31.12.19

Παραμονή Πρωτοχρονιάς



γράφει ο Τέλλος Φίλης

Ούτε κι εγώ κατάλαβα
πώς έγινε...
Απόψε έμεινα μόνος ώρα πολλή
και σκέφτηκα
Πέρασαν λέξεις για επίσκεψη
και μετά κάποιες κινήσεις
αργότερα ―όταν το κέφι ανέβηκε―
πέρασαν τα σώματα
δυο-τρεις εντάσεις
κάνανε τα σχετικά
να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα
πάρτι κανονικό
Παράξενο
περάσανε και σώματα
αδρά διαγράφονταν οι σιλουέτες
...πρόσωπα όχι
δεν πέρασε κανένα
― η μνήμη η άτιμη
όταν θέλει επιδέξια
πώς καταφέρνει
επιλεκτικά
και διαγράφει
τραύματα
Πιο πολύ οι λέξεις
λοιπόν κυκλοφορούν
στην ατομική μου δεξίωση
βράδυ παραμονής
μες  στη μοναχική μου ατμόσφαιρα
Και δώσ’ του να μου θυμίζουν
υποσχέσεις
και προτροπές
και νέα ξεκινήματα.
Κάποιους θαμμένους οριστικά στόχους
να μου θυμίζουν
να θυμίζουν
θυμίζουν
― ή έτσι να νομίζουν
Όχι, μωρέ, δεν έκλαψα
περασμένα ξεχασμένα
απλά
οξυγονοκόλλησα το χθες με το παρόν
―ξέρετε εσείς― με τούτο το μπλε οξυγόνο
που τελευταία ενέσκυψε στην πόλη
Ανεπιτυχώς
Ύπνος να μη με πιάσει
Ούτε το μάτι το κακό
Τις κάθισα απέναντι μου
τις περιποιήθηκα
και μετά τις ξεπροβόδισα
από το παράθυρο
που βλέπει στον ακάλυπτο
να φύγουν

Στον ουρανό ετούτης της παραμονής, να πετάξουν
μέσα στην υγρή νύχτα
αλλού να πάνε
να προλάβουν κι άλλους
να αναστατώσουν
Γιατί πιο πολύ και από τα πρόσωπα
Κι από τα σώματα
Κι απ’ τις κινήσεις
Οι ανέστιες λέξεις
είναι που πληγώνουν πιο πολύ
οι λέξεις
που δεν ξέρεις ούτε τη διεύθυνσή τους
να πας να ζητήσεις εξηγήσεις
μήπως τελικά
και κοιμηθείς
ψιθυρίζοντας "καλή χρονιά"

Τέλλος Φίλης

5.12.19

Γιώργος Ζήκας: Εμπειρικά




γράφει η Βάνα Χαραλαμπίδου


Αυθόρμητα, αυθαίρετα και αυτονόητα, όπως διευκρινίζεται στον υπότιτλο του βιβλίου του με τίτλο Εμπειρικά, ο Γιώργος Ζήκας καταθέτει τα αποστάγματα σκέψεων, εμπειριών, βιωμάτων και εντυπώσεών του από μία ζωή δοκιμασμένη σε πολλαπλά επίπεδα. 

Αυτοδημιούργητος και εμπειρικός συνθέτης και στιχουργός, με επιτυχίες που τραγουδήθηκαν από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές και με δέκα προσωπικά άλμπουμ στο ενεργητικό του, ένιωσε, όπως λέει ο ίδιος, τη σχέση του με τη μουσική και τη δημιουργία να τον πηγαίνει στον ουρανό, σ’ έναν δρόμο που έχασε όταν σταμάτησε να γράφει τραγούδια. 

