27.5.19

H Διώνη Δημητριάδου για τον «Κόσμο απροκάλυπτα» της Α. Μπακονίκα



[...] Με απογυμνωμένη τη γραφή από ψιμύθια και ανούσιες προσμείξεις, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα [...] μας μεταφέρει σε μία απολύτως ερωτική ατμόσφαιρα, που βιώνεται ακόμη και με την απουσία του ερωτικού συντρόφου [...]

Με ευθυκρισία και διεισδυτικότητα, η Διώνη Δημητριάδου, στο τελευταίο τεύχος της Οδού Πανός (Νο 183, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2019), παρουσιάζει σε ένα κριτικό σημείωμα μόλις δέκα αράδων τους βασικούς άξονες που διατρέχουν την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Ο κόσμος απροκάλυπτα (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2018).



Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού, «Σελίδες για τον Γιάννη Πετρίδη» (τον γνωστό μουσικό παραγωγό), η μελέτη της Χάρης Σβαλίγκου «Μάριος Πλωρίτης και Πιραντέλλο: Η μάσκα και το grottesco», το εκτενές ποίημα του Λόρενς Φερλινγκέτι «Στη θάλασσα», ανταπόκριση από το Βερολίνο του Βασίλη Κοντόπουλου για την 69η Berlinale, το αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη «"Ηδονές του γήρατος": Μνήμη Μένη Κουμανταρέα», φωτογραφικό αφιέρωμα για το ρεμπέτικο πάλκο (με φωτογραφίες από το αρχείο του συλλέκτη Πάνου Σαββόπουλου και λεζάντες του Γιώργου Χρονά), και άλλη ενδιαφέρουσα, ποικίλη ύλη.



24.5.19

Τιμή στον Γρηγόρη Λαμπράκη: Αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας



γράφει η Ελένη Χοντολίδου


Το 1963 ήμουν 6 χρονών. Δεν θα σας πουλήσω λοιπόν στράτευση και επαναστατικότητα. Όμως θα πω πως είμαστε ό,τι και οι γονείς μας ή το ανάποδό τους. Εγώ διάλεξα να είμαι ακριβώς ό,τι και οι γονείς μου: τίμια, εργατική και αφελής. Κακή σχέση με τα χρήματα, πιστή φίλη και ανιδιοτελής. Όχι ευρωβουλευτής δεν θέλησα να γίνω, ούτε δήμαρχος, ούτε βουλευτής, ούτε καν αντιδήμαρχος. Τόσο αφελής.

Το 1963, λοιπόν, ο πατέρας μου πήγαινε κάθε μέρα μετά τη δουλειά του στο ΑΧΕΠΑ. Κάτι έλεγαν με τη μητέρα μου: τρίκυκλα, Τσαρουχάς, Λαμπράκης, καρφίτσα... Φυσικά, το αυτί μου τεντωμένο. Μια μέρα ο πατέρας μου δεν πήγε στο ΑΧΕΠΑ. Τότε τον είδα για πρώτη φορά δακρυσμένο. Και ήταν αμίλητος.
Σε λίγες μέρες οι Δρόμοι της Ειρήνης, στους οποίους το πατεράκι μου ήταν συνδρομητής, κυκλοφόρησαν με έναν ωραίο άντρα να πεζοπορεί με ένα πανώ στα χέρια. Και τότε μου είπαν την ιστορία: για το φτωχό παιδί της πολύτεκνης οικογένειας, που έκανε ιατρείο μια φορά την εβδομάδα δωρεάν, υφηγητή Ιατρικής, ανεξάρτητο βουλευτή με την ΕΔΑ («συντροφικά μόνος, συντροφικά ελεύθερος»).

Μεγαλώνοντας τα κατάλαβα καλύτερα, και ο Γρηγόρης Λαμπράκης έγινε μία ακόμη χάντρα στο κομπολόι των ονομάτων-φυλαχτά. Και μετά φώναξα πολλές φορές το σύνθημα «Λαμπράκη, ζεις, εσύ μας οδηγείς».


22.5.19

Μαρία Σκουρολιάκου: Μακρυγιαλού. Μία σύγχρονη ηθογραφία




Όταν πρόκειται να σχολιάσουμε ένα βιβλίο, μπροστά μας εμφανίζεται το ερώτημα: τι κομίζει ο δημιουργός και με ποιον τρόπο μάς μεταδίδει τα μηνύματά του. Ο λόγος έχει συμπαντικές διαστάσεις. Έλκει μέσα του όλο το εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον του γράφοντος. Εμπειρίες, συναισθήματα, αυτοσυνείδηση, συνειδήσεις των άλλων γύρω του, που καλείται να κλείσει σε μία φόρμα γραφής. Ξεδιπλώνοντας τις συνιστώσες αυτού του λόγου, εδώ, στο βιβλίο της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες, μολονότι έχουμε να κάνουμε με πεζογραφία, υπάρχει ποίηση και αισθαντικότητα που μας συναρπάζει.

