5.8.12


Τσαρλς Μπουκόφσκι: Ένα δολάριο και είκοσι σεντς

 Πιο πολύ του άρεσε το τέλος του καλοκαιριού, όχι το φθινόπωρο, τελοσπάντων μπορεί και να 'ταν φθινόπωρο, που να 'ξερε... Δρόσιζε κάτω στην παραλία κι αγαπούσε να περπατάει δίπλα στη θάλασσα μετά την ανατολή. Ήταν ολομόναχος εκείνη την ώρα και τα νερά φάνταζαν σαν το θάνατο. Κι οι γλάροι δεν ήθελαν να κοιμηθούν, τους αηδίαζε ο ύπνος. Οι γλάροι βουτούσαν, ψάχνοντας τα μάτια του, την ψυχή του, ό,τι είχε απομείνει από την ψυχή του.
Αν δε σου έχει απομείνει ψυχή και το καταλαβαίνεις, σημαίνει ότι ακόμα έχεις ψυχή.
Καθόταν και κοίταζε την απέραντη θάλασσα, κι όταν κοιτάς την απέραντη θάλασσα, όλα μοιάζουν απίστευτα. Να, ας πούμε το ότι υπάρχει ένα κράτος σαν την Κίνα ή τις Η.Π.Α. ή το Βιετνάμ. Ή το ότι ήταν κάποτε παιδί. Όχι, αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το πιστέψει. Η παιδική του ηλικία ήταν κόλαση, δεν ξεχνιόταν. Και μετά πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε: έκανε όλες τις δουλειές, πέρασε απ' όλες τις γυναίκες και κατόπιν δεν έμεινε τίποτε, ούτε γυναίκα, ούτε δουλειά. Αλήτης στα εξήντα. Ξοφλημένος. Τέρμα. Από μετρητά, είχε ένα δολάριο και είκοσι σεντς. Πληρωμένο το νοίκι μιας εβδομάδας. Ο ωκεανός... Σκέφτηκε τις γυναίκες. Μερικές ήταν καλές μαζί του, άλλες πάλι σκύλες, λίγο τρελές κι αφάνταστα σκληρές. Δωμάτια και κρεβάτια και σπίτια και Χριστούγεννα και δουλειές και τραγούδια και νοσοκομεία και πλήξη, πληκτικές μέρες και νύχτες, χωρίς κανένα νόημα, χωρίς καμιά ελπίδα.
Στα εξήντα του χρόνια άξιζε ένα δολάριο και είκοσι σεντς.
Τους άκουσε πίσω του να γελούν. Κουβαλούσαν κουβέρτες και μπουκάλια και κουτιά μπύρας, καφέ και σάντουιτς. Γελούσαν, γελούσαν, δυο νεαρά αγόρια, δυο νεαρά κορίτσια. Λεπτά, λυγερά κορμιά, ούτε μια σκοτούρα. Ένας τους τον είδε.
"Ρε συ, τι είναι αυτό;"
"Χριστέ μου, που να ξέρω!"
Δεν κουνήθηκε.
"Είναι άνθρωπος;"
"Αναπνέει; γαμάει;"
"Να γαμήσει τι;"
Γέλασαν όλοι.
Σήκωσε το μπουκάλι του. Είχε ακόμα λίγο κρασί μέσα, κι ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή.
"ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ! κοίτα, ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ!"
Σηκώθηε, σκούπισε την άμμο από το παντελόνι του.
"Έχει χέρια, πόδια! Έχει και φάτσα!"
"ΦΑΤΣΑ;"
Ξαναγέλασαν. Δεν καταλάβαινε. Τα παιδιά δεν είναι σαν κι αυτούς. Τα παιδιά δεν είναι σκληρά. Τι σόι άνθρωποι ήταν τούτοι;
Τους πλησίασε.
"Τα γηρατειά δεν είναι ντροπή".
Ο νεαρός τελείωσε την μπύρα του και πέταξε το κουτί.
"Τα σπαταλημένα χρόνια είναι ντροπή, παππούλη. Κι εσύ, μου φαίνεται, του 'δωσες να καταλάβει".
"Γιε μου είμαι ακόμη άνθρωπος".
"Ας πούμε παππούλη, ότι αυτές οι κοπελιές σου 'δειχναν το πράμα τους. Τι θα έκανες;"
"Ροντ, μην του ΜΙΛΑΣ έτσι!"
Μίλησε η κοπέλα με τα μακριά κόκκινα μαλλιά. Τα συμμάζευε κι έμοιαζε να γλιστράει μες στον άνεμο, με τα πόδια της γαντζωμένα στην άμμο.
"Ε, παππούλη, τι θα 'κανες; ε; Τι θα 'κανες αν σου την έπεφταν αυτές οι γκόμενες;"
Ξεκίνησε να φύγει, πέρασε δίπλα από την κουβέρτα τους, τράβηξε κατά τη σκάλα της παραλίας.
"Ροντ, γιατί μίλησες έτσι στον φτωχό τον γέρο; Μερικές φορές σε ΜΙΣΩ!"
"Έλα δω, μωρό μου!"
"ΟΧΙ!"
Γύρισε, κι είδε τον Ροντ να κυνηγάει το κορίτσι. Το κορίτσι τσίριξε, μετά γέλασε. Ο Ροντ την πρόλαβε κι έπεσαν στην άμμο, παλεύοντας και γελώντας. Είδε το άλλο ζευγάρι να φιλιέται.
Έφτασε στη σκάλα, κάθισε σ' έναν πάγκο, τίναξε την άμμο απ' τα πόδια του. Φόρεσε τα παπούτσια του. Δέκα λεπτά αργότερα, ήταν πίσω στο δωμάτιό του. Έβγαλε τα παπούτσια του και τεντώθηκε στο κρεβάτι.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
"Κύριε Σνιντ;"
"Ναι;"
Η πόρτα άνοιξε, ήταν η κυρία Κόνερς, η νοικοκυρά του. Η κυρία Κόνερς ήταν εξήντα πέντε χρονώ, το πρόσωπό της δεν διακρινόταν μες στο σκοτάδι. Χαιρόταν που δεν έβλεπε το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.
"Κύριε Σνιντ;"
"Ναι;"
"Έφτιαξα λίγη σούπα, ωραία ζεστή σούπα. Να σας φέρω ένα πιάτο;"
"Όχι, δε θέλω".
"Ω, μα ελάτε τώρα, κύριε Σνιντ, είναι καλή, πολύ καλή σούπα! Αφήστε να σας φέρω λίγη!"
"Ω, καλά, εντάξει".
Σηκώθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα και περίμενε. Είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή κι έμπαινε λίγο φως από το διάδρομο. Μια αχτίνα ήλιου ίσια στα πόδια του, στην αγκαλιά του. Του έφερε ένα μπολ με σούπα κι ένα κουτάλι.
"Θα σας αρέσει, κύριε Σνιντ. Τη φτιάχνω ωραία τη σούπα".
"Ευχαριστώ", της είπε.
Καθόταν εκεί, κοιτάζοντας τη σούπα. Το χρώμα της ήταν κίτρινο κατουρημένο. Ήταν κοτόσουπα. Χωρίς κρέας, κοίταζε το λίπος που επέπλεε στο μπολ. Για κάμποση ώρα δεν κουνήθηκε. Μετά, πήρε το κουτάλι και τ' ακούμπησε στο ντουλαπάκι. Σηκώθηκε, κρατώντας τη σούπα, πήγε στο παράθυρο, άνοιξε τη σήτα, και ήσυχα ήσυχα την έχυσε. Είδε να βγαίνει λίγος ατμός, κι αυτό ήταν όλο. Έβαλε και το μπολ στο ντουλαπάκι, έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ήταν πιο σκοτεινό από ποτέ. Του άρεσε το σκοτάδι, το σκοτάδι είχε κάποιο νόημα.
Αν προσπαθούσε πολύ, μπορούσε ν' ακούσει τον ωκεανό. Για λίγη ώρα τον άκουγε, μετά αναστέναξε, αναστέναξε, αναστέναξε έναν βαθύ αναστεναγμό και πέθανε.

Από την ειδική έκδοση του Βήματος: Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας.
Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια: