημασία η απάντηση; Μπορεί να μην υπάρχει καν ερώτημα; Άλλωστε, όλα αυτές οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις έχουν να κάνουν με τη μνημονική έκφραση της Αριστεράς ― στο σύνολο της, εδώ και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με τις διακριτικές συγγένειες. Δίχως άλλο, η μνημονική έκφραση ψάχνει πάντα τις συμπτώσεις, τις συσχετίσεις, τις συναντήσεις…


  

30.1.16

Ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη του Διονύση Μαρίνου



Ρέιμοντ Κάρβερ: Διηγήματα. Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης, Μεταίχμιο 2015


Το 2004, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη για επαγγελματικό ταξίδι. Το ξενοδοχείο όπου έμενα, ένα ξεπεσμένο θεριό κοντά στην 5η λεωφόρο, ήταν κλασικό εκτροφείο τυχοκυνηγών. Κάθε πρωί, με άνοστο καφέ, ξεραμένες ομελέτες και μπέικον κάρβουνο, έβλεπα να διαβαίνουν από μπροστά μου άνδρες με κολλαριστά πουκάμισα και φαρδιά σακάκια. Κρατούσαν φακέλους δερμάτινους, τσάντες επαγγελματικές, σακίδια φορτωμένα. Στη μια άκρη της αίθουσας, εκεί που καθόμουν για το πρωινό, δύο τραπέζια παραπέρα, έβλεπα επί τρεις ημέρες έναν μοναχικό άνδρα να πίνει σκέτο καφέ και να διαβάζει μανιωδώς ένα ισχνό βιβλίο. Ήταν ψηλός, βαρύς και καμπουριαστός. Τίποτα το ηρωικό δεν είχε η αύρα του. Την τέταρτη ημέρα πέρασα από μπροστά του και είδα ότι διάβαζε Ρέιμοντ Κάρβερ• τους Αρχάριους. Μόλις τον είχα μάθει κι εγώ από κάποιες πρώτες μεταφράσεις της Απόπειρας. Το πήρα πάνω μου και τον ρώτησα αν του άρεσε. Άφησε κάτω το βιβλίο, έγειρε στο πλάι και, στραβώνοντας το στόμα, μού είπε: «Δύσκολος, φίλε, δύσκολος». Του είπα ότι έγραφε απλά και μου απάντησε «δύσκολος γιατί μιλάει για τη ζωή μου». Την επόμενη ημέρα έφυγε. Θα πήγαινε μεσοδυτικά. Ήταν πλασιέ· πουλούσε βιταμίνες σε γυμναστήρια. 


Διαβάζοντας τώρα τη συγκεντρωτική συλλογή των διηγημάτων του Κάρβερ καταλαβαίνω τι μου έλεγε. Ο Κάρβερ είναι απλός, δεν κομπάζει με τις λέξεις, δεν ανεβαίνει στο ρινγκ να ρίξει χοντρές μπουνιές. Γι’ αυτό και ο Κάρβερ είναι δύσκολος. Από χαμηλή σκοπιά γράφει ό,τι βλέπει. Το μάτι του δεν πηγαίνει μακριά, μένει στα μικρά πράγματα της ζωής. Αν υπάρχει κι αυτή. Όπου υπάρχει κι αυτή. 

Ο πλασιέ μού άφησε την κάρτα του. Έχουν περάσει δέκα και κάτι χρόνια και δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε μια λέξη. Θέλω να φαντάζομαι πως ακόμη διαβάζει κάτι λίγο από Κάρβερ. Όταν τον πιάνουν οι κλειστές του και οι πωλήσεις δεν πάνε καλά και το ουίσκι στέκεται στον φάρυγγά του. Εγώ αυτό κάνω. Κι ας μην πουλάω βιταμίνες.

29.1.16

Ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη του Κωνσταντίνου Τέλιου


Varlaam Shalamov, Οι βιβλιοθήκες μου 
Μετάφραση από τα ρωσικά: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Αθήνα, Άγρα 2014, 80 σελ.


Ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ (1907–1982) ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν υπό παρακολούθηση μια ολόκληρη ζωή, όταν βέβαια δεν ήταν στη φυλακή. Το βασικό του αδίκημα ήταν ότι συμμετείχε σε δράσεις ενάντια στην εξουσία εκείνης της εποχής, που ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο, την πολιτική και το έργο του Στάλιν. Για τον λόγο αυτό πέρασε στην φυλακή το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, από τα 21 του μέχρι τα 50.  Είναι γνωστός για το επικών διαστάσεων έργο του Ιστορίες από την Κολυμά, όπου περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων του σοβιετικού γκουλάγκ.

