25.7.11

«ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΩΡΙΟ»


του Γιώργου Κορδομενίδη


Τότε δεν λέγονταν «διακοπές» αλλά «αλλαγή». Αλλαγή περιβάλλοντος, προφανώς. Και συνηθειών της καθημερινότητας. (Λεγόταν βέβαια και «παραθέριση»).
Δεν θυμάμαι να πήγαν ποτέ οι γονείς μου κάπου για «αλλαγή». Λαϊκοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, εκείνος «καθεκλοσκελετοποιός» (οι λέξεις καρεκλάς ή επιπλοποιός ή ξυλουργός ήταν απαγορευμένες), εκείνη μοδίστρα κατ’ οίκον, εποχιακή στα καπνεργοστάσια της Σταυρούπολης, νοικοκυρά και μάνα τριών παιδιών. Η σκληρή αναμέτρηση με την πραγματικότητα δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την πολυτέλεια της «αλλαγής» ― αυτά ήταν για τους αστούς.
Για μας, τα παιδιά, υπήρχαν μόνο σποραδικά μπάνια στα Απολυμαντήρια, μια λαϊκή και πολύβουη πλαζ (λέμε τώρα) στην Κρήνη, νομίζω (ή στην Καλαμαριά;). Το εξοντωτικό πήγαιν-έλα με το αστικό, κυρίως η πιο κουραστική επιστροφή, που σήμαινε και το τέλος της «εκδρομής», σχεδόν ακύρωνε τη χαρά της εξόρμησης στα παραθαλάσσια. Στο ενδιάμεσο βέβαια υπήρχαν τα πλατσουρίσματα, τα πρώτα μαθήματα μπάνιου, το φαγητό από το σπίτι σε μεταλλικά (μιλάω για την προ-τάπερ εποχή!) σκεύη σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες (οικοδόμοι, κυρίως) για να παίρνουν φαγητό από το σπίτι στη δουλειά, αλλά και τα βραστά καβούρια που πουλούσαν οι πλανόδιοι... Κυρίως όμως οι πρώτες εξάψεις.
Κάπου εκεί ήρθε η πρώτη (και τελευταία) κατασκήνωση, ίσως της Μητρόπολης, κάπου στο Πανόραμα (και πάλι, νομίζω), και ταυτόχρονα η πρώτη απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον, η μύηση στην ομαδική, πειθαρχημένη ζωή, η αναμέτρηση με τα τέρατα που είναι τα παιδιά (κι ας μιλούν πολλοί με ευκολία για παιδική αθωότητα!). Πώς τα κατάφερε η Μαρίκα και βρέθηκε μια θέση στην κατασκήνωση εκείνη για το παιδί της «αποσυνάγωγης» οικογένειας (ο θείος πάνω από 20 χρόνια, τότε, στις φυλακές της Κέρκυρας, καθότι Καπετάνιος στο αντάρτικο) παραμένει μυστήριο αξεδιάλυτο.
Κάπου εκεί και τα σποραδικά καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς στην Ξάνθη ― που όμως το μοιραζόταν με τον θείο και την θεία, άρα δεν ήταν ακριβώς της γιαγιάς. Αλλά είχε κήπο με μεγάλα δέντρα σκιερά και οπωροφόρα, είχε πηγάδι, είχε γείτονες που καλλιεργούσαν καπνά και μας έβαζαν να «πασταλιάζουμε» τα φύλλα του καπνού, να τα περνάμε δηλαδή με βελόνες σε μεγάλες και χοντρές κλωστές, για να τα απλώσουν μετά στον ήλιο να ξεραθούν. Η αμοιβή μας: μούρα και σύκα, που η νοστιμιά τους διατηρείται ανεξίτηλη στη γευστική μου μνήμη. Μόνο που απ’ αυτή τη δουλειά μαύριζαν τ’ ακροδάχτυλα, και το βράδυ έπρεπε να τα τρίβουμε στον τσιμεντένιο νεροχύτη, μέχρι που καμιά φορά μάτωναν από το πολύ το τρίβε τρίβε ― και ποιος άκουγε τότε είτε τη Μαρίκα είτε τη θεία Μαίρη!
Στην Ξάνθη υπήρχαν και οι αξέχαστες παιδικές ποδηλατάδες στη σκιά μυθικών στη μνήμη μου δενδροστοιχιών, δίπλα σε ρυάκια όπου κολυμπούσαν γυρίνοι, αλλά και ο ποδαρόδρομος (κυρίως αυτός), δίπλα στη γραμμή του τραίνου, μέχρι το αμπέλι της γιαγιάς, που κάποια στιγμή απαλλοτριώθηκε για να γίνει εκεί το πανεπιστήμιο, αλλά περιέργως πώς φράγκο δεν είδαμε... Ύστερα, σηκώθηκε ένας μεγάλος στρόβιλος που έφερε τα πάνω-κάτω στην οικογενειακή ζωή και δεν υπήρχε μυαλό ούτε καν για γλυκερές αναμνήσεις από αυτά τα πολύ παιδικά καλοκαίρια. Και πριν και μετά, αισθανόμουν ένα μετέωρο μέσα μου κάθε φορά που άκουγα τη φράση «θα πάμε στο χωριό» (για Πάσχα, για καλοκαίρι, για Χριστούγεννα...). Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει μέσα μου, μέχρι που άκουσα από το στόμα του παιδικού μου φίλου του Αλέκου, ομοιοπαθούς, τη φράση-κλειδί: «Εμείς δεν έχουμε χωριό...»

