Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γύρω από το τραπέζι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γύρω από το τραπέζι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3.3.20

Στρατής Χαβιαράς: Τραπέζι για 14-1


Ανδρέας Βουρλούμης: Στην ταβέρνα (1964)

Μπορεί να πρόκειται για κάποιο αραχνιασμένο ημίφως, ένα αλύπητο φως, μπορεί νιφάδες αιθάλης σ’ έναν αίθριο ουρανό, ή έντρομα ανθρωπάκια, έντομα στον ιστό, ή κάποιο νεκροταφείο περαστικών. 
Τα γράφω και γίνονται ή γράφονται κατόπιν.
Κάποτε προκαλούσα τις Αρχές γράφοντας, κι όταν τα σβήνανε με ασβέστη τα ξανάγραφα καλύτερα, προκαλώντας χειρότερα. Τώρα βλέπω στους τοίχους κατακάθια φραπέδων και ρεύομαι.
Παιδί φοβόμουνα τα κυπαρίσσια, τα νυχτολούλουδα και τις αφάνες στο πηγάδι του ύπνου μου, έτρεμα τη λογική των θεών, την οργή των ανθρώπων, αλλά όταν μεγάλωσα άρχισα να καταλαβαίνω και να τα σβήνω, αφού πρώτα τα έγραφα. Τώρα σκοινοβατώ πάνω από το συνωστισμένο τίποτα, πληκτρολογώντας μικρά και μεγάλα εμβατήρια. 
Όταν δε βρίσκω σκοινί βηματίζω σε σανίδες κατάδυσης και συχνά βουτάω, με τα πόδια, κρατώντας τη μύτη μου. 
Πριν από λίγο κρατούσα τη μύτη για να μη γεμίσουν τα πνευμόνια μου αναθυμιάσεις θείου από τα στόμια των ιαματικών πηγών στο υπόγειο του ξενοδοχείου. 
Κοίτα την εντοιχισμένη ροζέτα, σκουντάω τη Μάγδα και τη συνοδεύω στο διάβασμα:

Welcome to the Spa Methanates,
a place for the cleansing of the body and mind.
These springs have a blessing effect on dyspepsia,
chronic rheumatism,
rheumatic and atonic gout,
neuralgia,
arthritis,
amenorrhoea,
dysmenorrhoea,
chronic gastroenteritis,
inflammatory leucorrhoea…