«Μάθαμε την υποταγή, ξεμάθαμε να εκπλησσόμαστε. Δεν είχαμε περηφάνια, φιλαυτία, εγωισμό, ενώ η ζήλεια και το πάθος μάς φαίνονταν εξωγήινες έννοιες, κι επιπλέον ανόητες. Ήταν πολύ πιο σημαντικό να εκπαιδευτείς να κουμπώνεις το παντελόνι σου το χειμώνα, στην παγωνιά ― ενήλικες άντρες έκλαιγαν που καμιά φορά δεν το κατάφερναν. Καταλαβαίναμε ότι ο θάνατος δεν ήταν διόλου χειρότερος από τη ζωή, και δεν φοβόμαστε ούτε τον έναν ούτε την άλλη.» (Ιστορίες από την Κολυμά, σελ. 78)

«Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας σχεδόν αγίους, σκεφτόμενοι ότι τόσα χρόνια στα στρατόπεδα εξαγοράσαμε όλες τις αμαρτίες μας. Μάθαμε να καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους να προβλέπουμε τις ενέργειές τους, να τις μαντεύουμε. Καταλάβαμε ―κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό― ότι η γνώση που έχουμε για τους ανθρώπους δεν μας προσφέρει κανένα όφελος στη ζωή.» (Ιστορίες από την Κολυμά, σελ. 79)

 Ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ δεν πρόλαβε να ζήσει τίποτε, δεν μπόρεσε να πράξει παρά ελάχιστα, προς μεγάλη ικανοποίηση των διωκτών του. Συνελήφθη για πρώτη φορά το 1929 και πήγε στη φυλακή του Βισέρα, υποκατάστημα στρατοπέδου Σολόβκι. Το 1931, ελεύθερος, επέστρεψε στη Μόσχα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, έγραψε και δημοσίευσε αφηγήματα. Η ελευθερία του όμως δεν κράτησε πολύ, αφού τον συνέλαβαν και πάλι το 1937 «για την αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση του». Οι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν σε διατεταγμένη και έμμισθη υπηρεσία υπέρ του καθεστώτος, όπως γίνεται συχνά, καταφέρθηκαν εναντίον του με κάθε τρόπο· συκοφαντήθηκε και ενοχοποιήθηκε πλήρως. Καταδικάστηκε εκ νέου σε 17 χρόνια φυλάκιση. Κατέληξε αργότερα σε καταναγκαστικά έργα στα χρυσωρυχεία της Κολυμά. Έπεσε βαριά άρρωστος και οδηγήθηκε στο Νοσοκομείο Κρατουμένων. Εκεί, αφού εκπαιδεύτηκε ως βοηθός γιατρού, εργάστηκε επί μακρόν στην υποδοχή των κρατουμένων, που για διάφορους και φοβερούς συνήθως λόγους νοσούσαν. Ελάχιστοι έφευγαν ζωντανοί από εκεί. Ελευθερώθηκε θεωρητικά το 1951, αλλά έμεινε περιορισμένος μέχρι το 1956 στον βορρά. Το 1956 επέστρεψε για να ζήσει στη Μόσχα.

Όμως τα βάσανά του, φαίνεται δεν είχαν τέλος, αφού μετά την αποφυλάκισή του, τσακισμένος και καταρρακωμένος από τον ανελέητο και μακροχρόνιο βασανισμό, αποκηρύσσει το έργο του και αυτοεκμηδενίζεται για πάντα. Συνεχίζει να ζει κατά κάποιον τρόπο, αλλά στην ουσία παραμένει αυτό που είχε πει ο μεταφραστής του στα γαλλικά Αντρέι Σινιάφσκι, «ένας άνθρωπος ήδη νεκρός». Στο τέλος χάνει τελείως τον έλεγχο του εαυτού του και καταλήγει να πεθάνει παραληρώντας σε ένα ψυχιατρείο της Μόσχας τον παγωμένο Ιανουάριο του 1982.

Ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ σε όλο αυτή τη φοβερή διαδρομή που ήταν η ζωή του προσπαθεί να αρθεί στο ύψος του ανθρώπου, να επιβιώσει, να σκεφτεί, να γράψει και να διαβάσει. Το βιβλίο του Οι βιβλιοθήκες μου με αυτό το πνεύμα πρέπει να το διαβάσει κανείς· αναφέρεται στη σχέση που είχε ο ίδιος με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες όλα αυτά τα χρόνια της φυλακής και της εξορίας. Εδώ ξαναβρίσκουμε εκείνη την χαμένη υπόθεση εργασίας για το τι είναι τα βιβλία και πόσο απαραίτητα είναι κυριολεκτικά για την επιβίωσή μας. «Τα βιβλία είναι το νερό για τους εξαντλημένους από τη ζέστη πεζούς…». Αλλά τα πράγματα δεν είναι απλά για τον Σαλαμώφ, αφού μετά τους μακροχρόνιους εγκλεισμούς κάποτε ξεχνά μέχρι και το πώς να διαβάζει, όπως ξεχνά υποχρεωτικά και το πώς είναι να ζεις. Η ανάγνωση και η επιβίωση είναι μια κατάσταση που δεν μπορεί να θεωρείται αυτονόητη. Ο Σαλαμώφ ξεχνά, αλλά επιμένει εκ νέου. «Η ικανότητά μου να διαβάζω γρήγορα είχε ξανάρθει. Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη και στον Κορζενέφσκι χρωστάω την, έστω και μερική, κάλυψη ενός τεράστιου χάσματος, πολλών χρόνων, στην ανάγνωση, στη γνώση, στη διανόηση, ενός χάσματος που στην πραγματικότητα είναι ο σκοπός της φυλάκισης, της κάθε πολιτικής φυλάκισης…» Όμως, το να προσπαθείς να διαβάσεις σε αυτές τις περιστάσεις, είτε είναι «…βιβλία χρυσόδετα, σκεπασμένα με πάχνη», είτε είναι ένα μικρό κομμάτι εφημερίδας που βρέθηκε μετά από χρόνια μπροστά σου, δεν είναι απλή και εύκολη ιστορία. «Το να διαβάζεις με άλλους παρόντες ήταν για μένα πάντα δυσάρεστο, ώς και ντροπή αισθανόμουνα, ήταν χειρότερο από το να γράφεις ένα αισθηματικό γράμμα μέσα στο ταχυδρομείο, φοβάσαι μην και κάποιος διαβάσει αυτά που έγραψες. Φοβερό άμα το σκεφτείς… Λες και η ανάγνωση ήταν ένα κρυφό βίτσιο…». Οι δυσκολίες είναι τόσες πολλές και τόσο μη αναμενόμενες για έναν μέσο αναγνώστη και συνηθισμένο άνθρωπο του καιρού μας, που είναι αμφίβολο αν μπορεί να τις κατανοήσει σε όλη την έκτασή τους. «Η ανάγνωση στη φυλακή έχει τις ιδιαιτερότητές της. Εκεί, τίποτα δεν απομνημονεύεται, όλη η προσοχή, όλη η δύναμη του μυαλού συγκεντρώνεται στις ανακρίσεις, στις ομολογίες, στην ψυχολογική εξοικείωση με τη ζωή στη φυλακή, με τους συγκρατούμενους, με τα αφεντικά…». Και αρκεί κάποτε ένα βιβλίο, ένα μόνον βιβλίο, όπως αυτό του εκπληκτικού και άγνωστου σε γενικές γραμμές σε εμάς Αλεξάντερ Γκρίν, Η ιππεύτρια των κυμάτων ―απόλυτα δικαίως κατά τη γνώμη μου― όχι μόνον για να σε κρατήσει στη ζωή, αλλά να σε υψώσει σε μια ανώτερη διάσταση έως τον ιδεατό άνθρωπο.