Πολυτάλαντη και πηγαία καλλιτεχνική φύση, δοκιμάζει τώρα να καταθέσει γραπτώς ένα απάνθισμα από τα αναρίθμητα σκόρπια σημειώματα, που ούτως ή άλλως αποτέλεσαν συχνά και τη βάση των στίχων του που μελοποίησε κατά καιρούς. Ό,τι τον ενέπνευσε στη ζωή του (ο έρωτας, η φιλία, η γνώση, η μοναξιά, οι δοκιμασίες, οι ιδεολογίες, οι εξουσίες, τα αδιέξοδα) καταγράφεται απλά και ρεαλιστικά ως απόφθεγμα της προσωπικής εμπειρίας ενός καλλιτέχνη που αναγνωρίζει το χρέος του στη δωρεά που φέρει μέσα του. 



Ανήσυχος πάντα, μ’ ένα βιογραφικό που επισημαίνει το πέρασμά του από τον αθλητισμό, τη μόδα, το κόσμημα, το εμπόριο, το ραδιόφωνο και τελικά τη μουσική, γνήσια  αυθόρμητος, φύσει αισιόδοξος, ουσιαστικά φιλοσοφημένος, ισοβίως ανένταχτος, πνεύμα πολυσύνθετο και αδέσμευτο, αδυνατεί να τιθασεύσει την πηγαία έμπνευση που τον οδηγεί σε ποικίλες μορφές έκφρασης. Μία από αυτές συμπυκνώθηκε στο καλαίσθητο και «χειροποίητο» βιβλίο του με τίτλο «Εμπειρικά», αυθόρμητα, αυθαίρετα, αυτονόητα, που εξέδωσε, ιδίοις αναλώμασι, με προσωπική επιμέλεια και με ζωγραφιά του Γιάννη Ζήκα στο εξώφυλλο.

[ Η Βάνα Χαραλαμπίδου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Μία κουκίδα στον χάρτη ]

9.11.19

Μερικά μικρά οδόσημα

του Γιώργου Κορδομενίδη



# Βράδυ της 8.11.1987. Μπαίνω στο σπίτι κατά τις 11 το βράδυ ― είχα φύγει στις 8 το πρωί. Η μητέρα μου, μισοξαπλωμένη στο ντιβανάκι της κουζίνας, μ’ ένα μικρό πορτατίφ στο τραπέζι δίπλα της, διαβάζει ένα λαϊκό περιοδικό. Εδώ και λίγο καιρό έχει αρχίσει να ξεχνάει αν πήρε τα φάρμακά της, τι συμφωνήσαμε να μαγειρέψει, αν με ζήτησε κάποιος στο τηλέφωνο... Ωστόσο, με το που μπαίνω στο σπίτι, προτού ακόμη εμφανιστώ στο άνοιγμα της πόρτας, ακούω τη φωνή της: «Αγόρι μου, βγήκε το βιβλίο σου; Είναι όπως το ήθελες; Είσαι ευχαριστημένος; Για φέρ’ το μου να το δω...».

# Στο εξώφυλλο του τεύχους 1 του Εντευκτηρίου, δίπλα στη λέξη του τίτλου, φιγουράρει το σήμα του περιοδικού ―ένα έψιλον πεζό―, από τη σειρά που με συγκινητική προθυμία και ζήλο είχε σχεδιάσει η εικαστικός και αλησμόνητη φίλη Χριστίνα Ζερβού (1937-1988).


Λογότυπος για το Εντευκτήριο από τη Χριστίνα Ζερβού.
Χρησιμοποιήθηκε μόνο στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους.


Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο το σήμα, ότι ήταν δηλαδή ένα έψιλον! Η στιγμή που έπρεπε να πω στη δημιουργό του ότι δεν θα υπάρχει στα επόμενα τεύχη ήταν από τις δυσκολότερες στην τριαντάχρονη και κάτι διαδρομή του περιοδικού. Ή έτσι τη συγκρατώ στη μνήμη μου, καθώς η Ζερβού πέθανε λίγους μήνες αργότερα, από μεταστατικό καρκίνο.