Είχα να δω τη Μάγδα καιρό, και κάτι από καιρό θαμμένο σκίρτησε μέσα μου όταν κυριολεκτικά έπεσα πάνω της στην αίθουσα υποδοχής. Εκείνη έκανε πως δεν πίστευε τα μάτια της και για μια στιγμή πήγε να μου γλιστρήσει, δήθεν νομίζοντάς με φτυστό.
Είχε έρθει μόνη της. Για λίγες μέρες. Έτσι της την έδωσε, αν ερμήνευσα σωστά το σήκωμα των ώμων στην ερώτησή μου. Εγώ μιλούσα για την ανακούφιση που βρίσκω στα αργιλικά λασπόλουτρα. 
Πριν αρχίσω να κάνω νερά στην Αγάπη, ήμουνα τσιμπημένος με τη Μάγδα (και ποιος δεν ήταν), όμως εκείνη είχε στο μάτι τον Μανόλη κι ο Μανόλης, εντάξει. Δε λέω, ταιριάζουνε, όλοι στην Αγάπη συμφωνούν κι ας ζηλεύουν. Η Μάγδα είναι διαβασμένη, κινείται άνετα στον ευρύτερο, έξω από την Αγάπη, χώρο κι ας στολίζει τα μαλλιά και το υπέροχο κορμί της με παλιομοδίτικο καθωσπρεπισμό ― θαρρείς και την ανάθρεψε θεούσα θεία για να διαπρέψει σε φιλόπτωχο. 
Ο Μανόλης έχει θηλυκό μυαλό και, παρά το ριγέ κουστούμι που μοστράρει με ύφος, διατηρεί γενάκι κι αλογοουρά, κατάλοιπα ενός αμνημόνευτου φεγγαριού της ζωής του. 
Εκείνη είναι τόσο εσωτερική όταν δεν είναι μαζί του, αναρωτιέσαι ποια γυναίκα στη θέση της μισάνοιξε ποτέ τα χείλη για να εκστομίσει τέτοιες παρατεταμένες σιωπές. 
Εκείνος πάλι, πράος, εύρυθμος, ψηλός και θα έλεγα επίσης λιγομίλητος, αφού πολλά απ’ τα γλωσσικά του αποστάγματα καταλήγουν στα φιλιά, ένα τέλειο συμπλήρωμα στο λεξιλόγιο των ματιών, των χεριών και του στήθους του.
Το ίδιο απόγευμα στο ενυδρείο του κήπου ξαναρωτάω τη Μάγδα πώς εσύ στα ιαματικά λουτρά με τόσες λυγισμένες, αν όχι τσακισμένες, υπάρξεις που καταφθάνουν αμέσως μετά τον Τηνιακό Δεκαπενταύγουστο; Μου απαντάει μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο ― το παρασόλι να του ρίχνει υποκίτρινες α­νταύγιες και σκιές, προστατεύοντας μάτια και χείλη από αδιάκριτα βλέμματα. 
Είναι κι εκείνο το απειλητικό στοιχείο στην όλη ατμόσφαιρα, συνεχίζω, ιδίως στα λασπόλουτρα, όπου, αφού τα μέλη χαλαρώσουνε με μια σχεδόν ερωτική ηδονή κάτω απ’ τον άργιλο, ξαφνικά μ’ ένα βίαιο σκίρτημα συμπεραίνεις ότι αυτό που μοιάζει λίγο σαν ταφή στη λάσπη, μπορεί πράγματι να είναι το μνήμα σου. 
Εκείνη σιωπά.
Ξαναβλέπω το δεκάχρονο αγόρι να κάθεται στα σκαλοπάτια του σχολείου βυθισμένο στο διάβασμα και αφήνω τη Μάγδα για μια σύντομη βόλτα. Είναι Αύγουστος, όλοι έχουν πάει στο βουνό, στο χωράφι, στη θάλασσα. Άλλες δυο εβδομάδες τουλάχιστον πριν ανοίξει το σχολείο. Το βιβλίο που διαβάζει είναι η Οδύσσεια. Τα μάτια του είναι γκριζοπράσινα, τα μαλλιά του ίσια (θέλουνε κούρεμα), η μύτη του λίγο κυρτή. 
Σε μια στροφή υποψιάζομαι πως κάποιος παρακολουθεί τις κινήσεις μου. Γυρίζοντας διαπιστώνω ότι ένα από τα δέντρα που μόλις προσπέρασα λείπει. Ήταν μια ανθισμένη κερασιά, άρα μιλάμε για άνοιξη, σκέφτομαι, Απρίλη ή Μάη και όχι τέλη Αυγούστου. Ξαναβλέπω την κερασιά μισοκρυμμένη πίσω από μια αποθηκούλα εργαλείων κι έπειτα να ’ρχεται ίσια κατά πάνω μου. Κάνω να της ξεφύγω δεξιά, αλλάζει κατεύθυνση. Κάνω αριστερά, το ίδιο. Και ξαφνικά με αρπάζει στα μπράτσα της και με σφίγγει στον κολλώδη κορμό της, σκορπίζοντας τα γραπτά μου φύλλα φτερά. 
Μπούσουλα, μπούσουλα, πού βρίσκομαι τώρα; Τι ώρα φέγγει o ουρανός; Σε ποια τάξη πηγαίνω; Πότε γιορτάζουνε οι κερασιές; Πότε πενθούνε οι πόρνες; 
Μ’ ακούει και το αινιγματικό της χαμόγελο γίνεται αδιόρατο, όπως κι ο ήλιος πίσω από θειάφι και σύννεφα. Βρίσκομαι πάλι στο ενυδρείο μαζί της κι εκείνη σιωπά, ατενίζοντας τις μακρινές ελιές που σαν Ρωμαίοι λεγεωνάριοι φρουρούν το σούρουπο και τα μονοπάτια της θάλασσας. Τι σκέφτεται η Μάγδα; Αν μιλούσε τι θα ’λεγε; Ότι ίσως η διεύθυνση διατηρεί ένα μικρό νεκροταφείο στους αμμόλοφους, αν κάποιος μείνει από εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή; 