(πρωτοδημοσιεύτηκε στο blog στην Παράλλαξη: http://parallaximag.gr/content/%C2%AB%CE%B5%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CF%8C%C2%BB)

23.7.11

ΜΙΑ ΝΕΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟ BLOG ΜΑΣ

Στο blog του Εντευκτηρίου έχει προστεθεί μια νέα λειτουργία (την βλέπετε επάνω δεξιά στη σελίδα): προσθέτετε το e-mail σας και θα ενημερώνεστε αυτομάτως με ηλεκτρονικό μήνυμα για κάθε νέα ανάρτηση στο blog.

Μείνετε συντονισμένοι!

21.7.11

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ: ΚΥΡΙΑ, ΜΕ ΘΥΜΑΣΤΕ;

Σχέσεις αγάπης και αμοιβαίας παραδοχής

Μια εμπνευσμένη εκπαιδευτικός αφηγείται ιστορίες από τη σχολική τάξη



Μαρία Στασινοπούλου
Κυρία, με θυμάστε;
Αθήνα, Εκδόσεις Κίχλη 2010, 100 σ.



του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ
εκδότη-διευθυντή του Εντευκτηρίου

Mέχρι πριν από λίγο καιρό, η Μαρία Στασινοπούλου (γενν. Καλαμάτα, 1945) ήταν γνωστή για τις βιο-εργογραφικές της εργασίες για τον Σεφέρη και για τον Καβάφη (η δεύτερη από κοινού με τον σύζυγό της, Δημήτρη Δασκαλόπουλο), καθώς και για τις βιβλιοκριτικές της στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο.
Μολονότι έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς και αξιοπρόσεκτα διηγήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, στο πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο δεν συγκεντρώνει αυτά τα “αδέσποτα” διηγήματα (που αξίζει κάποια στιγμή να βρουν κοινή στέγη)· παρουσιάζει 28 ιστορίες ―“δεμένες” με προλογικό όσο και επιλογικό κείμενο― που αξιοποιούν τις αναμνήσεις της από τη γόνιμη και για την ίδια εμπειρία που είχε ως καθηγήτρια στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση.


Το βιβλίο δεν είναι ούτε συλλογή μαθητικών “μαργαριταριών” ή σχολικών ανεκδότων ούτε οι αναμνήσεις μιας συνταξιούχου «της έδρας και του θρανίου». Συγκροτείται από αυτόνομα αφηγήματα μικρής έκτασης (συνήθως 2-3 σελίδων), με πυκνή ύφανση, καθένα από τα οποία σκιτσάρει με δεξιοτεχνία έναν μαθητή ή μια μαθήτρια μέσα από κάποιο περιστατικό που διαδραματίζεται στη σχολική τάξη, η ‘διαχείριση’ του οποίου εκ μέρους της εκπαιδευτικού φαίνεται πως συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου και πολύ ανθεκτικού στον χρόνο δεσμού με αρκετούς μαθητές/μαθήτριες. Ένας Θανάσης με ντρίλινα γκρι παντελόνια που “υπαγορεύει” μεγαλόφωνα στον εαυτό του τις απαντήσεις σε κάποιο διαγώνισμα· ένας Βαγγέλης που απορεί επειδή η “κυρία” εκτός από τον Μιθριδάτη, τον βασιλιά του Πόντου, ξέρει και τον συνονόματό του του συγκροτήματος «Ημισκούμπρια»· μια Σόνια που μοιράζεται με τη δασκάλα της τον προβληματισμό της αν πρέπει να ενδώσει στις πιέσεις του φίλου της να ολοκληρώσουν τη σχέση τους· ένας Γιώργος επιμελής και δημιουργικός στην τάξη ― ο μαθητής που κάθε δάσκαλος θα ήθελε να έχει· ένας άλλος Γιώργος που, χάρη σε μια επίσκεψη σε έκθεση με ιστορικό περιεχόμενο, “ανακαλύπτει” πως πάντα ο κόσμος ήταν πολύχρωμος κι όχι ο ασπρόμαυρος που δείχνουν οι παλιές φωτογραφίες και τα “επίκαιρα” στον κινηματογράφο... Οι ευρηματικοί τίτλοι που επιστεγάζουν τις ιστορίες τις συμπυκνώνουν (και συχνά τις φωτίζουν) με μοναδικό τρόπο.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα αφηγούμενα περιστατικά δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό· πίσω όμως από τη φαινομενική απλότητα του θέματος των ιστοριών υπάρχουν οι πολλαπλοί ρόλοι που καλείται να αναλάβει ο δάσκαλος πέρα από τη διεκπεραίωση της διδακτέας ύλης: να γίνει και ψυχολόγος, και ακροατής με κατανόηση, και σύμβουλος όταν χρειάζεται. Όπως υπάρχει και ο πλουμιστός κήπος των εφηβικών ψυχών, που συχνά ένας εμπνευσμένος δάσκαλος μπορεί να τις βοηθήσει να χάσουν τις εύκολες βεβαιότητες και να δουν τον κόσμο με άλλα μάτια ― όσοι ευτυχήσαμε να έχουμε έναν τέτοιο δάσκαλο, φιλόλογο συνήθως, μπορούμε να καταλάβουμε την αξία των εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας.
Η Στασινοπούλου καταφέρνει να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο την ιλαρότητα όσο και τα γλυκερά συναισθήματα που θα μπορούσαν να γεννήσουν οι αφηγήσεις της και να ισορροπήσει ανάμεσα στη χαρά και τη θλίψη που προκαλούν οι ανθρώπινες εμπειρίες, επιστρατεύοντας στα δύσκολα ένα λυτρωτικό χιούμορ. Τα πεζά της αυτά, συνδυάζοντας την τρυφερότητα προς “τα παιδιά” (που μένουν πάντα παιδιά), τη συγκίνηση και τη λοξή ματιά πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους, δείχνουν πώς μια/ένας εκπαιδευτικός μπορεί επίσης να διδαχτεί από τους μαθητές, αναπτύσσοντας μάλιστα μαζί τους μια σχέση που δεν τερματίζεται με την αποφοίτησή τους αλλά σε μερικές περιπτώσεις ―με πρωτοβουλία των κάποτε μαθητών― συνεχίζεται διά βίου.
Είναι σπουδαίο ότι η Στασινοπούλου αποφάσισε να μοιραστεί μαζί μας τον πλούτο των πολύτιμων προσωπικών της αναμνήσεων. Πρόκειται, απ’ όσο ξέρω, για την πρώτη τέτοιου τύπου λογοτεχνική χρήση σχολικού αποθέματος, που συνδυάζει την καλοδουλεμένη σε κάθε της λεπτομέρεια γλώσσα («μεταξωτή» τη χαρακτήρισε σε ομιλία του ο ―επίσης έμπειρος εκπαιδευτικός― Νικήτας Παρίσης, μ’ όλη την παλιά όσο και παντοτινή εκτίμηση στο φυσικό μετάξι), την οριακή αφηγηματική οικονομία και μια εσωτερική ενότητα η οποία μετατρέπει τις αυτόνομες ιστορίες σε, τρόπον τινα, κεφάλαια ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Κι ενώ προσφέρει τη γνήσια συγκίνηση που εκλύει η καλή λογοτεχνία, αποτελεί παράλληλα ένα κυριολεκτικά “παιδαγωγικό” βιβλίο, χρήσιμο για όσους από τους εν ενεργεία συναδέλφους της Στασινοπούλου αντιλαμβάνονται ομοίως τη δουλειά τους όχι ως βιοπορισμό αλλά ως αποστολή.
Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, το «Κυρία, με θυμάστε» αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο αφτιασίδωτα, τα πιο τίμια βιβλία του τελευταίου καιρού, για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν καμώνεται πως είναι τίποτε περισσότερο από αυτό που είναι.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή, την Κυριακή 17 Ιουλίου 2011)