Μας ξάφνιασε λοιπόν με την εντυπωσιακή αφηγηματική της δεινότητα η συγγραφέας, η οποία με ιδιότυπο τρόπο αποτυπώνει το ανθρώπινο δράμα και φιλοσοφεί και γι’ αυτό και για το άρρητο της οδύνης. Με ποιητική πυκνότητα, υπερβαίνει τον χρόνο της δράσης κι ακροβατεί ανάμεσα σε κοφτερές αλήθειες και μύθους που αλλάζουν φορεσιές μέσα στις εποχές. Το πραγματικό με το φανταστικό αλληλοσυμπληρώνονται και αποστάζουν την ηθογραφία μιας κοινωνίας επαρχιακής κυρίως, με τα χαρακτηριστικά, τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις, που διαμορφώνει ο μικρός και περίκλειστος τόπος, ο οποίος βρίθει από στέρηση, μοναξιά, καταχωνιασμένα συναισθήματα και γιγαντωμένο φθόνο. Kοινωνικές συμβάσεις που γεννούν δράματα, ζωές που γερνούν παράκαιρα κι ο φόβος για τον θάνατο, που μερικές φορές γίνεται μοιραίος.

Η μικρή φόρμα των διηγημάτων έχει ιδιαίτερη δύναμη καθώς, δίχως να κουράζει, γίνεται υποβλητική και κάνει τον αναγνώστη αμέσως κοινωνό της ιδιαίτερης ματιάς της δημιουργού. Στις περισσότερες ιστορίες καλούμαστε να αναγνωρίσουμε και να αποκρυπτογραφήσουμε τη σαρωτική αφήγηση, που εντρυφεί στα ενδότερα των ψυχών με τρόπο ρεαλιστικό και νατουραλιστικό. Με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούμε ιστορίες ανθρώπων με αδιέξοδα και πάθη, σαράκια μνήμης, μισοφωτισμένα αισθήματα· φιγούρες σκιώδεις, τραγικές, δοσμένες με εξαιρετική περιγραφή, που αναδεικνύει πώς λοξεύει η ζωή και ματώνει. Πώς μέσα στους βασανισμένους και στη μοίρα τους κρύβεται το γιατί κάθε μαχαιριάς, καθώς σβαρνίζεται ο άνθρωπος στους τέσσερις αγέρηδες άγριων καταστάσεων και καταχωνιασμένων καημών. Το βλέμμα της Παναγιωτοπούλου κάνει άλματα ανάμεσα σε χάσματα και περάσματα στο αλλόκοτο και στην τραγωδία, αφήνοντας αλλού να αιωρείται κι αλλού να τελείται η κάθαρση. Άλλες φορές πάλι, με τρυφερότητα ανασύρει τις παιδικές μνήμες με τα μικρά τιμαλφή τους, που βρίσκουν στον καθένα μας τη δική τους γωνιά κι ακουμπάνε οικεία και νοσταλγικά.

Δεκαοκτώ ιστορίες εικαστικής γραφής, οι οποίες πατούν στέρεα στο χώμα της παράδοσης, όσον αφορά τον τόπο και την ανθρωπογεωγραφία του· το ίδιο και τα ονόματα Μακρυγιαλού, Γιωργού, Θυμιούλα, η περιοχή της Αγιανάργυρης, καθώς και σκεύη και αντικείμενα της μνήμης μας. Πίνακες με προοπτική, που η Παναγιωτοπούλου ζωγραφίζει σε κάθε διήγημα διαφορετικά, φωτίζοντας αθέατες πτυχές, επίπεδα χρονικότητας και κόσμους χθεσινούς. Εντούτοις, τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν από το παρελθόν στο παρόν, και νιώθουμε σαν να συμβαίνουν τώρα, γύρω μας, όσα μας εξιστορεί.

Μία συλλογή διηγημάτων μεστής γραφής, με κυρίαρχα, τα στοιχεία της έκπληξης και της ανατροπής, τα οποία η συγγραφέας χειρίζεται άψογα. Η γλώσσα της είναι ρέουσα, με πλούσια εκφραστικότητα και θαυμαστή ευλυγισία. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει αφηγηματική ικανότητα και πλάθει με τέτοιο τρόπο τους ήρωες, ώστε βιώνει τα αισθήματα και τα πάθη τους, εισχωρεί στις ζωές τους, εκφράζει τις μύχιες σκέψεις τους, βοά με τις κραυγές τους, τους δομεί με επιδεξιότητα κι ανασαίνει μαζί με τον αναγνώστη κινητοποιώντας μηχανισμούς ταύτισης.  

Η Μακρυγιαλού. Μοναδική επιζήσασα απ’ το ναυάγιο τού, υπό ξένη σημαία εμπορικού πλοίου. Η μαύρη φορεσιά της συντηρεί τη θολή εικόνα τής γεμάτης απώλειες ζωής της και η βυσσινιά τεράστια μαντίλα, κρυπτική, περπατάει τον μύθο και τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη μορφή και τη μοίρα της που την ξέβρασε στο γιαλό. Όποια εκδοχή κι αν αφήνει η συγγραφέας να πλανάται στη φαντασία, καταδεικνύει το φοβερό άγνωστο που καταδυναστεύει τον άνθρωπο και τις συνέπειες που συναντούμε στη λαϊκή σοφία διαχρονικά. Τις ψυχογραφίες, που δομούνται γύρω από κάθε αποσυνάγωγο πλάσμα που κινείται ανάμεσά μας κι ερμηνεύει έμπρακτα τα βάραθρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Λαθρεπιβάτισσα, αερικό, καπετάνισσα, δίχως όνομα. Στο πρόσωπό της φώλιαζαν οι σκιές. Στο πρώτο αυτό ταξίδι συναντάμε το υπέροχο παραμύθι τόσο γλαφυρά δοσμένο, όπου σε κάθε περιγραφή παραμονεύει η έκπληξη, κι ακολουθούμε τους μύθους της ηρωίδας, που περνούσαν τα σύνορα και κύκλωναν τη γη. Πόσες πτυχές, πόσες ζωές είχε;

Η Μακρυγιαλού ενσαρκώνει το μυστήριο και το δίπολο που συμπορεύεται με την ανθρώπινη φύση και ανάλογα με τις δυνάμεις που δρουν σύμφυτα, επίκτητα και συμπτωματικά πορευόμαστε...
     Παρακάτω, ένας δίσκος κουβαλάει μνήμες και ιερές λεπτομέρειες των ημερών που κρύβουν πολλές φορές τραγικά γεγονότα, καταχωνιασμένα στα υπόγεια της ύπαρξης μαζί με τις διπλωμένες πληγές. Κομμάτια ζωής, ανάσες, αφή σωμάτων, γεύσεις, αντικείμενα, δεμένα με απώλειες και καημούς ισόβιους, όπως ο καημός της χαροκαμένης μάνας.
      Άλλες φορές, απ’ το βαθυπέλαγος των ψυχών ανασύρονται τα σπαράγματα του ναυαγίου. Εκεί, σαν όνειρο, σαν όραμα, σαν ενστικτώδης περιέργεια, έρχεται μία αλλιώτικη κλήση κι αποκαλύπτει τα πικρά μυστικά που θάφτηκαν βαθιά, γιατί στο φως συνέχεια ματώνουν. Κι άλλοτε ανεμίζουν μαύρο πανί ονομασμένο ή ανώνυμο, μα πάντοτε υφασμένο σε μοιραία ζαριά θανάτου. Τότε η καρδιά ρίχνει αλμυρό νερό τα δάκρυα, για να δροσίσει τον καημό. Να ξεσπάσει.

Στο διήγημα «Ο φόβος», μέσα από την αφήγηση περνούν τα φιλοσοφικά ερωτήματα για τον θάνατο, κι ήδη από τον τίτλο δίνεται το στίγμα της αγωνίας και του τρόμου μπροστά στο αναπότρεπτο που φωλιάζει στα στοιχεία της φύσης σαν είμαστε παιδιά. Και τούτο η συγγραφέας το περνά εντέχνως μεσ’ από την ηλικιακή διαδρομή μας.
     Η Περσεφόνη είναι παρούσα διαχρονικά κι ο Νότης με τη μάνα του να δίνουν μάχες για το νόημα του μύθου. Το δίπολο ύπαρξη - ανυπαρξία κεντιέται με ιδιαίτερο τρόπο από τη συγγραφέα. Ο Νότης με τον τρόμο του θανάτου να τον στοιχειώνει κι ο αέρας, σηματωρός, να φυσάει αλύπητα και να λυσσομανά μέσα του. Η θρησκευτική καταφυγή, για να τον λυτρώσει, επίσης παρούσα. Να φωλιάζει εκείνος στην αγκαλιά της μάνας, να σωθεί απ’ το κυνηγητό του αέρα. Γλίτωσε τελικά; Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις, οι οντολογικές αναλύσεις των ηρώων, παράλληλα με το συναισθηματικό φορτίο και τις εξαιρετικές περιγραφές των στιγμών και των στοιχείων της φύσης, συγκροτούν ένα εξαίσιο διήγημα.

Στην «Ταφή της Αντιγόνης, μαζί με το κουτί, ξεθάβεται και η ιστορία της παιδικής εκδίκησης· της ιδιότυπης δικαιοσύνης που ζητούν τα παιδιά όταν τα αδικούν. Η Αντιγόνη έχει το καταφύγιό της στο τέρμα του κήπου. Εκεί όπου κρύβονται πάντοτε τα παιδιά για να ονειρεύονται μακριά απ’ τον κόσμο. Σ’ ένα δέντρο συνήθως, που απαγκιάζει τα σχέδιά τους, τα γιατί, τους αθώους θυμούς τους.

Η συγγραφέας εδώ ανοίγει τη μεγάλη πόρτα των συναισθημάτων της ωριμότητας, όπου τακτοποιούνται τα άλυτα της ενοχής και αποδίδονται στα μισεμένα πρόσωπα τα χρωστούμενα. Τρυφερή και λυτρωτική η πράξη της ταφής...

Διαβάζω:
Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως το μυστικό της θα έμενε καλά κρυμμένο για πάντα.
«Μάνα, στο έφερα» φώναξε η Αντιγόνη με όση δύναμη είχε κι ένιωσε να ξαλαφρώνει. Μετά από πενήντα τρία χρόνια. Στον κήπο δίπλα στο εκκλησάκι, που αναδύεται ολόλευκο μέσα από τα κόκκινα γαρύφαλλα, η Αντιγόνη φύτεψε μια κοντούλα, ίδια μ’ εκείνην την παλιά. Και κάθε που φυσάει τ’ αεράκι, το δέντρο χαϊδεύει με τα φύλλα του τα μαύρα γράμματα στην πρόσοψη, πάνω από το πορτάκι. «Κύριος αγαπά δικαίους! Κύριος δικάζει τους τεθνεώτας!»

Οι διαδρομές του βιβλίου είναι γεμάτες ποίηση και νοσταλγία.
     Ένα τραίνο ταξιδεύει τα όνειρα. Καταργεί την ακινησία της ζωής στον ίδιο κύκλο. Αποχαιρετισμοί, αποχωρισμοί, τόσο οικείοι για όλους μας, κι η λαχτάρα της φυγής κοινός τόπος. Το μετά έρχεται να μας προσγειώσει σε σταθμούς και προορισμούς. Όπως τη Γιώτα, που οι εποχές πέρασαν από πάνω της μαζί με τις διαδρομές του τραίνου. Και δεν ήρθε ό,τι περίμενε. Έβγαλε εισιτήριο με επιστροφή για το πατρικό της. Αφέθηκε στις μυρωδιές και στα αγγίγματα των απτών πραγμάτων. Η συγγραφέας, σε μια εκπληκτική αλληγορία, με τη φωνή της γειτόνισσας, λέει τις μεγάλες αλήθειες του άλλου μέσα μας, σε έναν διάλογο-πάλη, να δικαιολογηθεί ό,τι δεν πραγματώθηκε:
«Μα ο αγώνας κλείνει τα παράθυρα και δεν ακούς το τραίνο της ζωής να σφυρίζει το πέρασμα από τ’ όνειρο στην πραγματικότητα», συνέχισε η γειτόνισσα κι έφτυσε στον κόρφο της, μην τυχόν και πέσει στην ανάγκη της Γιώτας.  

Ύστερα, οι βαθιές φωνές της μάνας βρήκαν τον στόχο τους στον σταθμό της αυτογνωσίας.
     Από ιστορία σε ιστορία, η θλίψη ή το παράταιρο εναλλάσσονται με την τρυφεράδα. Με το μαζί της αγάπης. Νερό η ευτυχία ανάμεσα στα δάχτυλα γράφει το σημείωμα της Ρούλας. Μετά, η θάλασσα είχε παγωμένο βυθό, όπως το χέρι της.
    Η Θυμιούλα πάλι, από τα χρόνια της Κατοχής κουβάλαγε αληθινές ιστορίες πολέμου κι ανομολόγητου έρωτα με τον κατακτητή. Σκλήρυνε από την αποπομπή κι ύστερα... Κάθε ύστερα έχει στη γραφή της Κατερίνας και μια απρόβλεπτη τροπή.
    Αλλού, η οργή κα η επιθυμία για εκδίκηση ποτίζουν τις ζωές και τις θολώνουν, ώσπου άγριες μαχαιριές δίνουνε τέλος σε ματωμένα τάματα.
    Κι αλλού, πάνω σε λειψές υπάρξεις, που η φύση τις αδίκησε, ξεσπούν τα ανάνθρωπα ένστικτά τους οι ευνοημένοι αρτιμελείς. Πράξεις θηριωδίας που έρχονται από μακριά, σαν παραμύθια αλλόκοτα, και οι περιγραφές τους σε τρομάζουν με τη φρικτή τους αλήθεια.

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου ερευνά κάθε αμφιλεγόμενο πρόσωπο, αποκαλύπτοντας τα βαθιά αίτια, που απαιτούν ειδική θεώρηση και γνώση. Χωρίς ν’ αφήνει ανερμήνευτο το υπέδαφος κάθε πράξης. Η απόδοσή τους σχοινοβατεί σε γκρεμούς, καθώς το ανθρώπινο στίγμα ανά πάσα στιγμή χάσκει.
    Η Γιωργού στο ομώνυμο διήγημα δεν ονομάζεται τυχαία με τον τόνο να καταπλακώνει την τελευταία συλλαβή του ονόματός της. Εκείνη την εποχή στην ελληνική επαρχία υπήρχε σοβαρός λόγος για να τονιστεί ένα όνομα στη λήγουσα. Η γυναίκα θα είχε τσαγανό, θα ήταν αυταρχική, θα ’χε το πάνω χέρι. Έτσι κι η Γιωργού, που όπως μας λέει η συγγραφέας: Άστραφτε και βρόνταγε. Είχε τον πρώτο λόγο και δεν υποχωρούσε. Όσα δεν έφτανε το μπόι της τα συμπλήρωνε το τσαγανό της. Όταν ο τεντωμένος δείχτης δεν έφερνε αποτελέσματα, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών κι ορμούσε στον άντρα της με νύχια και με δόντια.
    Η κοινωνία στη συναρπαστική αυτή ιστορία θέλει τη Γιωργού να περνάει από σαράντα κύματα. Να προδίδεται και να χάνει το βάρος από το όνομά της. Να το ξαναβρίσκει και να κυριαρχεί ξανά με τη θηλυκή της υπόσταση, γιατί ο δυναμισμός της βρήκε τον τρόπο. Κι όταν πέθανε ο άντρας της, στα γεράματά της πια, πάλι σαν Γιωργού έκαμε στάχτη τη ζωή της. Έτσι είπαν, αλλά δεν αποδείχτηκε, θα πει ανατρεπτικά η συγγραφέας. Γιατί στο βάθος η αθέατη πλευρά κρύβει αιτίες και ερημιές που το επιφανειακό βλέμμα των ανθρώπων δεν αντιλαμβάνεται.
    Κι εδώ έχουμε μία πολυσημία, με ανάδειξη ιδιαίτερων καταστάσεων και ερμηνειών στα χρονικά, στα εθιμικά και στα ηθικά δεδομένα.

Οι ιστορίες του βιβλίου περιέχουν γυναίκες ηθικές ή παστρικιές κι άντρες ντόμπρους ή υποκριτές, στον κλοιό κατεστημένων συμβάσεων, προκαταλήψεων, θρησκοληψίας, ανάμεσα στο όνειρο και στο γκρίζο τείχος της κάθε ημέρας.
    «Αθώοι αυτόχειρες» συγκλονίζουν, κι ο έρωτας γυμνώνει το θρησκευτικό ένδυμα. Το πάθος σπάζει όλα τα φράγματα και στ’ όνομά του, το έγκλημα και η αυτοχειρία, αν και αντιβαίνουν το τρομαχτικό φορτίο των εντολών, αυτοκαταργούν την ενοχή με τις ακραίες αποφάσεις στις οποίες οδηγεί η απελπισμένη αγάπη.
    Ο γιος της Αδριανής πάλι, που δεν μεγάλωσε ποτέ, όλη τη φρίκη της απόρριψης που κρατούσε μέσα του, τη σκόρπισε θάνατο. Άγρια, ανομολόγητα αισθήματα, καταχωνιασμένα στα βύθια του. Το μετά είναι το ίδιο άγριο και θανατερό.
    Η Παναγιωτοπούλου καταγράφει τις εσωτερικές μάχες με τους δαίμονες που κουβαλάει ο καθένας. Καταγράφει τον γκρεμό του ανθρώπου που δεν αντέχει τα μαχαίρια, που δεν καταφέρνει να νικήσει τον άλλον εαυτό εντός του και συνθλίβεται.

