23.1.22

Je vous laisse, je pars prendre un café

 [Σας αφήνω, πηγαίνω για έναν καφέ] 

γράφει ο Τέλλος Φίλης
 

Θεσσαλονίκη, λεωφόρος Νίκης, 1930

Κάποτε, σ’ αυτήν την πόλη, τα αγόρια φλέρταραν πηδώντας στη θάλασσα από τα πλοιάρια της γραμμής Θεσσαλονίκη-Μπαξέ Τσιφλίκι, για να εντυπωσιάσουν τα κορίτσια. 
Και μετά, στην παραλία της Αγίας Τριάδας, τα κορίτσια τούς έδιναν από το οικογενειακό ταψί λίγες πατάτες με κρέας, σαν αντίδωρο για τη γενναιότητά τους. Κι η μαμά έκανε πως δεν έβλεπε, αλλα καμάρωνε την ομορφιά τής κόρης της. Αλλά από μέσα της προσευχόταν να ’ναι ενας καλός γαμπρός. 

Κάποτε. Πριν τα ΙΧ αυτοκίνητα γίνουν το νέο δέλεαρ, ατομικά φρούρια μοναξιάς και εξέλιξης. Και τα μαύρα γιαλια και τα αποτριχωμενα πόδια με τα τριών ημερων γένια μία καρικατούρα ανδρισμού, που πνίγεται στην πιο θλιβερή ανασφάλεια. 

Τώρα είναι αργά. Πολύ αργά. Ήρθαν κι οι ουσίες, ήρθαν και τα πορνό, τα “γούστα” της απελπισίας, και τα τατού της ανεξίτηλης ζωής.  Οι παλιοί φίλοι σιγά σιγά αναχωρούν, τα νέα πρότυπα κυκλοφορούν ελεύθερα, κι οι μεγαλύτεροι απλώς ελπίζουμε όταν αυτά τα νέα παιδιά μεγαλώσουν με τη σειρά τους να μην περιφέρουν αυτήν την οδυνηρή τους μοναξιά, οδηγώντας μόνοι μέσα στα υποκατάστατα του πέους τους, προσπαθώνταςνα βρουν μέρος να παρκάρουν, αλλά να ζήσουν. Να ζήσουν μία αληθινη ζωη. Με τα ναι και με τα όχι, με τις απορρίψεις και τις μικρές αποδοχές, αλλά να ζήσουν κι όχι να πληκτρολογούν απλώς για τη ζωή ή να ποζάρουν σε έγχρωμες φωτογραφίες μιας εφήμερης πραγματικότητας...