Μπα. Εγώ είχα ακούσει ότι ακριβώς εκεί έχουν ανοίξει κάτι αυθαίρετα ταβερνεία που οι γνώστες τα βρίσκουν εξαιρετικά ― τουλάχιστον στα κρεατικά. Αυτοί πρέπει να είναι οι καλοφαγάδες μας, σκέφτομαι, που όπως λέει ο διαιτολόγος των λουτρών, σκάβουν τον λάκκο τους με τα δόντια. 
Πεινάω. Προτείνω να τσιμπήσουμε κάτι, αλλά η Μάγδα με τραβάει από το μπράτσο γιατί είναι αργά και σχεδόν τρέχουμε ήδη σε κάτι στενορύμια, ψάχνοντας ― ψάχνοντας τι; Δε λέει, αλλά κάτι θα ξέρει και μου το φυλάει για έκπληξη, σίγουρα κάνα ταβερνάκι που μόλις άνοιξε, με γιαχνιά, κοκκινιστά, τσιγαριστά, καπαμάδες… 
Διακρίνουμε παράγκες, παραπήγματα με λαμαρίνες, παλιόξυλα, τσιμε­ντόλιθους, σαμπρέλες. Not here, over there, μου δείχνει το μικρό φάντασμα που ξύνεται με λύσσα σ’ έναν μισοχαλασμένο φράχτη, σε άλλα τριάντα μέτρα ένας καψαλισμένος φοίνικας και μετά αριστερά. Απόμακρα, οι πυρρώδεις α­-νταύγιες στον ορίζοντα σαν φρυκτωρίες, τα νέα τους για τους αποψινούς ε­-μπρησμούς. Στρίβουμε αριστερά, προχωράμε ακόμα κάτι βήματα, τίποτα. Να ρωτήσουμε πάλι; Κιχ.
Η Μάγδα με τραβάει σαν να τραβάει μουλάρι, αν και δεν αντιστέκομαι. Γιατί δεν πήρα έναν φακό μαζί μου; 
Πλησιάζουμε; Aκολουθώ τοίχο τοίχο. Ένα χαμόσπιτο, κι όπως πασχίζω να δω τι κρύβεται πίσω απ’ τους πλίθους του, σχεδιάζω το μακρόστενο τραπέζι του τίτλου και γύρω του καθίζω ένα νέο ζευγάρι και μια ντουζίνα γυναίκες να τρώνε λαχταριστά κοψίδια και να πίνουν δυνατό σώσμα στην υγειά κάποιας Άννας, κάποιας Μαρίας, κάποιας Ελισάβετ. 
Μάγδα, περίμενε, της ψιθυρίζω με κομμένη ανάσα ενώ με σέρνει απένα­ντι, εδώ δεν είναι; 
Αν ήταν, δε θα χρειαζόμουν απάντηση. Αφού με σέρνει, περιττή οποιαδήποτε εξήγηση. 
Eνα χαμόσπιτο, ναι, πλιθόχτιστο, μα με ξύλινα σκαλιά που τρίζουν ενώ τα κατεβαίνουμε βιαστικά για το υπόγειο. 
Η Μάγδα ρίχνει μια ματιά πίσω να βεβαιωθεί ότι δε μας παρακολουθούν, ανοίγει την πόρτα και με σπρώχνει μέσα με τόση βία, παραλίγο να πέσω, τα χαρτιά και τα μολύβια μου ακόμα μια φορά στον αέρα. Παράξενη τροπή που παίρνουν τα πράγματα εκεί που δεν το περιμένεις. 
Λύχνοι φωτίζουν αμυδρά το άδειο δωμάτιο και το μεγάλο, χαμηλό, τραπέζι στρωμένο κι έτοιμο με πεσκίρια και πιάτα, και γαβάθες τίγκα λαχανικά και όσπρια, ταραμά, ελιές και κρεμμύδια, στη μέση το ψωμί και το κρασί ― το νέο ζευγάρι κι οι γυναίκες που λέγαμε, πούπετα. 
Καπνός κι η Μάγδα όταν ακούγεται το κλικ της κλειδαριάς και γυρίζω να δω. Μ’ έχει κλειδώσει μέσα. Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, Μαριγούλα Μανταλένα, μουρμουρίζω όπως τηνέ τραγούδησε ο συμπατριώτης μου ο Παπαϊωάννου. Γελάω μέσα μου κι ανατριχιάζω. 
Το δωμάτιο δεν έχει παράθυρα. Θα μπορούσα να σπάσω την πόρτα, αλλά δεν να το κάνω, μαζεύω τα χαρτιά μου και κάθομαι σταυροπόδι, να πιω μια κούπα κρασί και να ξεγελάσω την πείνα μου, αλλά και πάλι αντί να κάνω αυτό που σκέφτομαι πιάνω τον εαυτό μου να γράφει. 
Το μολύβι είναι από κάρβουνο σχεδίου και μουτζουρώνει, χέρια και πρόσωπο. Δεν έχω γράψει ούτε λέξη και πρέπει ν’ αρχίσω να σβήνω! 
Να μπορούσα να πλύνω τα χέρια μου πριν πιάσω το ψωμί.
Όταν άρχισα να κάνω νερά (άτιμο κλισέ), λίγες μέρες πριν ή μετά του Ευαγγελισμού θα ήταν, το έκανα γιατί η Αγάπη έσφιγγε όλο και πιο ασφυκτικά τον λαιμό μου. Πρώτα βάλανε τον Αντρέα να πετάει σπόντες για τις συγγραφικές μου ανησυχίες (sic), έπειτα τον Γιαννάκη να παραχώνει φράσεις από τα γραπτά μου στη συζήτηση και να σηκώνει το φρύδι, και τέλος ο Μανόλης ο ίδιος να γκρινιάζει και να με καθιστά υπεύθυνο για ό,τι ανεπιθύμητες συνέπειες μπορεί να έχουνε για την Αγάπη τα γραπτά μου, ιδιαίτερα όταν δημοσιεύονται σε έγκυρα έντυπα, όπως το Caveat Emptor. Στην προηγούμενη συνάντηση πριν τη σιωπηρή μου αποχώρηση, είχε προτείνει τον σχηματισμό τριμελούς επιτροπής, υπεύθυνης για την επιμέλεια της ύλης. 