Στον «Καθρέφτη», διαχρονικό και επίκαιρο διήγημα, ο ήρωας ταλανίζεται από την κρίση, την ανεργία και την αποτυχία, παρατημένος από τη γυναίκα του και μακριά από τον γιο του. Η ακατάπαυστη μάχη του γίνεται με διαλόγους μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Ποιητικές αποχρώσεις, διάχυτη πίκρα, τσακισμένα όνειρα κι οι προτροπές του, στο παιδί:
«Να φύγεις παιδί μου, ν’ ανασάνεις τη ζωή. Να βρεις ανθρώπους ν’ ακουμπήσεις σε όνειρα που σε θέλουν. Να ζήσεις. Να σ’ αποδιώχνουν οι καημοί κι οι γυρισμοί. Να σ’ αγκαλιάσουνε γαλήνιες θάλασσες και δροσερές στεριές». [...] Μη σου ζητήσουν πληρωμές οι ώρες που σπατάλησα, μη σε δικάσουνε τα λάθη μου». Διάβασε από την αρχή όσα έγραψε, πρόσθεσε δυο συγνώμες για αντίο και δίπλωσε το χαρτί σταυρωτά πάνω στο τραπέζι. Ύστερα ένωσε τα δυο κομμάτια του μολυβιού και βγήκε στο χαγιάτι.

Οι πιο πολλοί ήρωες της Παναγιωτοπούλου επιλέγουν την αυτοχειρία ή την εκδίκηση, μην μπορώντας να λύσουν τα αδιέξοδα, να δικαιώσουν τα πράγματα ή για να εξιλεωθούν. Η επιλογή της συγγραφέως λειτουργεί καταλυτικά, τοποθετώντας τον αναγνώστη στην άλλη όχθη να συνδιαλέγεται με τον δικό του καθρέφτη.
Η συλλογή κλείνει με τις ξεχασμένες ταχυδρομικές ιστορίες. Με ένα διήγημα στον ίδιο κύκλο της απώλειας.
    Ξετυλίγει τρυφερά τη διαδρομή, με γλαφυρές περιγραφές για τη φύση και τον ήρωά της, όπου εκεί που φυτρώνει η ελπίδα για ένα ξεκίνημα, έρχεται το πεπρωμένο να ανακόψει το σχεδιασμό του. Φθινόπωρο πρέπει να χάθηκε η Μακρυγιαλού, σκέφτηκε ο Γιάννης. Φθινόπωρο χάθηκε κι ο Γιάννης. Σαν τον παππού του, εκεί, στο ίδιο στοιχειωμένο μέρος.

Δικαιωμένοι ή αδικαίωτοι, οι ήρωες της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου στο πέρασμά τους από τις σελίδες του βιβλίου αφήνουν την ψυχή μας φορτωμένη με ποικίλα συναισθήματα. Ανοίγουν παράθυρα στη μνήμη μας και ξεχύνονται ονόματα σαν της Γιωργούς και της Θυμιούλας· ξεφυτρώνουν γειτονιές κι αλλοπαρμένα πρόσωπα που συναντήσαμε, μυστικά που στοίχειωσαν τον ύπνο μας, μαθαίνοντας ψιθυριστές κουβέντες που αφουγκραζόμασταν πίσω από τις μισάνοιχτες πόρτες. Μύθοι και διηγήσεις, φόβοι, σκιές, τραίνα που κλέβανε τα μάτια μας κι ονειρευόμαστε ταξίδια αταξίδευτα.

Η Μακρυγιαλού, τυλιγμένη στο βυσσινί σάλι της, αν και δεν γνωρίζει κανείς από πού ήρθε, είναι σίγουρο πως δεν χάθηκε. Η Μακρυγιαλού ήρθε για να μείνει. Θα συνεχίσει να ταξιδεύει μέσα από τη γραφή της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου, συναρπαστική από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα, με τον ποιητικό ρεαλισμό και τη σκαπτή ύλη της γραφής της που ανέδειξε τις πικρές γωνιές του κόσμου τόσων αποσυνάγωγων ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν και ζουν ανάμεσά μας· και με το τραγικό στοιχείο που μετάγγισε στις λέξεις της από τη μοίρα τους και τις απόκρημνες περιοχές της ψυχής τους.




Kατερίνα Παναγιωτοπούλου


Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες

Θεσσαλονίκη

Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2019

85 σελ.

ISBN 978-960-7568-52-6

τιμή: 9,00 ευρώ




Η Μαρία Σκουρολιάκου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπουδάζει ελληνικό πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
-->
Δημοσιεύει ποίηση και κριτική. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές· τελευταία: Χρώμα αύριο (2015), η οποία τιμήθηκε το 2017 με το Βραβείο Μάρκου Αυγέρη.

7.5.19

Μαρία Ντινάκη: Βαλίτσα



Μόλις κυκλοφόρησε:

Μαρία Ντινάκη: Βαλίτσα
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου [ Πεζογραφία ], 2019
48 σελ.
Διαστάσεις (Π x Υ): 14 x 21 cm
Τιμή: 8,00 ευρώ (με Φ.Π.Α.)
ISBN 978-960-7568-61-8


Πώς λες μια πόλη πόλη σου; Πώς έναν άνθρωπο άνθρωπό σου; Το σπίτι σπίτι σου;
Και ποια η μάνα; Αυτή που σ’ άνοιξε τα μάτια; Ή αυτή που σ’ έμαθε πού να κοιτάζεις; Δεν τα χωρίζω. Η πόλη είμαι εγώ. Και υπάρχω όπου υπάρχει. Στην ομορφιά. Και στην ασχήμια. Στο δίκαιο. Και στο άδικο. Ένα μεγάλο σπίτι. Και με πολλά δωμάτια. Δωμάτια ανάγκης. Και επιβίωσης. Για να φας και να πλυθείς. Να λογαριάσεις και να δουλέψεις. Στόχους και πόθους. Οπτικές και προοπτικές. Και μετά, πάλι να πλυθείς. Και με γωνιές αγαπημένες. Να ξεπλυθείς. [...]


Η Μαρία Ντινάκη γεννήθηκε στη Δράμα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. 
Ζει στην Αιθιοπία και εργάζεται ως φιλόλογος στο Μίχειο Γυμνάσιο - Λύκειο της Ελληνικής 
Κοινότητας της Αντίς Αμπέμπα. 
Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί στο Εντευκτήριο και σε άλλα περιοδικά. 
Η Βαλίτσα είναι το πρώτο βιβλίο της.






Τάκης Γκόντης: Τετ α τετ. Διηγήματα





Μόλις κυκλοφόρησε:

Τάκης Γκόντης: Τετ α τετ
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου [ Πεζογραφία ], 2019
72 σελ.
Διαστάσεις (Π x Υ): 12,5 x 21 cm
Τιμή: 8,48 ευρώ (με Φ.Π.Α.)
ISBN 978-960-7568-59-5


Μία ανήλικη πρόσφυγας που πέφτει στα δίχτυα μαστροπών εν αγνοία της.
Μία νεαρή επιβάτης αμαξοστοιχίας που συνταξιδεύει με τον πιο μυστηριώδη, αλλά και  συνάμα γοητευτικό, άνδρα που θα μπορούσε να της λάχει. 
Ένα παιδί που θέλει να γίνει κυνηγός.
Αυτά τα πρόσωπα συνθέτουν τον πίνακα των τριών, διαφορετικών σε έκταση και σε ύφος, ιστοριών που μας αφηγείται σε αυτήν την… τρισδιάστατη σύνθεση ο Τάκης Γκόντης.
Τρία τετ α τετ. Θα μπορούσαν να είναι ό,τι βλέπουμε στον καθρέφτη ― αν μπορούσε ο καθρέφτης να δείξει όχι την εικόνα μας  αλλά εκείνη που να αντανακλά και να αποτυπώνει τις ενοχές και τους ενδόμυχους φόβους μας.

Το τραίνο ξεκίνησε. Είχε μόλις προηγηθεί μία ολι­γόλεπτη στάση κάπου έξω απ' το Αμύνταιο. Οι επιβάτες λιγοστοί. Ανάμεσά τους, μια νέα γυναίκα που καθόταν μόνη στη φτηνή, τετράκλινη κουκέτα, ξεφυλλίζοντας έναν παλιό, ταξιδιωτικό οδηγό. Ήταν κομψή, λιγάκι… ευτραφούλα, με μεγάλα, ολόμαυρα μάτια. Τα μαλλιά της πυκνά, κατσαρά, πιασμένα σ’ έναν μεγαλόπρεπο κότσο, βαμμένα πυρόξανθα, σχημάτιζαν ένα χαώδες, αγέρωχο σύνολο, απ’ όπου δύο λεπτές μπούκλες ξέ­φευγαν, πέφτοντας πάνω στ’ όμορφο, οβάλ πρόσωπό της. […] 


Έξω, το τοπίο ξερό, σιωπηλό. Όλη μέρα, μόνο το τραίνο διατάρασσε εδώ, αραιά και πού, τη γαλήνη. Τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει. Το καλοκαίρι ψυχορραγούσε. Είχε όμως ακόμα μια αβάστακτη ξέρα. Τα φυτά “βαρια­νάσαιναν” και το χώμα στεγνό, εκτεθειμένο όλο το προηγούμενο διάστημα στον ανελέητο ήλιο, μύριζε όμορφα κάθε φορά που έπεφτε πάνω του καμιά απο εκείνες τις τρελαμένες, πεντάλεπτες μπόρες. Ήταν ολο­φάνερο πως, με τις πρώτες κανονικές, κρύες βροχές, κι αυτή η τελευταία ιδέα ότι το καλοκαίρι άντεχε ακόμα  θα “πήγαινε περίπατο”.



Ο Τάκης Γκόντης γεννήθηκε το 1955 στη Φλαμουριά της Έδεσσας. Έζησε και εργάστηκε κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. 
Τα επαγγέλματα διάφορα: Χημικός στη ΔΕΗ, τυπογράφος, υπεύθυνος ύλης σε εκδοτικό συγκρότημα κ.ά. 

Τα τελευταία χρόνια επέστρεψε στη γενέτειρα του, 
όπου και ζει μόνιμα. 
Έχει εκδώσει συνολικά εννέα βιβλία πεζογραφίας (διήγημα, μυθιστόρημα) και ποίησης.





Eυφροσύνη Μαντά-Λαζάρου & Νικόλας Σιδέρης: Κρανίο Κύκλωπα



Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου (ποίηση), Νικόλας Σιδέρης (σχέδια)



Μόλις κυκλοφόρησε:

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου (ποίηση), Νικόλας Σιδέρης (σχέδια)
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου [ Ποίηση ], 2019
32 σελ.
Διαστάσεις (Π x Υ): 24 x 16,5 cm
Τιμή: 9,54 ευρώ (με Φ.Π.Α.)
ISBN 978-960-7568-57-1

Πώς τον συμπόνεσα για τη στιγμή που αμφέβαλε. Για την αποτυχία να συλλάβει τα δίσημα, τ’ αμφίσημα. Στο στόμα τους κελαηδούσαν άπιαστα πουλιά.

Μα πιο πολύ τον συμπονούσα σαν άναβε το λυχναράκι του ο έρωτας και μοιραζόταν αν θα δαγκώσει, αν θα φιλήσει, αν θα χαϊδέψει. Και όσους γκρεμούς ανέβηκε μέσα του όλους τους κατεβαίνει. Τόποι που πάτησε τόσες φορές  είναι λιβάδια τώρα υγρά μες στην καρδιά.

Του ήλιου το λεπίδι σκαλίζει μέσα του. Κάποιος θεός χωρίζει μαύρους όγκους.

Μέσα στο μάτι το τυφλό απλώνεται τοπίο νοσταλγίας. Η απουσία γεννάει τις λέξεις.

Τον σκέφτομαι. Θέλει να ζήσει μια μέρα αναίμαχτη.

Αλλά, αύριο θα κραδαίνουν μέσα του οι φοβερές των λέξεων κόψεις.


Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στη Δευτερά (Λευκωσία, Κύπρος) το 1955. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1995 μέχρι το 2003 εργάστηκε με απόσπαση στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής  Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, ως συντονίστρια προγραμμάτων για την αντιμετώπιση του λειτουργικού αναλφαβητισμού, της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, και της παραβατικότητας. Από το 2003 μέχρι το 2011 εργάστηκε στα σχολεία 
της Φανερωμένης στην εντός των τειχών Λευκωσία, για τον σχεδιασμό και τον συντονισμό προγραμμάτων με σκοπό την εξασφάλιση συνέχισης της εκπαίδευσης 
για τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών και για τους Κύπριους μαθητές 
που κατοικούσαν σε υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης.
 Έχει ήδη εκδώσει πέντε βιβλία με ποίηση και δύο με πεζογραφία. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά και στα σερβικά. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Εντευκτήριο, Μανδραγόρας, Παρέμβαση, Φαρφουλάς, καθώς και στα κυπριακά περιοδικά Άνευ, Νέα Εποχή, In focus.  

Ο Νικόλας Σιδέρης γεννήθηκε στη Λευκωσία (Κύπρος) το 1980. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα χαρακτικής. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάστηκε ως βοηθός και συνεργάτης σε διάφορα εργαστήρια τέχνης. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και συμμετείχε σε θεατρική παράσταση με τη θεατρική ομάδα της ΑΣΚΤ υπό την καθοδήγηση της ηθοποιού Κατερίνας Βακαλοπούλου. 
Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και στην Κύπρο. Εργάστηκε σε πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού κατά της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, της σχολικής αποτυχίας και της παραβατικότητας σε Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (Ζ.Ε.Π).
Διατηρεί στη Λευκωσία εργαστήρι στο οποίο διδάσκει ζωγραφική και άλλες μορφές εικαστικής έκφρασης. 
Παίζει μπουζούκι, τζουρά και τραγουδά. Οργανώνει και εκτελεί με την παρέα του αφιερώματα στην ελληνική μουσική. Συμμετέχει επίσης σε μικρά μουσικά σχήματα που εμφανίζονται σε καφενεία-ουζερί και σε άλλους χώρους συνάντησης και ψυχαγωγίας στη Λευκωσία.