Ο Σαλαμώφ γίνεται σκληρός, επιβιώνει μέσα σε μια απίστευτη και ατέλειωτη βιαιότητα. Ζει τον θάνατο και τον φόβο σε όλες τις εκδοχές τους. «Αλλά τους ποινικούς δεν τους φοβόμουνα, είχαμε μεταξύ μας ανοιχτούς λογαριασμούς από τις σφαγές του 1938» ( Ήταν τότε που οι αρχές κάλεσαν τους ποινικούς, που τους θεώρησαν "φίλους του λαού", να εξοντώσουν τους πολιτικούς, που τους θεώρησαν "εχθρούς του λαού".) Καταλήγει να εργάζεται στο νοσοκομείο κρατουμένων, που είναι και η καρδιά του θηρίου. Γνωρίζει καλά πια ότι δεν υπάρχει καμιά ανάπαυση για τον άνθρωπο σε κάθε περίσταση, πόσο μάλλον στην κατάσταση των κρατουμένων που περιέθαλπε. «Ο φυλακισμένος αναπαυόταν μόνον όταν ξάπλωνε στο νοσοκομείο, κι εκεί βρισκόντουσαν μόνο οι μελλοθάνατοι.» Και εξερχόμενος αυτού του θηρίου, προτού πέσει στα νύχια του επόμενου, κατά την αποχώρηση από την εξορία και τις φυλακές, μπορούμε να τον φανταστούμε ―δικαιούμαστε να το κάνουμε― να υποκύπτει οριστικά και αμετάκλητα σε μια πικρή και τρυφερή δήλωση που αξίζει τον κόπο:

«Εγώ, ο Βαρλαάμ Σαλαμώφ, ο έγκλειστος συγγραφέας, ο  αναγνώστης και  εραστής των βιβλίων, μέσα από τις βιβλιοθήκες στους τόπους της εξορίας μου, o «βοηθός γιατρού και κρατούμενος», εγώ που «πήρα επάνω μου όλη τη δουλειά κι όλη την ευθύνη της υποδοχής των αρρώστων…», που έζησα τον θάνατο και την ανθρώπινη αγριότητα σε όλες τις εκδοχές και κατάφερα να αντέξω τους βασανισμούς και τους εξευτελισμούς, ακόμα και αυτούς που επιφύλαξα ο ίδιος για τον εαυτό μου, που επιβίωσα γράφοντας και διαβάζοντας, δηλώνω ότι… «τα βιβλία είναι ό, τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας».
Και επειδή συνήθως λυπάμαι για πολλά πράγματα, ήθελα να σας εξομολογηθώ ότι να, πολύ λυπάμαι επιπλέον «…που δεν είχα ποτέ δική μου βιβλιοθήκη.»

Βιβλία (πολλά βιβλία) στο κομοδίνο του Β. Π. Καραγιάννη



α. Κομοδίνον. Δηλαδή ένα τραπεζάκι 0, 37 Χ 0,37  εκατ. η επιφάνειά του, ύψους 0,40 εκ. χρώμα καρυδί. Στο 1/3 της επιφανείας του πορτατίφ του 1 ευρώ από ΙΚΕΑ, ένας χαρτοκόπτης, δύο στυλογράφοι με πένα (ο ένας πάγωσε η μύτη του και δε γράφει άρα θέλει ύγρανση), δύο κυτία με αμπούλες μελάνης μαύρης εντελώς αλλά και μπλου μπλακ. Ενας επάργυρος σελιδοδείκτης με φούντα παρακαλώ, μόλις αφιχθείς από τη νότιο Ιταλία, Ρέτζιο Καλαβρίας (Νούντσια και Πίνο οι εκεί φίλοι), νυχοκόπτης (!) ένα μπικ κόκκινο κι ένα μπλε, δύο φωτογραφίες (Δήμητρα και Μάριος), ορολόγιον μινιατούρα, ένα απόκομμα εφημερίδος που διαφημίζει το βιβλίο «Ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου», ανθολόγος Σωτ. Τριβιζάς, κάρτα της αίθουσας τέχνης GOVEDAROU ART CALLERY, στην οδό Γ. Παπανδρέου 5, πρώην Ανθέων, χάρτινοι σελιδοδείκτες των εκδόσεων ΑΓΡΑ, εννοείται, -σ’ έναν γράφει ο ΝΙΤΣΕ «Να μη μιλάς  καθόλου για τον εαυτό σου είναι μια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη μορφή υποκρισίας» όπως κάνω εγώ δηλαδή) και του ΜΙΕΤ και οι οποίοι ακουμβούν στα βιβλία.

β. Βιβλία είπα: 92 το σύνολον αναλυόμενον ως ακολούθως: στην  επιφάνεια του κομοδίνου  22, κάτω απ’ αυτήν και μέσα στα πόδια του 18, δίπλα απ’ αυτό σε στοίβες δύο 27 και 25. 
- Μα έτσι χάνουν το νόημα τους όπως και το διάβασμα τους
- Μα τα βιβλία δεν τα διαβάζω, τα υπάρχω, με υπάρχουν, συνυπάρχουμε δηλονότι. Τελευταίο απόκτημα, δώρο, «Τα ποιήματα» του Στεφάνου ΣΑΧΛΙΚΗ, εκδ. ΜΙΕΤ, και από το ποίημά του «ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ» αντιγράφω:

Θωρείτε τες αρχόντισσες εσείς οπού αγαπάτε
οπού έχετε εξοδιάζετε, κανείς μηδέν λυπάται
κατά καιρόν πηδάτε τες, συχνά μηδέν το πάτε,

και να περνάτε σιγαλά, όλες να τες τιμάτε...