Κάπως αλλιώς το λέγαμε αυτό κάποτε. 
Ξανακούγεται ένα κλικ, ανοίγει η πόρτα κι εμφανίζονται ένας ένας σοβαροί, σκιεροί, ημιεπίσημοι, πρώτος ο Μανόλης, δεύτερη η Μάγδα και ξοπίσω οι υπόλοιποι έντεκα, όλοι σεβάσμιοι σταυραδερφοί. Σηκώνομαι όρθιος, ξανακάθομαι όταν καθίζουν κι εκείνοι, σταυροπόδι. Έχουμε απαρτία. Γύρω γύρω όλοι, στη μέση τον Μανόλη και τη Μάγδα. 
Οι ένδεκα τούς επευφημούν κι αρχίζουν να τρώνε με τα χέρια, πιάνο­ντας τον ταραμά με ψωμί. Σηκώνω την κούπα μου, στην υγειά τους, να ζήσουνε σαν τα ψηλά βουνά, κι ο Μανόλης στυλώνει τα μάτια του στα δικά μου, και με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί τόσο επίμονα. Η ματιά του ήρεμη κι όπως πά­-ντα γλυκιά, αλλά ασυνήθιστα διαπεραστική σα να ψάχνει κάτι πιο βαθιά μες στα μάτια μου, σαν να σκάβει στα μάτια μου να βρει νερό. 
Στη ζωή της μάνας μου, στη μνήμη του πατέρα μου, ακούω τον εαυτό μου να ορκίζεται, αν και δε με κατηγορεί κανείς για την ώρα, όμως και πάλι γιατί νιώθω δάκρυα στα μάγουλά μου, γιατί νιώθω ψεύτης, κρυψίνους, διπρόσωπος, λειψός, τιποτένιος; Κι ο Πέτρος, ο Θωμάς, ο Γιάννης, όλοι οι άλλοι; Γιατί όχι αυτοί; Γιατί όχι ο ίδιος ο Μανόλης; 
Σσσσς… Η Μάγδα, μ’ ένα χέρι στον ώμο μου, χέρι συμπόνιας. 
Αναθαρρεύω κάπως, ίσως πάρει το μέρος μου, σκέφτομαι, αλλά μήπως εκείνη δε μ’ έφερε με δόλο στη σεμνή αυτή τελετή; Μήπως σ’ εκείνη δεν αναθέσανε την άχαρη αποστολή να με βρει και να με σύρει ενώπιον τους; Προς τι, αφού αυτό που αρνούμαι, αυτό που ορκίζομαι ότι δε θα κάνω ποτέ, έχει ήδη γίνει και το έχω κάνει εγώ, και δεν ξεγίνεται; 
Μαζεύω τα χαρτιά μου, τα μολύβια μου, τις μουντζούρες που όλο πληθαίνουνε στo πρόσωπό μου. Γιατί εγώ; Επειδή αν δεν το έκανα εγώ δε θα γινόταν; Επειδή μόνο εγώ τα λέω όπως είναι και τα γράφω, κι όποιος έχει μάτια διαβάζει; 
Όχι φυσικά, γνέφει ο Μανόλης κι ανοίγει τα μπράτσα του να με δεχτεί έστω και σαν εχθρό, και με φιλάει σταυρωτά, και τα φιλιά του έχουν τη γεύση της Μάγδας, κι η Μάγδα η ίδια με ξεβγάζει ως τον δρόμο, όπου νιώθω το κορμί της να καίει, τον κόρφο της να αναδίνει ερωτικές και πένθιμες ευωδιές, σαν να σπάραζε πλάι του, ακουμπώντας τον με τον γοφό και τον ώμο της, ή σαν να ’χε μόλις συλλάβει. 
Ευαγγελίζου, της πετάω και ξεκολλάω από πάνω της, ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα κι ας μην το λες, το λένε οι άλλοι: Η ουσία αυτής της σεμνής τελετής είναι ότι δεν αποχωρείς απ’ την Αγάπη ― διαγράφεσαι! 
Ο Θεός μαζί σου, ψιθυρίζει, δαγκώνει απαλά τον λοβό του αυτιού μου και κατεβαίνει πάλι τα σκαλιά στο υπόγειο και στον άλλο. Να δούμε εσένα ποια θα είναι η τύχη σου στην Αγάπη, μουρμουρίζω κι αφήνω το σκοτάδι να με περιλάβει. 
Το αεράκι φέρνει καπνιά κι αποκαΐδια απ’ τις πλαγιές με τα λιόδεντρα, τα κάρβουνα κάτω απ’ τα πόδια μου καίνε, χοροπηδάω σαν αναστενάρης, αν και χωρίς να τα καταφέρνω. Για κοίτα, ακόμα και η κερασιά που με αγκάλιαζε πριν από λίγο αγκαλιάζει τη χόβολη. 
Έτσι κι ο φοίνικας, από τις στάχτες του, σκέφτομαι ψάχνοντας τα χαρτιά μου, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω για χαφιέδες, και πιάνω δουλειά. Γράφω για θάλασσες που τη νύχτα ζηλεύουν τα ύψη, για βουνά που το πρωί κατεβαίνουν στο ψάρεμα, για παγωνιές που καίνε σαν φωτιά, για φλόγες που αφήνουνε τα δάση και ωρύονται από δωμάτιο σε δωμάτιο αναλώνοντας αναλώσιμα και μη, εξαγνίζοντας τηλέφωνα από κοριούς, στρώματα από τσι­μπούρια και ψύλλους. Γράφω για λοιμούς και λιμούς, για έρωτες, για προδοσίες, για παιδιά. Τα γράφω και τα σβήνω και τα ξαναγράφω καλύτερα, τα γράφω σα να τα μιλάω αλλά πολύ πιο σταράτα ― λες και τα γράφω και τα ξαναγράφω στο δέρμα μου. Γράφω αδιάκοπα μέχρι να αντιληφτώ τον εαυτό μου τον ίδιο να ξεγράφεται ― αρχίζοντας από το χέρι που γράφει.