5.7.11

Αφηγηματικές μινιατούρες για τα πάθη ψυχής και σώματος

Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3 Ιουλίου 2011

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες

Η μελαγχολία των λιονταριών

Μετάφραση-επίμετρο: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη

Αθήνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο 2010, 157 σ.



Στα μυθιστορήματα του Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες (γενν। Κούβα, 1950) πρωταγωνιστεί σχεδόν πάντα η πατρίδα του, Κούβα, και ειδικότερα η Αβάνα, η πρωτεύουσά της. Δεσπόζει ακόμη και στους τίτλους: «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας», «Ο βασιλιάς της Αβάνας», «Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα», «Ο δικός μας Γκράχαμ Γκρην στην Αβάνα», «Στην καρδιά της Κούβας»... Στο επίκεντρο της θεματικής του, η ανελεύθερη ζωή στην Κούβα, η παρακμή της πολιτικής, η μανία για το σεξ, η απογοήτευση του σύγχρονου ανθρώπου από τις συνθήκες της ζωής του ― όλα αυτά ιδωμένα και σχολιασμένα με γενναίες δόσεις κυνισμού, στοιχείο που προσέδωσε στον συγγραφέα τον χαρακτηρισμό του «Μπουκόφσκι της Κούβας».





Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όμως, ο Γκουτιέρες ανοίγει μια παρένθεση στο μυθιστορηματικό του έργο και γράφει τα διηγήματα της συλλογής «Η μελαγχολία των λιονταριών» (κυκλοφόρησε μόλις το 2000), από τα οποία λείπει οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην Κούβα. Το βιβλίο περιλαμβάνει 55 σύντομα πεζά, μερικά από τα οποία δεν υπερβαίνουν σε έκταση τη μία σελίδα. Αυτή η τόσο μικρή πεζογραφική φόρμα δεν είναι φυσικά καινούρια· έχει τις ρίζες της στους μύθους του Αισώπου και βρήκε τη συνέχειά της σε όλες τις ανά τον κόσμο εθνικές λογοτεχνίες μέσα στους αιώνες, για να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο τους δύο περασμένους αιώνες, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση την τελευταία δεκαετία (για την προβολή αυτού του σύγχρονου φαινομένου των εξαιρετικά σύντομων πεζών, το περιοδικό «Πλανόδιον» έχει δημιουργήσει ειδικό ιστολόγιο: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com).

Παρά την εξαιρετική τους συντομία, τα διηγήματα του είδους αποτελούν αυτόνομες δημιουργίες, με κριτήριο «όχι την εισαγωγή λιγότερων λέξεων αλλά την μη εισαγωγή περιττών λέξεων», όπως έχει παρατηρήσει επιγραμματικά ο David Lagmanovich. Tα χαρακτηρίζει επίσης κάτι που μπορεί να θεωρηθεί πως αντιβαίνει στην ελάχιστη έκτασή τους: όχι απλώς αντέχουν αλλά αποζητούν δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση, αποκαλύπτοντας κάθε φορά μια διαφορετική πτυχή τους, αφανή ή δυσδιάκριτη στην προηγούμενη ανάγνωση. Ένα τρίτο, βασικό χαρακτηριστικό αυτών των μικρών ή υπερμικρών διηγημάτων είναι η “βαριά-και-καθόλου-εύκολη-δουλειά” που αναθέτουν στον αναγνώστη: να τα ερμηνεύσει και να τα προεκτείνει, συμπληρώνοντας όλα τα κενά που σκόπιμα άφησε ο συγγραφέας. Ο Γκουτιέρες έχει πει σε συνέντευξή του: «Προσπαθώ να σέβομαι το μυαλό του αναγνώστη. Δεν θέλω να του τα εξηγώ όλα. Γράφω, νομίζω, με έναν κινηματογραφικό τρόπο. Και όπως σε μια ταινία δεν υπάρχει αφηγητής που περιγράφει την ταινία, αφήνοντας τον θεατή από την εικόνα και τους διαλόγους να δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο, με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα βιβλία».





Κάθε μικροδιήγημα στη «Μελαγχολία των λιονταριών» έχει έναν ισχυρό μύθο που θα μπορούσε να αποτελέσει τον κορμό ενός εκτενέστατου πεζογραφήματος: ένας άντρας δηλητηριάζει συστηματικά τη γυναίκα του κι όταν, μετά τον θάνατό της, γνωρίζει μια όμορφη νέα κοπέλα μπαίνει στον πειρασμό να περάσει μαζί της ‘απέναντι’· ένας γέρος γιατρός που ασχολείται μόνο με εκτρώσεις και παρθενορραφές γοητεύεται από τις σωματικές οσμές των νέων γυναικών που προσφεύγουν στις υπηρεσίες του· ένας συγγραφέας φέρει εντός του εκατοντάδες διαφορετικούς εαυτούς, που συνεχώς αναπαράγονται· ένα αντρόγυνο αγκαλιάζεται ξυπνώντας την ίδια στιγμή επειδή έβλεπαν και οι δύο, ταυτόχρονα, τον ίδιο εφιάλτη... Στο αλλόκοτο, συχνά σουρεαλιστικό διηγηματικό σύμπαν του Γκουτιέρες κυκλοφορούν ακόμη σοκολατένιοι ποντικοί, άγγελοι, τραβεστί, αυτόχειρες, φυλακισμένοι και φαντάσματα, δημιουργώντας μια σπονδυλωτή παραβολή για τις περιπέτειες της ψυχής και του σώματος. Ο Κουβανός δεξιοτέχνης της αφήγησης καταφέρνει να πειθαρχήσει και να συμπυκνώσει σε έκταση μέχρι 500 λέξεων τις ιστορίες του, σκιτσάροντας ελλειπτικούς αλλά πάντως ενδιαφέροντες χαρακτήρες και διατηρώντας σταθερό το αναγνωστικό ενδιαφέρον με τις αφηγηματικές ανατροπές και τις αλληγορίες του, τους κοφτούς διαλόγους, την οικονομία του λόγου, τη λιτότητα της έκφρασης, την ακρίβεια στην επιλογή των λέξεων, τη λεπτή ειρωνεία. Στο γράψιμό του μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τη γόνιμη επίδραση που δέχτηκε από Ευρωπαίους πεζογράφους όπως ο Κάφκα ή από τους Λατίνους ο Κορτάσαρ, καθώς και από κορυφαίους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως ο Καπότε, ο Σέργουντ Άντερσον, ο Ντος Πάσος, ο Χεμινγουέι.

Η Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, τόσο στη μετάφραση των απαιτητικών μικρών πεζών του Γκουτιέρες όσο και στη σύνταξη του χρήσιμου και διαφωτιστικού επιμέτρου.