28.1.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Χρήστου Αγγελάκου



Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Στο σπίτι του κρεμασμένου, Θράκα 2015

Είναι ο τρίτος Κυριάκος που γνωρίζω: ο πρώτος είναι ο δίδυμος αδερφός μου, ο δεύτερος ένας ήρωας από την Περίληψη του κόσμου της Μαρίας Μήτσορα, κι ο τρίτος τούτος εδώ, ένα παράξενο παιδί από τη Δράμα, που πιάνει τις λέξεις από τη λαβή και λέει «θα σας σκοτώσω όλους». Κι ύστερα, ησυχάζει ξαφνικά και φωτογραφίζει χελώνες της ΔΕΗ.

Ο Κυριάκος έχει γράψει ήδη τρεις ποιητικές συλλογές, κι αυτή είναι η τέταρτη και λέγεται Στο σπίτι του κρεμασμένου, και μόλις τη διάβασα μπήκα στον πειρασμό να προεκτείνω τον τίτλο: «μιλάνε μόνο για σκοινί».

«Το ποίημα θα σημάνει το σκοινί» γράφει ο ίδιος στον τελευταία σελίδα, τελευταίο στίχο. Γιατί ο Κυριάκος κάνει κάτι κακόφημες παρέες, κι αν του ζητήσεις να σηκώσει λίγο τα μπατζάκια, θα δεις τα γδαρμένα του γόνατα που τα ’χει από παιδί.

Πάντως, αν ήθελα να ανακατέψω οικογένειες και σόγια, θα του ’δινα πρωτοξάδερφο τον Στίγκα, γιατί και οι δυο τους έχουνε το συνήθειο να σπέρνουνε γκρεμούς στα ποιήματά τους: του Γιάννη είναι ξαφνικοί, ενώ ο Κυριάκος προειδοποιεί, με κάτι ταμπέλες που φαίνονται τη νύχτα, όποια στροφή κι αν πάρεις. Σ’ αφήνει ελεύθερο δηλαδή ν’ αποφασίσεις αν πέσεις, παναπεί είναι στο χέρι σου, κι εσύ παίρνεις το χέρι σου, δεξί ή αριστερό, αυτό που γράφει, και πέφτετε μαζί.

Δεν είναι μοναχική η πτώση στα μέρη του Κυριάκου, είναι μια πτώση μαζί μ’ αυτούς που αγαπάς, και που τους έχει όλους μαζεμένους στη συλλογή του: εδώ ο Κάφκα, ο Χόπερ και ο Κάρβερ, ο Μπέρνχαρντ κι ο Σιοράν, εκεί ο Μπρόντσκι, ο Μπαρτ και ο Σελίν, ο Σαχτούρης, ο Μπέκετ, η Αξιώτη και η Πλαθ, ο Φιλύρας και ο Βιζυηνός, ο Καβάφης και ο Παζολίνι, ο Ασλάνογλου και ο Αναγνωστάκης, και παραπέρα ο Μπόρχες, ο Τανιζάκι και ο Γεσένιν. 
Πτώση αναπόφευκτη, δηλαδή, όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα προλαβαίνεις να ξαναδιαβάσεις όλα τα βιβλία που σε οδήγησαν σ’ αυτή.

Ο ίδιος δεν οδηγήθηκε από καμιά γοητεία στην πτώση του. Αν αναζητούσα ένα λόγο, θα τον εύρισκα μάλλον στον «Ευριπίδη Αθηναίο» του Σεφέρη:

Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·


Πιασμένος στο δίχτυ της ποίησης ο Κυριάκος, σε μια μόνιμη άνω τελεία, και να μη θέλει να ελευθερωθεί.

[φωτογραφία: Κυριάκος Συφιλτζόγλου]


Χρήστος Αγγελάκος (Αθήνα, 1962). Έχει εκδώσει πέντε βιβλία (δύο μυθιστορήματα, δύο θεατρικά, μία ποιητική συλλογή)· τελευταίο: Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας (θέατρο, 2015)