Όλοι οι λογότυποι που σχεδίασε για το Εντευκτήριο η Χριστίνα Ζερβού

# Το Εντευκτήριο απόκτησε δικό του χώρο (το «Underground Εντευκτήριο», στη Δεσπεραί 9) μόλις τον Δεκέμβριο του 2001. Ελλείψει χώρου λοιπόν ―έμενα τότε ακόμη στη Σταυρούπολη―, ο Σάββας Γρηγοριάδης, η Αθηνά Καλαϊτζόγλου, η Σίσυ Κανίογλου και το υποκείμενό μου φακελώσαμε το πρώτο τεύχος στο γραφείο μου στην Εθνική Τράπεζα.

# Καθώς ήθελα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού να υπάρχει και κείμενο κάποιου “μεγάλου ονόματος” από την Αθήνα, είχα πάρει το θάρρος να τηλεφωνήσω στον Κώστα Ταχτσή (δεν γνωριζόμασταν καθόλου) και να του ζητήσω συνεργασία. Όταν του ανέφερα πως το τεύχος θα περιέχει αφιέρωμα στη φυλακή ως θεσμό, μου είπε ότι ίσως θα μπορούσε να γράψει μία σχετική ιστορία· πράγματι, λίγες εβδομάδες αργότερα μου έστειλε ένα μικρό πεζό υπό τον τίτλο «Μέσ’ απ’ τα σίδερα». Όμως, αφού έλαβε τα αντίτυπα που του ταχυδρόμησα, μου έστειλε ένα.. δυσαρεστημένο μπιλιέτο, όπου με αυστηρό τόνο μού έγραφε ότι στη δημοσίευση υπήρχαν μερικές σοβαρές αβλεψίες και ότι μετάνιωσε που μου έδωσε το κείμενό του.

# Θα ήταν γύρω στο 1990. Η αντρική φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου μού συστήθηκε: «Λέγομαι Νίκος Ξανθόπουλος. Κατοικώ στην Αθήνα και εκεί δεν βρίσκω πάντα το περιοδικό σας. Μου λείπουν μερικά τεύχη. Πού μπορώ να σας συναντήσω και να τα προμηθευτώ;». Τι συνωνυμία κι αυτή, σκέφτηκα. Αλλά την επόμενη μέρα, ο φύλακας στην είσοδο του κτιρίου της Τράπεζας, τηλεφώνησε εμβρόντητος για να με ειδοποιήσει ότι «ο Νίκος Ξανθόπουλος, το “παιδί του λαού”», έρχεται στο γραφείο μου! Όταν ο κοσμαγάπητος ηθοποιός άνοιξε την πόρτα, οι συνεργάτιδές μου κι εγώ δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Λες και τον ενοχλούσαν τα καλά λόγια που του έλεγα για τον ίδιο και για τις ταινίες του που είχα δει παιδί ―με τους γονείς μου αλλά και μόνος―, με διέκοψε για να μου πει πόσο του αρέσει το Εντευκτήριο, καθώς και για τη μεγάλη βιβλιοθήκη που διαθέτει στην Αθήνα, με βιβλία και με περιοδικά. Αρνήθηκε να δεχτεί ως δώρο τα τεύχη που τον ενδιέφεραν, επέμενε ώς το τέλος να τα πληρώσει κανονικά, συμφωνήσαμε (νομίζω) σε μια κάποια συμβολική έκπτωση... Η δεύτερη έκπληξη που μου επεφύλασσε ο Ν.Ξ. ήταν η παρουσία του στην εκδήλωση για το Εντευκτήριο που οργάνωσε (9.3.2009) το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος (με πρωτοβουλία του Γιώργου Ζεβελάκη και του Γιάννη Πατίλη), στην αίθουσα του Ιωνικού Συνδέσμου. «Ήρθα από την Παιανία για πάρτη σου», μου είπε. Χρειάζεται να πω πόσο κολακεύτηκα;



# “Περιοδικομανής”, εκδότης ο ίδιος του σπουδαίου ―μολονότι βραχύβιου― περιοδικού Κριτική (1959-1961), o Μανόλης Αναγνωστάκης, σ’ ένα άρθρο του πρωτοδημοσιευμένο στην Αυγή, 1-2.12.1983 (αναδημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο 6, 1989), χωρίζει τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που είναι «περισσότερο ανθολόγια καλών κειμένων» και σ’ εκείνα που αποτελούν «δημόσιο βήμα για τη διαμόρφωση μιας πρότασης». Σ’ ένα δίκοπο κείμενό της για το Εντευκτήριο (εφημ. Εποχή, 30.3.2015), η Μάρη Θεοδοσοπούλου, η οποία πάντως είχε αφιερώσει αρκετές φορές τη στήλη της είτε σε τεύχη του περιοδικού είτε σε βιβλία των εκδόσεών του, έγραφε πως «[ο Αναγνωστάκης] μάλλον συγκατατάσσει το περιοδικό στα “έντυπα καλής ανθολογίας”». Πάντως, επειδή μερικές φορές (σπάνιες, είναι η αλήθεια) η ζωή γίνεται δίκαιη, ο Αναγνωστάκης, ένα βράδυ στο σπίτι του στην Πεύκη, παρουσία της συζύγου του, Νόρας, και της αδελφής του, Λούλας, καθώς και του ζεύγους Δημήτρη Δασκαλόπουλου - Μαρίας Στασινοπούλου, μου είπε: «Κορδομενίδη, να το ξέρεις, σε παρακολουθώ με αυστηρότητα. Αλλά πας καλά, το Εντευκτήριο πάει καλά. Και χαίρομαι».

# O πρώτος που υποδέχτηκε το Εντευκτήριο σε έντυπο της Θεσσαλονίκης ήταν ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, με χρονογράφημά του στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Και πρώτος στην Αθήνα ο Κώστας Σταματίου, στη σελίδα του για το βιβλίο στα Νέα.

[ πρώτη δημοσίευση στο τχ. Νο 115 του περιοδικού Εντευκτήριο ]

5.10.19

Φθινόπωρο στη μικρή μας πόλη

-->

Νίκη Μιχαηλίδου, Εύκολες διαδρομές, ακρυλικό σε καμβά


γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Η κωμόπολη έδειχνε την εγκατάλειψή της σαν παλιό τραύμα από ξεχασμένο πόλεμο. Η παροδική συννεφιά βοηθούσε να νετάρει το βλέμμα και να πατήσουμε τα πεντάλ με μανία, θα έλεγες, μέχρι την επόμενη εμφάνιση του ήλιου ανάμεσα από τα σύννεφα. Ο ζεματιστός ήλιος του Σεπτέμβρη έκανε ακόμα πιο έντονες τις στιγμές της καλοκαιριάτικης ξεγνοιασιάς, που μόλις είχε περάσει. Τα ξενιτεμένα χαλίκια πάνω στην άσφαλτο τινάζονταν κάτω από τις ρόδες του ποδηλάτου κι έφταναν μέχρι τις γριές που περίμεναν στο πρακτορείο με το εισιτήριο στο χέρι. Κάποιοι μαγαζάτορες, που λαγοκοιμόνταν στις ψάθινες καρέκλες τους, περιμένοντας τον πελάτη που ξεχάστηκε, άνοιγαν τα μάτια τους από τον θόρυβο του χαλικιού πάνω στο τζάμι κι αφού δεν υπήρχε ζημιά τα ξανάκλειναν. Δυο-τρεις εργάτες έτρωγαν το μεσημεριανό τους στη σκιά της οικοδομής κι ένας ψαράς έβγαζε τ’ απόνερα από τη βάρκα του. Το μικρό της γειτόνισσας έσκουζε σε συνέχειες, επειδή η μάνα του δεν το άφηνε να παίξει στον ήλιο το καταμεσήμερο. Μια παραθαλάσσια κωμόπολη ξανάβρισκε τον ρυθμό της, καλωσορίζοντας το φθινόπωρο.

Δεν στέριωνα σε άλλες παρέες, είχα τον αδελφό μου. Εννιά μήνες διαφορά είχαμε αλλά μοιάζαμε για δίδυμοι. Τον χειμώνα παίρναμε στο κατόπι τους μεγαλύτερους για θελήματα, μέχρι να μας βαρεθούν. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσαμε από μακριά τους παραθεριστές. Μερικές φορές γνωρίζαμε και κάποιους συνομήλικους. Όταν έφευγαν, αφήναμε τις έγνοιες μας στη σκιά, μαζί με τα ποδήλατά μας, και σκορπίζαμε το μυαλό μας στα πέλαγα. Δεν χρειαζόταν να μιλάμε. Γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο. Μόλις έμπαινε το φθινόπωρο και άρχιζαν οι βροχές, αφήναμε τη θάλασσα στην ησυχία της. Μέσα σε λίγες ώρες η σανίδα από τη διπλανή οικοδομή, με την οποία δέρναμε τη θάλασσα κάθε φορά που ένα κύμα μας ανάγκαζε να καταπιούμε την αρμύρα της, γινόταν παρελθόν. Προς το τέλος του Σεπτέμβρη άρχιζαν τα σχολεία και τα δύσκολα μαζί.



Αυτόν τον Σεπτέμβρη η ζέστη είχε πάρει παράταση. Μετράγαμε τις τελευταίες ανάσες τού καλοκαιριού με ορθοπεταλιές. Καταμεσήμερο. Θα περνάγαμε απ’ όλα τα μέρη που είχαμε αρμέξει στιγμές, σαν τελική επιβεβαίωση φόρτωσης πριν από ταξίδι. Εμείς δεν θα φεύγαμε. Δεν φεύγαμε ποτέ… ακόμα. Μόνο με το ποδήλατο φτάναμε μέχρι το τέλος της μικρής πόλης, σαν να παίρναμε αμπάριζα, και πάλι πίσω. Μόνο εμείς οι δύο αποχαιρετούσαμε αυτούς που έμπαιναν στο λεωφορείο. Ύστερα, θα πηγαίναμε στο σπίτι και θα περιμέναμε το επόμενο καλοκαίρι να επιστρέψουν κάποιοι από τους παλιούς παραθεριστές ή θα φανταζόμασταν τους καινούργιους που θα έρχονταν. 

Τη βλέπαμε γυρνώντας από τη θάλασσα. Εκείνη κατέβαινε με το ρομπάκι της το σκούρο και το ψάθινο καπέλο με την παρδαλή κορδέλα, που της είχε χαρίσει μια παραθερίστρια, όταν το θαύμασε. Σταματούσε πάντα έξω από τον φράχτη κοντά στη συκιά μας και μάζευε τα ώριμα. Ανέβαζε τα μαύρα γυαλιά της στο κούτελο, για να βλέπει καλύτερα, και ξεφλούδιζε τα γινωμένα. Πόσο να ήταν τότε; Καμιά πενηνταριά, πενήντα πέντε; Παραπάνω δεν ήταν. Θα μπορούσε να είχε φτιάξει τη ζωή της αλλά μπα, έλεγαν οι γειτόνισσες. Ο ένας ήθελε να κλείσει το παιδί της στο ορφανοτροφείο, ο άλλος να το στείλει στον αδερφό της στη Γερμανία, προκοπή δεν είδε. Το παιδί της μεγάλωσε, έφυγε μετανάστης κοντά στομ θείο του, παντρεύτηκε εκεί, και αυτή έμεινε μόνη της να καθαρίζει τα δωμάτια των εποχιακών ξενοδοχείων.  
 «Καλόμαθε η Άκολη στα σύκα θα φάνει και τα ξέφλουδα» μουρμούριζε η μάνα μου αλλά τίποτα παραπάνω δεν έκανε. Μια φορά που παραπονέθηκα ότι μας έτρωγε τα σύκα μας ,με βούτηξε από το γιακά και με τράνταξε: «Δεν έχει δικιά της συκιά. Τι δεν καταλαβαίνεις;». Δεν ξαναμίλησα, μόνο την παρατηρούσα μέχρι να τελειώσει το άρμεγμα και να πάρει την κατηφόρα προς την αμμούδα με τα βούρλα. Στα νύχια περπατούσε, σαν να χόρευε, με την κοιλιά μπροστέλα, άκολη η τυραννία της μοδίστρας ― τότε που έραβε κάνα ρούχο, γιατί ύστερα βγήκαν τα «έτοιμα». Αυτά έλεγαν στη γειτονιά με μισόλογα, που εγώ δεν καταλάβαινα. Το «Άκολη» τής το κόλλησε η μοδίστρα, επειδή δεν έστρωναν καλά τα λούκια στις ρόμπες της, μας είπε η μάνα μας, όταν τη ρωτήσαμε.