[ Δημοσιεύθηκε στο περ. Εντευκτήριο, 87, 2009, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Γύρω από το τραπέζι» ]



18.9.15

Γιώργος Τούλας: Στρώσε, ξέστρωσε

πηγή: περιοδικό Εντευκτηριο, τεύχος 87 (Αφιέρωμα: Γύρω από το τραπέζι), 2009




Edward HopperAutomat. Oil on canvas, 1927

Όταν αποδέχτηκαν την πρόσκληση της για φαγητό, η Έλλη και ο Κ., άρχισε ένα τρεχαλητό για να ’ναι όλα όπως πρέπει. Το όπως πρέπει, στη ζωή της ήταν αρχή. Όχι μονάχα τώρα που, ελαφρώς σιτεμένη, στα 52 της δεν είχε και πολλά πολλά πάρε δώσε, αλλά και παλιά, που λέγανε πως σφύριζε, στα νιάτα της. Ακόμα και τότε όλα γινόταν όπως πρέπει. Ίσως είναι και ένας από τους λόγους που τελικά έμεινε μόνη της και τώρα παρακμάζει ατυχώς. Στο σπίτι τους είχε φάει τρεις τέσσερεις φορές και ένα τραπέζι τούς το χρωστούσε έτσι και αλλιώς. Η αποδοχή τη συγκεκριμένη στιγμή τη βρήκε απροετοίμαστη. Η Έλλη με τον Κ. ήταν ζευγάρι καμιά πενταετία και οι κοινωνικές τους σχέσεις ήταν εξαρχής μετρημένες. Με την Έλλη σπούδαζαν κάποτε μαζί και αυτό είναι όλο. Κράτησαν επαφές και συναντιόταν από καιρού εις καιρόν, καμιά φορά έτρωγαν και παρέα. Γαλέο θα φτιάξω, της είχε πει, που τον πετυχαίνω πάντα. Και κάτι συνοδευτικό. Στην αρχή το είχε δει να βγει από την υποχρέωση μετά το πήρε πατριωτικά. Να καταπλήξει. Άλλωστε ποιος μπαινόβγαινε πια σε αυτό το σπίτι; Από τότε που πέθανε και η μάνα της και ξέκοψαν και οι θείες της, ερημιά. Πήρε μια μέρα άδεια από τη δουλειά, άλλωστε και τόσες μέρες που είχε απόθεμα τι θα τις έκανε; Πρωί πρωί στον ψαρά που είχε παραγγείλει τον γαλέο, παγωτό από το ζαχαροπλαστείο, μερικές ελλείψεις από το σούπερ μάρκετ και φρέζιες από τον ανθοπώλη. Σπάνια έπαιρνε λουλούδια, τι να τα κάνει κιόλας, αλλά σήμερα το απαιτούσε η περίσταση. Καθάρισε προσεκτικά όλο το σπίτι, έστρωσε ένα παλιό τραπεζομάντηλο της μάνας με το κοφτό το σχέδιο στην τραπεζαρία, μαχαιροπίρουνα, σερβίτσια όλα. Συγύρισε, πέταξε. Μερικά πράματα της φάνηκαν, ξαφνικά, περιττά. Κατέβασε στον κάδο κάτι αναμνηστικά, κάτι πιάτα από τη Ρόδο με τα ελάφια, κάτι διακοσμητικά που αγαπούσε η μάνα της, φρικτά μπιμπελό, κάτι μισοτελειωμένα λικέρ σε μπουκάλια που είχαν να ανοιχτούν χρόνια. Σαν να ανάσανε το σαλόνι. Στόλισε τα λουλούδια, εννιά παρά δέκα άναψε και δυο κεριά. Στις εννιά είχαν πει. Ο γαλέος ήταν στον θερμοθάλαμο ζεστός, είχε φτιάξει μια ωραία σαλάτα που την είχε μάθει από την τηλεόραση, ένα πουρέ λαχανικών. Το τραπέζι το στόλισε με φύλλα δάφνης, έβαλε και στο cd player κάτι γαλλικά τραγούδια που είχε πάρει από τις εφημερίδες. Να ανοίξω το κρασί, σκέφτηκε, ή μήπως είναι αγένεια και καλύτερα να τους περιμένω; Ο Κ. δεν είναι πολύ των τύπων, δεν πιστεύω να παρεξηγηθεί, ας βάλω ένα ποτηράκι να μου διώξει το άγχος. Το ρολόι έδειχνε πια εννιάμισι όταν αποφάσισε να τηλεφωνήσει γιατί αργούσαν. Το κινητό βρίσκεται εκτός δικτύου, είπε η φωνή. Στο σπίτι δεν το σήκωνε κανείς. Θα έρχονται, είπε από μέσα της και άλλαξε το cd με τα γαλλικά. Ο γαλέος άρχισε να ξεραίνεται και κείνη να εκνευρίζεται με την όλη κατάσταση. Στις δέκα βγήκε στο μπαλκόνι. Η Παπαναστασίου κάτω έρημος, πού και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο. Τίποτε. Ξαναδοκίμασε στα τηλέφωνα. Τα ίδια. Μα τι αγένεια σκέφτηκε, ότι και αν τους έτυχε έπρεπε να ενημερώσουν. Έβαλε λίγο κρύο νερό στις φρέζιες να μη μαραθούν, ένα δεύτερο ποτήρι κρασί που έγινε τρίτο και τέταρτο, άναψε και ένα τσιγάρο από κείνα τα κρυμμένα, που τα είχε για ώρα ανάγκης. Όχι ότι κάπνιζε αλλά να… Στις έντεκα αποφάσισε να καθίσει να φάει. Έσβησε και μερικά φώτα στο σαλόνι, δεν είχε νόημα. Έτρωγε ανόρεκτα τον γαλέο που είχε πια ξεραθεί εντελώς, η σαλάτα παρέμενε δροσερή και αυτό την παρηγορούσε. Το άδειο τραπέζι απόψε τη στεναχωρούσε. Από την Έλλη δεν περίμενε τέτοια γαϊδουριά. Ακόμα και να είχες μαλώσει με τον Κ. στείλε ένα μήνυμα. Πες κάτι μας έτυχε, κάτι σοβαρό. Το παγωτό το έφαγε στη βεράντα, με μια ζακέτα στην πλάτη. Είχε βάλει κρύο, φθινοπώριαζε. Σκέφτηκε να μην της ξαναμιλήσει ποτέ. Ακόμα και αν την έπαιρνε το πρωί να απολογηθεί. Σήκωσε και πήρε στο κινητό. Να της αφήσει και ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, να ξέρει ότι πληγώθηκε με τη στάση τους. Εκτός δικτύου. Έπεσε για ύπνο βουρκωμένη. Ούτε το τραπέζι δεν μάζεψε. Το πρωί ξύπνησε από τα αξημέρωτα. Με ένα αίσθημα αηδίας για όλους τους ανθρώπους. Δεν θα ξανακαλούσε κανέναν ποτέ σε αυτό το σπίτι. Το ’χε πάρει απόφαση. Το τραπέζι της και η πρόσκληση τής φαινόταν πια μια πολύ κακή ιδέα. Σχεδόν το είχε μετανιώσει. Κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο για τη δουλειά. Βρήκε θέση στο αστικό, ήταν νωρίς, κάθισε. Κάποιος είχε ξεχάσει την εφημερίδα του. Το μάτι της έπεσε στην πρώτη σελίδα. Μια φωτογραφία και ένας μικρός τίτλος. Νυχτερινή τραγωδία, ζευγάρι έχασε τη ζωή του στον περιφερειακό μετά από σφοδρή σύγκρουση. Η Έλλη και ο Κ. Ξαφνικά η γεύση του γαλέου πλημμύρισε το στόμα της, και ας είχαν περάσει τόσες ώρες. Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Γύρισε πίσω. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, πέταξε τις φρέζιες στα σκουπίδια και έβγαλε το τραπέζι στη βεράντα, στολισμένο όπως ήταν. Δεν ξανάφαγε ποτέ σε τραπέζι. Μονάχα όρθια στην κουζίνα ή σε έναν δίσκο μπροστά στην τηλεόραση.

