Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Πόλις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Πόλις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11.1.21

Καραντίνα


εικόνα: Τέλλος Φίλης

 

της Μαριγώς Αλεξοπούλου


Όταν βγεις από εκεί

άραγε το πρόσωπο σου θα είναι ίδιο;

Πώς είναι όταν γυρίζεις

από την ξενιτιά,

τον πόλεμο,

την εξορία; 

Εξορίστηκες μέσα σου

και τώρα εξορίστηκες στ’ αλήθεια,

στο δωμάτιο,

στο φωτιστικό,

στο παράθυρο.


Πίσω από την πόρτα

παραμονεύει

το καθήκον,

η συνύπαρξη,

αυτό που λέμε αγάπη

εν τη απουσία σου. 


Η Μαριγώ Αλεξοπούλου είναι φιλόλογος στη Σχολή Μωραΐτη. 
Το ποίημα αυτό περιλαμβάνεται στην έβδομη ποιητική της συλλογή, «Νυχθημερόν», 
που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πόλις

25.9.20

Περί ευτυχιοκρατίας


 
γράφει ο Τέλλος Φίλης


Σ’ αυτό το βιβλίο βρήκα όλες τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν τολμούσα να κάνω τόσους μήνες στον εαυτό μου. Ουσιαστικά, η ανάγνωσή του δημιούργησε μία "συνθήκη σχέσης" σχεδόν σαν μια ερωτική ιστορία, όταν διαπιστώνεις ότι ο σύντροφός σου είναι αυτός που σου απαντά σε ό,τι δεν ρωτάς, είτε από ανασφάλεια, είτε από μιά άγουρη ακόμη οικειότητα, είτε από έναν ανομολόγητο υπαρξιακό φόβο γι’ αυτό που εσύ ήδη είσαι, αλλά με τεχνάσματα ακόμη αποκρύπτεις ακόμη κι από τον ίδιο σου τον εαυτό.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, ενώ ουσιαστικά αποτελεί μία κοινωνιολογική μελέτη, λειτουργεί περισσότερο σαν άτυπη ψυχαναλυτική συνεδρία 300 σελίδων, όπου το τελικό συμπέρασμα είναι ότι "δεν είσαι τρελός" ― τουλάχιστον αν σκέφτεσαι και ιεραρχείς τα "θέματά" σου όπως εγώ.

Έτσι ακριβώς λειτούργησε σε μένα λοιπόν, που ο εγκλεισμός, τα νέα της πανδημίας, οι ανομολόγητοι φόβοι κι οι εμμονές φίλων και γνωστών, με την ταυτόχρονη επίδειξη μιας ευημερίας ακατανόητα επιφανειακής σε μένα, στα κοινωνικά δίκτυα, είχαν φτάσει να μου προξενούν διάφορες υπαρξιακές εκρήξεις του τύπου: "ποιος είμαι εγώ, ποιος είναι ο κόσμος".

Οι συγγραφείς με εξαιρετικά γλαφυρό και ευκολοδιάβαστο λόγο με βοήθησαν να εξηγήσω πολλά από τα παράξενα που ένιωθα να συμβαίνουν, να σταθούν αφορμή να ξανασκεφτώ αυτή την επιμονή "ότι δεν τρέχει και τίποτε, όλα είναι περαστικά" των κοινωνικών δικτύων, ειδικά από νεαρότερες ηλικίες, ή "χτίσε κοινωνικό προφίλ σαν να είσαι πίτσα κι όχι άνθρωπος με ψυχολογικές διακυμάνσεις".

Από την άλλη βεβαίως είναι κι ένα απολύτως κατατοπιστικό εγχειρίδιο που σου εξηγεί γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πάση θυσία ευτυχία, αλλά πως η γνώση, η σκληρή κι ανελέητη αυτογνωσία, είναι ο μόνος επαναστατικός ηθικός προορισμός, αν θέλουμε να πούμε ότι κάποια στιγμή "ζήσαμε" και δεν είμαστε από χρόνια ήδη "νεκροί". 



Edgar Cabanas, Eva Illouz

Ευτυχιοκρατία

Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας

Μετάφραση: Βασιλική Πέτσα

Αθήνα, Πόλις 2020

352 σελ.



24.5.18

Ο έρωτας στα γηρατειά




γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

[ πρώτη δημοσίευση: Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 7.7.2002 ]


Ο Φίλιπ Ροθ αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς ζώντες* Αμερικανούς συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1933 σε μία μικροαστική εβραϊκή οικογένεια, στη βιομηχανική πόλη Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, απέναντι από τη Νέα Υόρκη. Άρχισε να γράφει στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Πρόκειται για συγγραφέα ειρωνικό, σαρκαστικό, με έναν πολύ δικό του τρόπο, μελαγχολικό, και ταυτόχρονα με διεισδυτικό, κριτικό βλέμμα στα ήθη και στη ζωή της μεταπολεμικής Αμερικής. Συχνά τα βιβλία του προκαλούν αντιδράσεις, που φτάνουν μέχρι το σκάνδαλο. Λόγου χάρη, αυτό συνέβη με το πρώτο του μυθιστόρημα, Αντίο Κολόμπους (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις), αλλά και με το περίφημο Η νόσος του Πορτνόυ (Εκδόσεις Γράμματα), για το οποίο μάλιστα ένα τμήμα της εβραϊκής κοινότητας τον αποκάλεσε «Εβραίο αντισημίτη».

O Ροθ είναι επίσης ιδιαίτερα παραγωγικός. Τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά του Αμερικανικό ειδύλλιο (1997), Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998), και Η ανθρώπινη κηλίδα (2000) κέρδισαν αντιστοίχως τις διακρίσεις Ambassador Book Award, Pulitzer Prize και PEN/Faulkner Award.

Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Το ζώο που ξεψυχά (The Dying Animal, 2001), αποτελεί τρόπον τινά το επίμετρο της τριλογίας που συνιστούσαν τα τρία προαναφερθέντα βιβλία του. Η τριλογία αυτή φωτίζει το ιδεολογικό τοπίο της Αμερικής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τείνει να αποδείξει πως ο αντικομμουνισμός, ο ψυχρός πόλεμος, το κίνημα των χίππυ’ς και πιο πρόσφατα η πολιτική ορθότητα συνδέονται ως ιδεολογίες. Στο Ζώο που ξεψυχά, ο Ροθ φιλοδοξεί να αναδείξει την επίδρασή τους στα σεξουαλικά ήθη του αμερικάνικου έθνους.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι συμπυκνωμένος Ροθ. Όπως το μυθιστόρημα του Ντον Ντελίλο Χρόνοι του σώματος είναι ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο 124 σελίδων ανάμεσα στα κατά τα άλλα εκτενή πεζογραφήματά του, έτσι και Το ζώο που ξεψυχά είναι μία γοργή καταβύθιση στο μυαλό του Ροθ. Οι δαιδαλώδεις εσωτερικοί μονόλογοί του, το ταλέντο του να υποτάσσει το κάθε τι σε λογοτεχνικούς όρους, η τάση του για διεξοδικές περιγραφές, η "χρέωση" κάθε άποψης στον αναγνώστη, συγκροτούν μία ομοβροντία που καθηλώνει.

Αφηγητής όμως εδώ δεν είναι ο Νέιθαν Ζάκερμαν, το προσφιλές άλτερ έγκο του Ροθ, αλλά ο Ντέιβιντ Κέπες, καθηγητής σε κολλέγιο της Νέας Υόρκης, και ταυτόχρονα διάσημος θεατρικός κριτικός με εκπομπή στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Παρά την ηλικία του (περασμένα τα 60), ο Κέπες είναι ιδιαίτερα δραστήριος ερωτικά, εξ ου και συνάπτει σχέση θερμή και παθιασμένη με μία μόλις 24χρονη φοιτήτριά του, ονόματι Κονσουέλα Καστίγιο, κόρη πλούσιων Κουβανών αυτοεξόριστων, η οποία καταφέρνει να αναστατώσει την ερωτική του ζωή. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαν ομολογία-μονόλογος με άγνωστο αποδέκτη, και περιστρέφεται ακριβώς γύρω από την ακμή και την παρακμή αυτής της σχέσης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Κέπες: ένα αρσενικό αρπακτικό, που θήτευσε επί δεκαετίες (αφού χώρισε με τη γυναίκα του, το 1960) στο ελεύθερο σεξ και τώρα αντιλαμβάνεται ότι η συνθήκη του αρπακτικού είναι, μοιραία, η μοναξιά.

Στο επίκεντρο του τολμηρού αυτού βιβλίου βρίσκεται μία μάλλον βίαιη σκηνή στοματικού έρωτα, όπου η Κονσουέλα, αφού ικανοποιήσει τον Κέπες, τον δαγκώνει, δείχνοντάς του τα όρια της υπομονής της αλλά και την οικονομία της ανταλλαγής που τους έχει ρουφήξει και τους δύο τους μέσα της. Η σκηνή αυτή, που ίσως προκαλεί αμηχανία ή και ενόχληση στον αναγνώστη, λειτουργεί ρυθμιστικά για το υπόλοιπο του βιβλίου, που είναι η αφήγηση του ανεξέλεγκτου πάθους του Κέπες για τη νεαρή μαθήτρια του.

Ο Ροθ καταφέρνει να εντάξει κάθε σκηνή αλλά και κάθε περιγραφή χαρακτήρα που παίρνει μέρος στην πλοκή του Ζώου που ξεψυχά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ανδρικής σεξουαλικότητας, που είναι το βαθύτερο θέμα του μυθιστορήματος.

Η κοινωνία μας φαίνεται να πιστεύει ότι η σαρκική επιθυμία από μια ηλικία και έπειτα συνιστά ένα είδος απρέπειας, παραβλέποντας την αλήθεια: η επιθυμία εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη κι όταν το σώμα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί. Αλλά η σαρκική επιθυμία που είναι παρούσα στα περισσότερα από τα έργα του του Ροθ θεωρήθηκε από πολλούς απρεπής πολύ πριν ο Ροθ πατήσει τα εβδομήντα — όση είναι περίπου και η ηλικία του Κέπες.


Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ και η Πενέλοπε Κρους στην «Ελεγεία του έρωτα» τανία της Ιζαμπέλ Κοϊξέτ 
βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το ζώο που ξεψυχά»

Το ζώο που ξεψυχά δεν είναι ακριβώς ένα "ευχάριστο" κείμενο• και δεν μπορεί εύκολο να κατηγορήσει κανείς τις γυναίκες που τυχόν θα θεωρήσουν ότι ότι τις προσβάλλει. Παρά ταύτα, στους χαρακτηρισμούς "άσχημο" ή "προσβλητικό" μπορεί κανείς να αντιτάξει τον χαρακτηρισμό: αληθινό. Γιατί, όπως ακριβώς και στην τριλογία του που προαναφέρθηκε, έτσι και εδώ, ο Ροθ προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που η κοινωνία θεωρεί αποδεκτό και σε αυτό που είναι αληθινό. Για τον ήρωα του Ροθ, το σεξ είναι ο πιο αληθινός δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Τη φάση που εκείνος προετοιμάζεται να "αποπλανήσει" την Κονσουέλα, όταν συζητά μαζί της για τη ζωή της αλλά και για τη λογοτεχνία και για τη ζωγραφική, ο Κέπες την αποκαλεί κωμωδία κατά την οποία δημιουργούμε έναν σύνδεσμο άλλον από εκείνον (ούτε καν μπορεί να συγκριθεί) που δημιουργείται φυσικά   και    γνήσια από τον πόθο. Συζητά μαζί της για τον Κάφκα και τον Βελάσκεθ και διερωτάται: Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα βυζιά της και με το δέρμα της και με το παράστημά της; Η γαλλική τέχνη του φλερτ δεν μου προξενεί το παραμικρό ενδιαφέρον. Μόνον ο ζωώδης πόθος.

Όπως κάθε σπουδαίο κείμενο που ασχολείται με το σέξ —τα κείμενα του Χένρυ Μίλλερ αποτελούν λαμπρές εξαιρέσεις —, Το ζώο που ξεψυχά είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Ο Κέπες νιώθει πια την ανάγκη για συντροφικότητα που τόσα χρόνια είχε καταπολεμήσει, όπως νιώθει και σκλάβος της ερωτικής του επιθυμίας. Κι όσο πιο πολύ του παραδίνεται η Κονσουέλα τόσο μεγαλώνει μέσα του ο φόβος ότι θα τη χάσει. Ετσι, Το ζώο που ξεψυχά γίνεται μία διακήρυξη του τι είναι δυνατόν να συμβεί ανάμεσα σε δύο αμοιβαία αποκλειστικές επιθυμίες. 

Μερικά χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Πικάσο παρουσίασε στην Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου μία σειρά έργων του με θέμα τον καλλιτέχνη και το μοντέλο του. Εκεί ο μεγάλος ζωγράφος συνέδεε τη φθίνουσα σεξουαλική δύναμη του δημιουργού με την παρακμή των καλλιτεχνικών του δυνάμεων. Στο Ζώο που ξεψυχά, ο καλλιτέχνης και το μοντέλο, η αισθησιακή θεότητα και ο θερμός της λάτρης, συναντιούνται σε ένα γήπεδο, και η αναμέτρησή τους προκαλεί θλίψη και συγκίνηση ταυτόχρονα. Και ο Ροθ, όμοια με τον Πικάσο, φαίνεται να συνδέει τη δύναμη της τέχνης με τη σεξουαλική ορμή: και τα δύο είναι τρόποι αντιμετώπισης του θανάτου.

Κείμενο παθιασμένης αμεσότητας αλλά και καίριας διερεύνησης της δέσμευσης και της ελευθερίας, Το ζώο που ξεψυχά είναι διανοητικά τολμηρό, πειστικά ειλικρινές, και εξαιρετικά σύγχρονο: μία ιστορία σεξουαλικής ανακάλυψης που την αφηγείται ένας 70χρονος για τον εαυτό του· μία ιστορία για τη δύναμη του έρωτα και για την πραγματικότητα του θανάτου.

* Ο Ροθ πέθανε στις 22 Μαΐου 2018 στη Νέα Υόρκη.




Φίλιπ Ροθ
Το ζώο που ξεψυχά
Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς
Αθήνα
Εκδόσεις Πόλις 2002
149 σελ.



10.12.14

Νίκου Μπακουνάκη, «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας»

Στις 5 Οκτωβρίου 1873 δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εφημερίς των Αθηνών η ιστορία ενός άπορου 17χρονου κοριτσιού από τον Πειραιά που μεταμφιέζεται σε αγόρι για να βρει στην Αθήνα εργασία και κατοικία. 

Είναι η πρώτη αφήγηση σε ελληνική εφημερίδα, η πρώτη «ιστορία με ανθρώπινο ενδιαφέρον» («human interest story»), όπως την ονομάζουν οι Αμερικανοί, «fait divers», όπως την ονομάζουν οι Γάλλοι, ένα είδος με το οποίο ο Τύπος στρέφεται προς το πραγματικό και αναπαριστά ή εξιστορεί την καθημερινότητα. 
Το αστυνομικό δελτίο, τα δικαστικά πρακτικά, το κοινωνικό περιθώριο και η εργατική τάξη, οι πόλεμοι είναι οι προνομιακοί χώροι απ’ όπου η δημοσιογραφική αφήγηση αντλεί τα θέματά της. Ένα διπλό έγκλημα στα Βίλια, που εκδικάζεται με διερμηνέα γιατί δράστες και μάρτυρες ομιλούν μόνο αλβανικά, ένας φόνος στα Τρίκαλα με δράστη ηγούμενο τοπικής μονής για λαθρεμπόριο τσιγαρόχαρτου, οι συνθήκες διαβίωσης των εργατών στο Λαύριο, τα αιματηρά επεισόδια μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας στα Προπύλαια, ο θάνατος του γιου τού στρατηγού Καλάρη στους Βαλκανικούς Πολέμους, η άφιξη των Ελλήνων αιχμαλώτων στρατιωτών από τη Μικρά Ασία σε μια ερημική ακτή του Πειραιά, το μυστηριώδες έγκλημα του Κηφισού (η δολοφονία Αθανασόπουλου) –η διασημότερη ίσως δημοσιογραφική αφήγηση στον ελληνικό Τύπο–, η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1933, όπου για πρώτη φορά ακολουθούνται οι αφηγηματικοί κανόνες των κινηματογραφικών σεκάνς, το κοινωνικό περιθώριο της Αθήνας και οι πόρνες των Βούρλων, όπου για πρώτη φορά στις ελληνικές εφημερίδες έχουμε απόκρυψη ταυτότητας από την πλευρά του ρεπόρτερ, είναι μερικές από τις αφηγήσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα για να παρουσιαστεί αυτό το είδος στον ελληνικό Τύπο.


Η Εφημερίς είναι η πρώτη ημερήσια εφημερίδα που εκδίδεται στην Ελλάδα και ανήκει στον τύπο της ανεξάρτητης εφημερίδας μεγάλου κοινού, με την οποία ανοίγει ο ελληνικός αιώνας των εφημερίδων. Ακολούθησαν πολλοί τίτλοι, που έφεραν στο όλο και αυξανόμενο αναγνωστικό κοινό την ποιητική της καθημερινότητας. 

Στο βιβλίο, εκτός από τις αφηγήσεις, παρουσιάζονται και οι φορείς της αφήγησης, οι εφημερίδες, η οργάνωσή τους, η διανομή τους, τα τιράζ τους, η ανταπόκρισή τους στην τεχνολογία, το άνοιγμά τους στον έξω κόσμο. Παρουσιάζονται βεβαίως και οι αφηγητές, οι δημοσιογράφοι ή οι ρεπόρτερ, η επαγγελματοποίησή τους, η εμφάνισή τους στις στατιστικές, αλλά και η διαρκής κίνησή τους από τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία, και αντίστροφα.


Το Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ – Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος-20ός αιώνας είναι η πρώτη έρευνα στην οποία ο ελληνικός Τύπος δεν αντιμετωπίζεται ως κεφάλαιο της πολιτικής ιστορίας αλλά ως αυτόνομο αφηγηματικό πεδίο, με τους δικούς του κανόνες σε σχέση με τη λειτουργία του βλέμματος του ρεπόρτερ, της μαρτυρίας, του πρώτου προσώπου, της τεκμηρίωσης του γεγονότος, της υπογραφής. Καθώς η εφημερίδα ως μέσο και ως μορφή αρχείου έχει χάσει σήμερα την κυριαρχία της, μπορούμε να πούμε ότι το βιβλίο αυτό ανήκει σ’ έναν ιδιαίτερο χώρο της επιστήμης της Ιστορίας, που ονομάζεται Αρχαιολογία των Μέσων. 

Tο βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.




Ο Νίκος Μπακουνάκης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1956. Είναι απόφοιτος του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών και élève diplômé της École des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS) του Παρισιού. Διδάκτωρ Ιστορίας και Πολιτισμών της EHESS. Δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης πολιτισμού στο Βήμα της Κυριακής. Έχει εκλεγεί τακτικός καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει από το 2003. Το 1997 δημιούργησε το ένθετο «βιβλία» στο Βήμα της Κυριακής, το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Μια στιγμή της Ευρώπης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ο λόγος, η εικόνα, ο μύθος του Ανδρέα Ρηγόπουλου (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2008).

22.11.14

Φίλιπ Ροθ: Τι κάνεις όταν είσαι εξήντα δύο χρονών και...;


[...] Τι κάνεις έτσι και είσαι εξήντα δύο χρονών και πιστεύεις ότι ποτέ ξανά δεν θα καταφέρεις κάτι με ένα τόσο όμορφο πλάσμα; Τι κάνεις αν είσαι εξήντα δύο χρονών και η παρόρμηση να απολαύσεις ό,τι μπορείς είναι δυνατότερη από ποτέ; Τι κάνεις αν είσαι εξήντα δύο χρονών και όλα εκείνα τα μέρη του σώματος που ώς τώρα ήταν αόρατα (νεφρά, πνεύμονες, φλέβες, αρτηρίες, εγκέφαλος, έντερα, προστάτης, καρδιά) αρχίζουν σιγά σιγά να κάνουν δυσάρεστα αισθητή την παρουσία τους, ενώ το όργανο που μέχρι σήμερα ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό στη ζωή σου είναι καταδικασμένο να μαραζώσει και να περιπέσει σε αχρησία; [...]

Απόσπασμα από τη νουβέλα του Φίλιπ Ροθ Το ζώο που ξεψυχά (μετ.: Γιώργος Τσακνιάς, Εκδόσεις Πόλις 2002], κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο άρτια και σοφά οικονομημένα βιβλία του.

Ο Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγου. Διετέλεσε καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά «Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης» στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Μπρούνο Σουλτς και ο Μίλαν Κούντερα. Κυκλοφορούν στα ελληνικά αρκετά βιβλία του (http://www.biblionet.gr/author/9358/Philip_Roth), στην πλειονότητά τους από τις Εκδόσεις Πόλις, οι οποίες πρόσφατα κυκλοφόρησαν το βιβλίο του Ροθ Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους (μετ.: Κατερίνα Σχινά), μια εμβληματική συλλογή με δοκίμια και συνεντεύξεις του Ροθ. Όπως έγραψε ο Ηλίας Μαγκλίνης στην Καθημερινή, «προσφέρεται ιδανικά για τους φανατικούς του αναγνώστες αλλά και για όσους θα ήθελαν να μυηθούν στον συγγραφικό του κόσμο χωρίς να ξεκινήσουν με κάποιο από τα μυθιστορήματά του. Μαζί με τις «Κουβέντες του σιναφιού» αποτελούν έναν πρώτης τάξεως οδηγό σε μια οδό που κινείται κάπου ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, στον στοχασμό πάνω στη γραφή και στο ίδιο το συγγραφικό εργαστήρι – με κάμποσα ψήγματα (αυτο)βιογραφίας μέσα».