*

Τα ποδήλατά μας ήταν καλά κρυμμένα στους θάμνους. Μπροστά μας τα ξερά χορτάρια και ύστερα η αμμούδα με τα βούρλα προσκύναγε τα λαίμαργα της γέρικης ελιάς. Πώς είχε ξεμείνει αυτή η ελιά μοναχή της τόσο κοντά στη θάλασσα ρωτούσανε οι ξένοι αλλά κανένας δεν ήξερε να τους πει. Θα πέρναγε σίγουρα από δω η Άκολη. Κάθε φθινόπωρο πήγαινε για μπάνιο μεσημεριάτικα, για να μην τη δει κανένας να κολυμπάει.  
Ο Αποστόλης σύρθηκε πρώτος ανάμεσα στα ξερά χορτάρια όσο μπορούσε πιο ήσυχα μέχρι να βολευτεί. Τον ακολούθησα κι εγώ. Ήταν τόσο μεγάλη  η περιέργειά μας που ξεχνούσαμε τα φίδια, προσέχαμε μόνο μην τυχόν και μας πάρουν είδηση τα σκυλιά και προδοθούμε. Κάποια στιγμή πήγε να μετακινηθεί για ν’ αποφύγει τον ήλιο που τον τύφλωνε και την είδε να φτάνει. «Έρχεται» είπε μόνο κι εγώ κοκάλωσα. Ό,τι είχε προβάλει από τη στροφή, μετά τη συκιά. Περπατούσε αργά, γλείφοντας τα ξέφλουδα και τα δάχτυλά της. Πέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας δει και χάθηκε πίσω από την αμμούδα. Ο Αποστόλης σύρθηκε έως εκεί και ανασηκώθηκε με προσοχή ανάμεσα από τα ξεσταχυασμένα βούρλα, που ανέβαζαν τα κοτσάνια τους έως τον ουρανό. Από κοντά κι εγώ. Η Άκολη είχε ακουμπήσει με προσοχή τα πράγματά της κάτω από την ελιά και ξεκούμπωνε τη ρόμπα της. Γύρισε κάνα-δυο φορές και κοίταξε πίσω της, μην τυχόν και είχε θεατές. Εμείς μείναμε ακίνητοι και κρατήσαμε την ανάσα μας, μην μας προδώσει ο αέρας που πήγαινε προς το μέρος της.
Την έβλεπα αλληθωρίζοντας, ανάμεσα από δύο κοτσάνια, πότε με το ένα μάτι και πότε με το άλλο, αλλάζοντας κάθε φορά εκείνο που θόλωνε. Οι ακτίνες του ήλιου σαν να ’τανε πιο φωτεινές, μου φάνηκε, έτσι όπως αντανακλούσαν πάνω στο άσπρο δέρμα της και με τύφλωναν. Χαμήλωσα τα μάτια για να τις αποφύγω και άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά.
Οι γάμπες της, μαρμάρινες κολόνες, στήριζαν τους μηρούς που έφταναν ώς τους σκληρούς γοφούς της. Ο θαυμασμός μου με ταξίδεψε στην απορία. Τζάμπα της είχε βγει το όνομα. Κάθε άλλο παρά άκολη ήταν.
Θα ορκιζόμουν ότι τα κολομέρια της ήταν τα καλύτερα που είχα δει στη ζωή μου. Και είχα δει πολλά, αν εξαιρέσεις της μάνας μου, μια φορά που άλλαζε με γυρισμένη πλάτη στον καθρέφτη της ντουλάπας, και της γιαγιάς μου, όταν την πλένανε κατάκοιτη από εγκεφαλικό. Δεν κατάφερα να προχωρήσω παραπάνω. Η Άκολη γύρισε απότομα προς το μέρος μας, λες και διαισθάνθηκε την παρουσία μας. Ο Αποστόλης έπεσε μονοκόμματος προς τα πίσω και με παρέσυρε κατρακυλώντας στον αμμόλοφο. Ούτε «ωχ» δεν έκανα, μην τυχόν και ακουστεί. Τρέχοντας φτάσαμε μέχρι τα ποδήλατα, τα καβαλήσαμε και εξαφανιστήκαμε.
Στο σπίτι η μάνα μας είχε σφουγγαρίσει τη βεράντα και καθόταν να ξεκουραστεί μέχρι να στεγνώσει το μωσαϊκό, για να μπει και να συνεχίσει τις δουλειές της. Εκείνο το απόγευμα ήταν το τελευταίο των παιδικών καλοκαιριών μας. Η νύχτα που ερχόταν θα άνοιγε την πόρτα τής ερωτικής μας ζωής. Η Άκολη με τα τορνευτά καπούλια της θα έμενε για πάντα η πρώτη ερωμένη μας.  


18.9.19

Η Ελληνίδα εκπαιδευτικός που έγινε συγγραφέας στην Αφρική

συνέντευξη της Μαρίας Ντινάκη
στη Helen Skopis για το Greek Reporter

πηγή: https://world.greekreporter.com



--> Η συγγραφέας Μαρία Ντινάκη (δεξιά) μαζί με μία μαθήτρια από το Μίχειο Γυμνάσιο- Λύκειο 
της Αντίς-Αμπέμπα στην Αιθιοπία (αριστερά)

Το 2014, η Μαρία Ντινάκη, θέλοντας να κάνει μια στροφή στη ζωή της, κάνει  αίτηση ως φιλόλογος  για το εξωτερικό, πιστεύοντας ότι η θέση θα είναι στην Ευρώπη. Όμως, η πυξίδα της ζωής έδειξε το Λουμπουμπάσι, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.  Η Μαρία Ντινάκη άρχισε να διδάσκει φιλολογικά μαθήματα και ελληνική λογοτεχνία στο σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας. Δε θα μπορούσε να είχε πετύχει καλύτερη τύχη.
Μετά από δύο χρόνια στο Λουμπουμπάσι, η Ντινάκη επιστρέφει στην Ελλάδα  για δύο χρόνια. Ξαναφεύγει για την  αγαπημένη της ήπειρο.  Αυτή τη φορά  για την Αιθιοπία, για να διδάξει στο Μίχειο Γυμνάσιο-Λύκειο της  Ελληνικής Κοινότητας της Αντίς Αμπέμπα.
«Η Κοινότητα διαθέτει όχι μόνο σχολείο αλλά και οικοτροφείο» εξήγησε στο  Greek Reporter. «Φροντίζει με αυτόν τον τρόπο τα άπορα παιδιά, παρέχοντας τους ―πέρα από την εκπαίδευση―  στέγαση και  σίτιση. Πέρυσι φοιτούσαν στο σχολείο 47 μαθητές. Δεν ξέρω πόσους μαθητές θα έχουμε φέτος.»


Η 53χρονη Ελληνίδα φιλόλογος, που γεννήθηκε στη Δράμα, στη βορειοανατολική Ελλάδα, μας αποκάλυψε πως «η Αφρική με γοήτευσε και με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που ήρθα, αν και είναι δύσκολο μέρος για να ζήσεις. Από την άλλη, αγαπώ πολύ τα παιδιά και τη δουλειά μου, τη διδασκαλία.»
Ήδη συγγραφέας τώρα, έχοντας εκδώσει το πρώτο της βιβλίο από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου τον Απρίλιο του 2019. Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Βαλίτσα» και είναι μία ενιαία συλλογή πεζών  και ποιημάτων.


Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έγινε στη Βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στις 12 Μαίου 2019, χωρίς την παρουσία της ίδιας της συγγραφέα, καθώς δεν μπορούσε να αφήσει τους μαθητές της στην Αντίς Αμπέμπα.
Ο εκδότης της Γιώργος Κορδομενίδης ζήτησε από την συγγραφέα να κάνει ένα βίντεο έτσι ώστε να προβληθεί τη βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου.
«Ο φίλος μου Φώτης Πάλλης, που είναι φωτογράφος βοήθησε στο βίντεο, το οποίο γυρίστηκε στον χώρο της Ελληνικής Κοινότητας με την αμέριστη στήριξη και βοήθεια του προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας, κ. Δημήτριου Συκά. Στο βίντεο αυτό, έξι  μαθήτριες του σχολείου διαβάζουν αποσπάσματα από το βιβλίο μου» ανέφερε η  Ντινάκη στο Greek Reporter.


Η Ντινάκη γράφει εδώ και χρόνια αλλά είχε τα γραπτά της κρατημένα σε ένα συρτάρι. Ήταν οι φίλοι της που την πίεζαν να τα εκδώσει και έτσι τελικά αποφάσισε να τολμήσει το εγχείρημα.
 «Το βιβλίο είναι οι σκέψεις και οι προβληματισμοί πάνω σε διάφορα θέματα. Ένας διάλογος με την οικογένεια, τη χώρα, τον τουρισμό, τη φιλία, την αγάπη.  Ο τίτλος του βιβλίου είναι Βαλίτσα, ωστόσο το περιεχόμενό του δεν είναι ταξιδιωτικό. Είναι περισσότερο ένα εσωτερικό ταξίδι», όπως αναφέρει.
Το βιβλίο αυτό για την ίδια αποτελεί το βάπτισμα του πυρός. Όπως  πολλοί συγγραφείς, ήταν διστακτική για πολύ καιρό ως προς την έκδοση του βιβλίου. Υπήρχε ο φόβος της έκθεσης στο κοινό, καθώς υπάρχουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Η Ντινάκη επισημαίνει στο Greek Reporter ότι «εξαιτίας της συχνής  πρωτοπρόσωπης αφήγησης,  πολλοί πιστεύουν ότι πάντα πρωταγωνιστώ. Ωστόσο δεν αληθεύει. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθρεφτίζει βιώματα του ανθρώπου της διπλανής πόρτας.»


Η συγγραφέας τώρα νιώθει πολύ χαρούμενη που μοιράζεται τη δουλειά της με τους άλλους.  Ήδη δουλεύει το δεύτερό της βιβλίο που είναι για την Αφρική.
« Όταν πρωτοέρχεσαι στην Αφρική νομίζεις ότι μπορείς να την αλλάξεις, όμως σε αλλάζει αυτή. Σου μαθαίνει τον εαυτό σου, επαναπροσδιορίζεις τις αξίες, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες σου» αναφέρει η Ντινάκη.
 Η ίδια  εξηγεί ότι «η Αφρική  είναι  ένα "σχολείο" και θα ήταν καλό για τον καθένα να την επισκεπτόταν τουλάχιστον για ένα μήνα. Θα ήταν επωφελές, μεγάλο κέρδος και για τον Έλληνα  επισκέπτη και μία ευκαιρία να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που περνά δεν είναι κρίση. Ερχόμενος εδώ, θα διαπιστώσει ότι κρίση είναι να μην έχεις νερό και ρεύμα.»
Η Ντινάκη δεν έφυγε από  την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά λόγω μιας προσωπικής αναζήτησης που είχε γιγαντωθεί και έψαχνε να βρει λύσεις μέσα από τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες.
--> Εξάλλου,ποιος μπορεί να αντισταθεί στις ομορφιές του αφρικανικού τοπίου; Στον ατέλειωτο ουρανό, στη σοφή απλότητα των ανθρώπων και στη γεμάτη ζωή φύση; Ποιος μπορεί να αντισταθεί στις προκλήσεις τού να ζεις και να δουλεύεις στην Αφρική; Σίγουρα όχι η Μαρία Ντινάκη, που τρέφεται και γοητεύεται από αυτές.