28.1.15

Νίκος Ξυδάκης: Τραπεζώματα


[αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Γύρω από το τραπέζι», Εντευκτήριο 87, 2009]

ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Στο πετσί μας φέρουμε την πανσέληνο και το μελτέμι, τις μυρωδιές του φασκόμηλου και του θυμαριού, την κάπαρη. Στα μάτια μας έχουμε ακόμη τον βαθύ Αύγουστο, τις νύχτες που σαλεύουν μοναχικές, τις ταράτσες που θροΐζουν ολιγοπρόσωπες. Μια τέτοια νύχτα οπωσδήποτε, πυρωμένη, οι απομείναντες, αστοί και ακτήμονες καλλιεργητές, μαζεύονται στη συγκλονιστική ταράτσα. Είναι κρεμαστή, αιωρείται κάτω απ’ τον φέγγαρο, πλάι στον Βράχο, πλάι σε γερανογέφυρες, πάνω από ήσυχους δρόμους και κοιμισμένα παράθυρα.

Τώρα δεν έχει πια αυλές. Ούτε «δώμα, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους βαθιούς και μ’ όλα απάνωθέ τους τ’ άστρα...» Τώρα ο αστός στην κορυφή ανεβαίνει, να δει τον άναστρο ουρανό και ορισμένως το φεγγάρι. Σ’ ένα θερμό ρουφ-γκάρντεν.

Μα το τραπέζι του αυγουστόδειπνου ίδιο είναι στρωμένο. Ιδιο... σχεδόν. Το ψάρι στη μέση θυμίζει τους απόντες και δίνει παραμυθία στους παρόντες, το κρασί φερμένο από την Magna Grecia, το iPod σκορπάει τις μουσικές του κόσμου. Ολίγοι, κουρασμένοι, φίλοι. Από κάθε νησί φερμένοι, με έγνοιες, συνεπείς ωστόσο στο ραντεβού, την τελετή. 

Η τελετή. Δείπνο εν μετεωρισμώ. Μετέωροι στην κάψα, στην τούλινη νύχτα, στην πανσέληνο, στη σιγαλιά. Μετέωροι στις ομιλίες που γλιστρούν αβίαστα, στις μάταιες κουβέντες που συντροφεύουν και παρηγορούν, σπρώχνουν τη νύχτα έως τον όρθρο τον βαθύ.

«Κι αμίλητοι γευόμαστε μποροστά μας το λιτό δείπνο, τί άθελά μας όλοι την ίδια σκέψη εκλώθαμεν...»

