πηγή: http://diastixo.gr
Οδυσσέας
Πες στους μνηστήρες σου
να μη μαρσάρουν.
Να μην ανάβουν τσιγάρα
γιατί βλέπω τις καύτρες τους.
Να μη χύνονται στα σκαλιά
να μη χτυπούν το κουδούνι σου.
Aν τους ανοίξεις,
να προσέχουν, πες τους,
μη βρεθούν στην πίσω αυλή.
Τους μυρίζω, πες τους.
Τα δερμάτινα μπουφάν,
τις σκόνες και τα δώρα τους.
Τις κολώνιες τους μυρίζω,
τα πόδια τους, τ’αχαμνά τους.
Και πες τους, σε παρακαλώ,
να μη με καλοπιάνουν.
Γιατί μπορεί να ζω
σε σώμα σκύλου
αλλά σ’αγαπάω,
γαμώ τη φύση μου.
Και δαγκώνω.
Τοτέμ
Χθες το πρωί, συνάντησα έναν κύριο με ψηλό πράσινο καπέλο
Λίγο παρακάτω μπαίνοντας στο μετρό έπεσα σ’έναν άλλον
μ’ ένα ίδιο πράσινο καπέλο κι έναν λαγό από πάνω
Έχουν συνέδριο οι ταχυδακτυλουργοί σκέφτηκα και οι λαγοί
που ζουν στα καπέλα τους είπαν να βγουν να ξεμουδιάσουν
Στο άλλο βαγόνι κάποιος με ίδιο πράσινο ψηλό καπέλο
είχε έναν λύκο πάνω στο λαγό και σκέφτηκα
είναι ο αρχιμάγος
που
καινοτόμος
όχι μόνο λαγούς αλλά και λύκους
θα βγάλει απ’το καπέλο του
Έξω απ’το αστεροσκοπείο
είδα έναν ακόμα κι είπα
δεν αντέχω
Φορούσε κι αυτός πράσινο καπέλο ψηλό
μ’έναν λαγό έναν λύκο έναν βίσωνα
βυσσινί βασίλισσά μου
και
μια φτερωτή φυλή μικροσκοπικών Ινδιάνων
που στριφογύριζαν υμνούσαν χόρευαν γαλοπουλίσια
Προς στιγμήν μου φάνηκαν χερουβείμ
Σίγουρα θα ήταν
Αν εγώ δεν ήμουν
ο Χριστόφορος Κολόμβος.
Πρωτομαγιά
ξύπνησα κάτω από μαύρο ήλιο
σε φάλτσο καθρέφτη αναγνώρισα τον αδερφό μου κι απ’τα κάγκελα κρατήθηκα τρομαγμένος της σκάλας που οι κοινοί μας νεκροί χαιρετώντας κατέβαιναν
στον αδερφό μου αναρωτήθηκα γνέφουν ή σε μένα και θυμήθηκα όταν κοίταξε ο καθρέφτης και είδε πως ήμουν εγώ
πως ήμουν εγώ
την στιγμή που η γενναιοδωρία
του θανάτου
έδειχνε
Ταμπούρια
Στην αρχή ήταν ένας καταπράσινος λόφος
με πεύκα και το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Ο Καραϊσκάκης εκεί μετάλαβε τελευταία φορά.
Μια μέρα, άρχισαν να ξηλώνουν τα πεύκα,
να γυμνώνουν τη γη, να κόβουν οικόπεδα,
και να χτίζουν μια βασιλική μετά τρούλου
όπως γράφουνε στα σχολικά βιβλία.
Οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν
μου είπε ο πατέρας μου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
Πράγμα για το οποίο
δεν είμαι πολύ σίγουρος.
Η εκκλησία ανεγέρθη χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί.
Δεν γίνεται, λέει, χωρίς τον οβολό μας.
Πάνω απ’την είσοδο η επιγραφή: Μετανοείτε.
Δεν έχω τίποτα να μετανοήσω.
Όσο για τον οβολό μου:
Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Ο Βασίλης Κυριαζάκης γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε οδοντιατρική και δημιουργική γραφή στη Φλώρινα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου