Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλοι τού έλεγαν ότι πρέπει να το ξανασκεφτεί. Πράγματι, ο κίνδυνος να «αφανίσουν» οι φρενήρεις ρυθμοί του διαδικτύου το «Εαρινό Εξάμηνο», το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια, εκπαιδευτικού και θεατρικού σκηνοθέτη, που ζει και εργάζεται στην Κύπρο, δεν ήταν αμελητέος. «Η ιδέα που μου έλυσε τα χέρια ήταν η δημοσίευσή του σε συνέχειες», εξομολογείται ο συγγραφέας, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να θέσει νέους στόχους και να ξαναδεί κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά. Την ίδια στιγμή και χωρίς ίσως να είναι μέσα στις προθέσεις του δημιουργούσε μέσα απ' αυτόν το διαφορετικό τρόπο χρήσης του βιβλίου και μία άλλου τύπου σχέση με τους αναγνώστες του, που χωρίς υπερβολή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προσωπική και οικεία. Ετσι, από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2012, οι φίλοι του «Εαρινού Εξαμήνου» είχαν τη δυνατότητα να βυθιστούν στις περιπέτειες της Ντίνας, μιας δευτεροετούς φοιτήτριας στο Ρέθυμνο, που μέσα σε λίγους μήνες επιχείρησε να κάνει την προσωπική της εξέγερση, εφευρίσκοντας ένα δικό της τρόπο για να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα, επιθυμώντας την ίδια στιγμή να ξεφύγει απ' αυτήν.

Ο συγγραφέας θεώρησε σημαντικό να τονίσει ότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στη σκιά των γεγονότων του 2008 -το οποίο βρίσκεται πίσω από την αφήγησή του-, καθώς του δημιούργησε, όπως ο ίδιος παραδέχεται, μια πιεστικότερη απ' ό,τι συνήθως ανάγκη να θίξει κάποια ζητήματα. Ωστόσο, από το να δώσει ένα πολιτικό μυθιστόρημα με τη στενή έννοια προχώρησε σε μια λύση με πολύ μεγαλύτερο μυθοπλαστικό ενδιαφέρον, ρίχνοντας τη ματιά του σ' εκείνη την περίοδο που η κρίση ήταν ακόμη απλώς ένα ενδεχόμενο και οι ήρωες «ζούσαν σαν να μη συνέβαινε αυτό που στην ουσία έχει ήδη συμβεί».


Ο κόσμος τώρα

Η Ντίνα, η όμορφη και έξυπνη 19χρονη φοιτήτρια, που αποφασίζει να σπάσει ό,τι ορίζει το πραγματικό, είναι ο κεντρικός άξονας της αφήγησης: ο χρόνος και ο τόπος της. Μαζί της ο Στόγιας αναλαμβάνει ένα πραγματικό συγγραφικό ρίσκο, καθώς ολόκληρο το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ξεφύγει σε σκέψεις και συναισθήματα που προσωποποιούνται. Ο στόχος του όμως δεν είναι ούτε να ξελογιάσει ούτε να συγκινήσει. Παίρνοντας τις απαραίτητες αποστάσεις, επιτρέπει στην ηρωίδα του να γίνει όχημα, για να εξερευνήσουμε εκτός από τον κόσμο της και τον κόσμο που την περιβάλλει, τον οποίο η Ντίνα θέλει εδώ και τώρα, δίνοντας μια σειρά από ενδιαφέροντες δεύτερους χαρακτήρες, όπως είναι οι φίλοι, οι εραστές, ο καθηγητής στη σχολή που κερδίζει την προσοχή της και κυρίως ο χήρος πατέρας της με τον οποίο μοιράζεται μια περίπλοκη σχέση. Η παρουσία του πατέρα της, Αντώνη, που εμφανίζεται πότε γεμάτος τύψεις και πρόθυμος να φτιάξει τη σχέση με την κόρη του, η οποία βρίσκεται σε ξέφρενη πορεία, και πότε γεμάτος οργή για τη συμπεριφορά της, αποκτά ειδικό βάρος και μάλιστα με ενδιαφέρουσες πολιτικές νύξεις, καθώς σ' αυτήν εμπλέκονται στοιχεία που διέπουν τη σχέση της «γενιάς της Μεταπολίτευσης» με εκείνη που μπορεί να προσδιοριστεί ως «γενιά του Δεκέμβρη».

Ο συγγραφέας, αξιοποιώντας τη θεατρική εμπειρία του, δε διστάζει να προωθήσει την πλοκή μέσα από το διάλογο. Η επιλογή αυτή χαρίζει ζωντάνια στο κείμενο επιτρέποντας στον αφηγητή να αποποιηθεί τον παντοδύναμο ρόλο του, ώστε οι αναγνώστες να έχουν μια σχεδόν αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Το χιούμορ του Στόγια, που κάνει αισθητή την παρουσία του από την πρώτη κιόλας σελίδα, έρχεται να εξισορροπήσει τη νευρικότητα και τη βία που απορρέουν τακτικά από τις επιλογές της πολύπλοκης ηρωίδας του.

H ηλεκτρονική έκδοση σε συνέχειες υποστηρίχτηκε με την ευρηματική εικονογράφηση του Moican, τη δουλειά της σχεδιάστριας Αλεξίας Νησιφόρου και τη μουσική που έγραψε για κάθε κεφάλαιο ο Αντώνης Τσαγκάρης. Την επιμέλεια του κειμένου είχε η Κωνσταντίνα Τσιάγκα.