Λευκή η σάρκα του ψαριού, σπιθίζει το κρασί μες στο ποτήρι, το μαύρο ψωμί βουλιάζει στις σκιές. Το παγωμένο απόσταγμα ψυχραίνει και ανάβει. Όλο το δείπνο είναι τούτη η προσφορά πάνω σε άσπρο μάρμαρο, το σύρσιμο των ποτηριών, το ασημόχρυσο φως άνω, η πορτοκαλιά διαύγαση κάτω, η αιώρηση στο ύψος των ονείρων.

Τώρα, οι αυλές σηκώθηκαν στο ύψος των ονείρων. Όνειρα δύσκολα, σπάνια. Κι όμως συμβαίνουν, σαρκώνονται, και τότε οι άνθρωποι σηκώνο­νται κι αυτοί, και μουρμουράνε ακατάληπτες ευχές πλάι στον Βράχο.

Και νιώθουν σαν τον ποιητή, ψυχές να κυκλώνουν τον δείπνο και τον κόσμο: 

ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια
να πιουν στου θάρρους την πηγή· μα κι άλλες
παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες
παλιές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν
― τί τώρα είν’ πιότεροι οι νεκροί κι απ’ όλους
της γης τους ζωντανούς―, που από τη ζέστα
της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,
καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες
τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε
τις νιώθω από παντού, κι αφήστε τις
 να φτάσουνε ώς εδώ, ν’ απλοχερίσουν
αόρατες σε τούτο το τραπέζι του Πλούτωνα...*

Ετσι επέρασε ο Αύγουστος. Μπήκαμε στο φθινόπωρο.




ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ,
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Ξαναγράψε τα. Αλλιώς, πάλι, τα ίδια... 

Γράφω λοιπόν ξανά: Ποτέ δεν τελειώνει η συγκίνηση ενός τραπεζιού με φίλους, αυτός είναι ο πολιτισμός μας ο κυτταρικός, ο πολιτισμός του πλατωνικού Συμπόσιου, των επιγραμμάτων, της τάβλας και της ταβέρνας, του γαμήλιου και του νεκρόδειπνου, ένα τραπέζωμα είναι η ζωή, με αλκοολικούς ατμούς και διαχύσεις αισθημάτων, με γενεές διαδόχων, με ψάρι του πένθους και πιλάφι του γάμου, με α­-γκαλιές ανοιχτές τα σπίτια των κουμπάρων και των προσφιλών, με την Ακρόπολη να στέφει το Σπίτι των Δείπνων και των Πανσελήνων, τις Καρυάτιδες καλόγνωμες να παραστέκονται και να σκορπάνε ευζωΐα και αγάπη. 

Γράφω λοιπόν για ώρες αττικές και ώρες κυκλαδίτικες, για ώρες μεσσηνιακές, κυπριακές, μακεδονίτικες και ηπειρώτικες, για ώρες αρχαίες μεσογειακές που σκάνε παφλάζοντας στο 2009 απαράλλαχτες, σε αστικά σπίτια φθινοπωρινά πλάι σε οθόνες plasma με μεζέδες εκλογών, ώρες των φίλων και των οικείων, των τωρινών και των ερχόμενων, και των κεκοιμημένων, Γιώργου του γιατρού και Δημήτρη του εμπόρου, καλόγνωμων συνδαιτυμόνων που τους θυμάμαι πάντα με τραπεζώματα στα ζεστά τους σπίτια των Εξαρχείων, ανθρώπους θυμόμαστε πάντα, χαμόγελα, φωνασκίες, χωρατά, πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα ανθρώπων, άνθρωποι είναι τα τραπέζια, τα δείπνα, τα τσιμπούσια, οι μυστικές αυλές και οι μεταφυσικές ταράτσες, τα ραχατλίδικα σαλόνια με πούρα κι αποστάγματα, τα καλβαντός, οι γυναίκες μας λεπτές αισθαντικές, και ο αυτοσαρκασμός εκείνο τον τρομερό Δεκέμβρη με λαμπαδιασμένο δέ­ντρο και προσέκο, με no future χού­-ντις και μελαγχολική ανάκληση Saint-Juste και Sans-Culottes, πρόσωπα, άνθρωποι, ομιλίες και συναναστροφές. Γύρω από τραπέζια. 

Γύρω από κάθε τραπέζι κουβαλάμε τον παρόντα βίο και τα φορτία μνήμης, χωνεμένα, αχώνευτα, αχνά, μισοσβησμένα, έτοιμα ωστόσο πάντα να αποδώσουν τον ηλεκτρισμό τους, να φωτίσουν και το τραπέζι μας το τωρινό σαν να ’ναι τελευταίο. Σε κάθε τραπέζι έρχεται υπόκωφα το αθηναϊκό γκιουβέτσι του Παπαδιαμάντη και του παιδικού Πειραιά, τσου­γκρίσματα σε βαφτίσια, κλαρίνα και βιολιά, ροκιές ρομαντικές, αστική ευωχία και λυμένες γραβάτες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μεθυσμένα βίντεο, θραύσματα και αποσπάσματα μιας ζωής μονταρισμένης με λαχάνιασμα, με κρίσιμα κενά, με κενά που συμπληρώνονται μόνο εκεί, γύρω απ’ το τραπέζι, με φλας μνημονικά, με ανασυνθέσεις, με επανεγγραφές, με προς στιγμήν ολόκληρες εικόνες ζωηρές, που ύστερα ξανασβήνουν αλλιώτικες πια, ύστερα: αφού αφήσεις πια το τραπέζι. 

Γράφω λοιπόν για το Μεγάλο Τραπέζι, αυτό που στήθηκε πριν από αιώνες πολλούς και το βρήκαμε εμείς στρωμένο, καθίσαμε νήπια και θα σηκωθούμε μια για πάντα. Το Μεγάλο Τραπέζι απαρτίζεται από πολλά μικρά τραπέζια, αρίφνητα, πολλά μικρά φιλμάκια η ζωή του καθενός, και τους χωράει όλους τους ανθρώπους της ζωής μας, χωράει κι όσους μακρινούς ευλόγησαν τα τραπέζια με το παράδειγμά τους. Τα έχει όλα το Τραπέζι το Μεγάλο, αισθήματα, ουλές, προίκες, δόξες, καημούς κι απωθημένα· κι όλα γλυκαίνουν, μαλακώνουν, μεταμορφώνονται ωραία και ίπτανται πάνω από ποτήρια και ευχές, πειράγματα και παλλιλογίες.

Τα ίδια και τα ίδια λέμε, κι όλο διαφορετικά, τα ίδια πάντα, και πάντα ζωογόνα. Τα ίδια και τα ίδια, παρηγορητικά. Γύρω από το τραπέζι. 



ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Στοιχηθείτε.

Σε ποια τραπέζια καταλήγουμε αργά τη νύχτα, με ποιους στοιχιζόμαστε, για να κορέσουμε την πείνα, θερισμένοι από αλκοόλ ή ξέπνοοι από δουλειά; Στα μικροσκοπικά τραπέζια των μπαρ και των μπιστρό, που ξενυχτάνε και περιμένουν τις παρέες της στιγμής. Σαν νυχτοπεταλούδες φτάνουμε, από επαγγέλματα της νύχτας ή από εφηβική συνήθεια, ξενύχτηδες κατά συρροήν, αναζητώντας μακαρονάδα, σούπα, ένα κρέας, ζεστό ψωμί, ένα μπουκάλι δροσερό κρασί, έναν ακόμη γύρο μπέρμπον.

Όλα χωράνε στα μικρά τραπέζια. Ποτά, ψωμιά, σαλάτες, τσιγάρα, κινητά. Όλοι χωράνε. Μες στους ατμούς του αλκοόλ, βαθιά μέσα στη νύχτα, κανείς δεν περισσεύει. Η ευφυΐα υποχωρεί, οι λαμπερές ατάκες αργοσβήνουν, το θέατρο και η ταινία, τα επαγγελματικά, το θάψιμο, όλα υποχωρούν, και στο τραπεζάκι ανεβαίνουν λόγια ελαφρά και βαθιά, λόγια ελευθερωμένα από το οινόπνευμα, ελαφρά και ριψοκίνδυνα, λόγια που γιατρεύουν και πληγώνουν.

Σκιρτούν τα σώματα μες στο ντεκόρ, σκιρτούν ακόμη και στομωμένα απ’ τη μέθη, ραγίζουν καρδούλες στο μπαρ Ξενύχτης, τα εξατμισμένα αισθήματα σμίγουν με τους καπνούς, παλαιές γνωριμίες αναθερμαίνονται, σπιθίζουν και κρατούν όσο κρατήσει αυτό το τραπεζάκι.

Ο πιο βουλιμικός ή πιο ουισκοθερισμένος ορμάει πρώτος στο ζεστό φαΐ, αναστενάζει, και σιγαλά ευλογάει. Τούτο το φαΐ ενώνει περισσότερο απ’ όλα, είναι η κυριακάτικη εστία των εκτροχιασμένων, είναι η λοιδωρία του γκουρμέ, είναι φαγάκι υποστύλωσης και παρηγοριάς, είναι η αποθέωση του ό,τι-να-ναι, είναι το λάθος ανώτερον της τέχνης.

Στο ημίφως δεν διακρίνεις τις nuances, δεν ξεχωρίζεις μουσικές, απολαμβάνεις το μουρμουρητό της όποιας παρέας σου ’τυχε, νιώθεις τη ζεστή μπουκιά να αργοκυλά και σφίγγεις όποιο φυλαχτό είν’ εύκαιρο: κλειδί σπιτιού, κινητό, αναπτήρα, ζεστό χέρι. 
Κρατιέσαι απ’ την ανάμνηση, μιας βότκας, ενός στίχου ριγμένου στον δρόμο σαν ψωμί, από του Τέλλου Αγρα μια στροφή, κι από ’να καλοκαίρι του Μολύβου.

Γυρνούν τις καρέκλες ανάποδα, χαμηλώνει η αόριστη μουσική (σαν ν’ άκουσα «Wild is the wind»), φώτα αναβοσβήνουν φευγαλέα. Να πληρώσουμε. Να βγούμε στ’ αγιάζι ― «χαράζει στήθος βαθύ περιστεριού».


Ζωγραφική: Μανώλης Ζαχαριουδάκης

* Οι στίχοι στον «Μετεωρισμό Αυγούστου» προέρχονται από τον «Ελληνικό Νεκρόδειπνο» του Άγγελου Σικελιανού.

Ο Νίκος Ξυδάκης είναι από σήμερα αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού.