του Χρήστου Χωμενίδη
πηγή: www.protagon.gr
Η ψευδής είδηση περί θανάτου του Λευτέρη Βογιατζή, μου θύμισε μία ακόμα πιο μακάβρια προσωπική μου εμπειρία: Πριν από δέκα σχεδόν χρόνια, ένας αδελφικός μου φίλος, μου έκανε τη μέγιστη τιμή να με καλέσει να ξεπροβοδίσουμε μαζί τον πατέρα του. Ο πατέρας του, πρόσωπο διάσημο αλλά κυρίως σημαντικό, περνούσε τις στερνές του ώρες στην εντατική ενός μεγάλου αθηναϊκού νοσοκομείου. Μπήκαμε και σταθήκαμε πλάι στο κρεβάτι του. Οι δυο μας και ο γιατρός. Δεν υπήρχε περιθώριο για κουβέντες. Κοιτούσαμε περιδεείς μία την οθόνη που κατέγραφε τους σφυγμούς να αραιώνουν αργά αλλά σταθερά, μία τον άνθρωπο που αναχωρούσε. Αίφνης λαμβάνω μήνυμα στο κινητό από έναν άλλο φίλο:
«Ο Θ. πέθανε», μου ανακοινώνει. «Δεν πέθανε!», πληκτρολογώ βιαστικά. «Πέθανε», επιμένει εκείνος. «Το λένε στις ειδήσεις».
Δεν ξέρω εάν κάποιοι νοσοκομειακοί υπάλληλοι χαρτζιλικώνονται από δημοσιογράφους για να τους ενημερώνουν πρώτους-πρώτους σχετικά με θανάτους «επωνύμων» κι ενίοτε δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο. Δεν με ενδιαφέρει εάν τα κανάλια και οι εφημερίδες έχουν έτοιμες νεκρολογίες ώστε να μην τρέχουν την τελευταία στιγμή. Εάν οι παρουσιαστές ειδήσεων φυλάνε στην ντουλάπα τους μαύρες γραβάτες κι έχουν προβάρει το πένθιμο ύφος που παίρνουν όποτε αναγγέλλουν κάποιο μοιραίο. Ο θάνατος εξάπτει προφανώς τους ανθρώπους, όσο σχεδόν και το σεξ. Στην εποχή της κυριαρχίας των mass και των social media, ο θάνατος όχι απλώς πουλάει, αλλά και ξεπουλιέται μαζικά. Το ζητούμενο είναι πώς εμείς θα προφυλαχθούμε, ζωντανοί ή νεκροί.
Εάν σας τύχει να πεθάνετε, κυρίες και κύριοι, κατά τρόπο βίαιο ή έστω ιδιαίτερα ασυνήθιστο, μην αμφιβάλλετε πως θα γίνετε αυτοστιγμεί είδηση. Ρεπόρτερς θα περιγράψουν με ασθμαίνοντα -γλαφυρό δήθεν- τρόπο τις τελευταίες σας στιγμές, το πού και πώς σάς βρήκε το κακό. Επιχειρηματίες της ενημέρωσης θα χρυσοπληρώσουν για να σας απαθανατίσουν -σκοπίμως χρησιμοποιώ το αντιφατικό ετούτο ρήμα- στο νεκροκρέβατο είτε στο μάρμαρο του νεκροτομείου. (Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη δισέλιδη δημοσίευση σε μεγάλη εφημερίδα φωτογραφίας του «συναρμολογημένου» πτώματος μιας νεαρής γυναίκας, που ο άντρας της την είχε κατατεμαχίσει…) Ευφάνταστοι δημοσιογράφοι θα εξυφάνουν τα πλέον τερατώδη σενάρια, ώστε το τέλος σας να φαντάζει σκοτεινό και ύποπτο και να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στην επικαιρότητα.
Εάν αφήσετε πίσω σας κάποιο -περιορισμένο έστω- έργο, αυτοστιγμεί θα ανακηρυχθείτε σε σπουδαίο καλλιτέχνη, σε υπεραθλητή, σε αναντικατάστατο «πνευματικό άνθρωπο». Η Ελλάδα -δήθεν- θα σας θρηνεί, οι ομότεχνοί σας αλλά κυρίως το φιλόμουσο κοινό θα αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τη μεγίστη απώλεια. Αντάμα βέβαια και τα κόμματα, τα οποία θα σπεύσουν να εκδώσουν ανακοινώσεις που θα βρίθουν από κοινοτοπίες. Τύποι που ενδεχομένως απεχθανόσασταν εν ζωή θα συρρεύσουν στην κηδεία σας, θα εκφωνήσουν λόγους και θα ποζάρουν με σκούρα γυαλιά, τα οποία θα καλύπτουν τα βουρκωμένα -υποτίθεται- μάτια τους. Στα τριήμερα πάνω, οι φυλλάδες και τα μπλογκς θα αποκαλύψουν το μεγάλο σας μυστικό, το σαράκι που σας έτρωγε και σας οδήγησε στον τάφο. Κάποιος κρυφός -μάλλον ανύπαρκτος- έρωτας… Ένα παράπονο, το οποίο ποτέ δεν εκφράσατε -διότι απλώς ποτέ δεν είχατε- από την πολιτεία… Το δε πιο εξωφρενικό θα είναι ότι οι δημόσιες μοιρολογίστρες σας, όχι απλώς θα αγνοούν μα και θα αδιαφορούν παγερά σχετικά με το έργο και με την όποια παρακαταθήκη σας. Τη δουλίτσα τους θα κάνουν απλώς, όπως τόσες και τόσες φορές…
Μπορεί κάποιος στην εποχή μας να θωρακιστεί απέναντι στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας διαπόμπευσης; Να προστατεύσει αν μη τι άλλο τους δικούς του από το να γίνουν βορά στα νύχια των εμπόρων και των περίεργων;
Νομίζω ότι μπορεί. Η αναγγελία του θανάτου δεν είναι -όπως η προαναγγελία του γάμου- υποχρεωτική. Ο χρόνος και ο τόπος της κηδείας δεν επιβάλλεται να γνωστοποιούνται με δημοσίευση στις εφημερίδες. Το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν» δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην ανοιχτό γεγονός με ελεύθερη είσοδο στον καθένα.
Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, οι άνθρωποι αποχαιρετούσαν τους δικούς τους σε στενούς ή και ευρύτερους κύκλους, που όμως συμμετείχαν ολόψυχα στο πένθος, έδειχναν δέος, απόλυτο αν μη τι άλλο σεβασμό. Το παλιό ήθος και έθος θα έπρεπε να επανέλθει. Παρόντες στο κατευόδιο να είναι μονάχα εκείνοι που θα έχει, ο νεκρός και οι πολύ οικείοι του, εκ των προτέρων επιλέξει. Μικρόφωνα, κάμερες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης να αποκλείονται αυστηρά από ναούς και κοιμητήρια. Η αποδημία να ανακοινώνεται δημόσια εκ των υστέρων, όταν δεν θα είναι πλέον δυνατόν να μετατραπεί σε θέαμα. Το αληθινό άλλωστε πένθος δεν έχει να κάνει τόσο με την έκλειψη, όσο με την έλλειψη. Με τη διαρκή απουσία.
«Ο θάνατός μας δεν μας αφορά», είχε πει ο Επίκουρος, εννοώντας πως όταν αυτός θα έρθει, εμείς θα λείπουμε. «Ο θάνατός μας δεν τους αφορά», θα συμπλήρωνε σήμερα. Μακάρι να λείπουν κι εκείνοι.
«Ο Θ. πέθανε», μου ανακοινώνει. «Δεν πέθανε!», πληκτρολογώ βιαστικά. «Πέθανε», επιμένει εκείνος. «Το λένε στις ειδήσεις».
Δεν ξέρω εάν κάποιοι νοσοκομειακοί υπάλληλοι χαρτζιλικώνονται από δημοσιογράφους για να τους ενημερώνουν πρώτους-πρώτους σχετικά με θανάτους «επωνύμων» κι ενίοτε δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο. Δεν με ενδιαφέρει εάν τα κανάλια και οι εφημερίδες έχουν έτοιμες νεκρολογίες ώστε να μην τρέχουν την τελευταία στιγμή. Εάν οι παρουσιαστές ειδήσεων φυλάνε στην ντουλάπα τους μαύρες γραβάτες κι έχουν προβάρει το πένθιμο ύφος που παίρνουν όποτε αναγγέλλουν κάποιο μοιραίο. Ο θάνατος εξάπτει προφανώς τους ανθρώπους, όσο σχεδόν και το σεξ. Στην εποχή της κυριαρχίας των mass και των social media, ο θάνατος όχι απλώς πουλάει, αλλά και ξεπουλιέται μαζικά. Το ζητούμενο είναι πώς εμείς θα προφυλαχθούμε, ζωντανοί ή νεκροί.
Εάν σας τύχει να πεθάνετε, κυρίες και κύριοι, κατά τρόπο βίαιο ή έστω ιδιαίτερα ασυνήθιστο, μην αμφιβάλλετε πως θα γίνετε αυτοστιγμεί είδηση. Ρεπόρτερς θα περιγράψουν με ασθμαίνοντα -γλαφυρό δήθεν- τρόπο τις τελευταίες σας στιγμές, το πού και πώς σάς βρήκε το κακό. Επιχειρηματίες της ενημέρωσης θα χρυσοπληρώσουν για να σας απαθανατίσουν -σκοπίμως χρησιμοποιώ το αντιφατικό ετούτο ρήμα- στο νεκροκρέβατο είτε στο μάρμαρο του νεκροτομείου. (Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη δισέλιδη δημοσίευση σε μεγάλη εφημερίδα φωτογραφίας του «συναρμολογημένου» πτώματος μιας νεαρής γυναίκας, που ο άντρας της την είχε κατατεμαχίσει…) Ευφάνταστοι δημοσιογράφοι θα εξυφάνουν τα πλέον τερατώδη σενάρια, ώστε το τέλος σας να φαντάζει σκοτεινό και ύποπτο και να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στην επικαιρότητα.
Εάν αφήσετε πίσω σας κάποιο -περιορισμένο έστω- έργο, αυτοστιγμεί θα ανακηρυχθείτε σε σπουδαίο καλλιτέχνη, σε υπεραθλητή, σε αναντικατάστατο «πνευματικό άνθρωπο». Η Ελλάδα -δήθεν- θα σας θρηνεί, οι ομότεχνοί σας αλλά κυρίως το φιλόμουσο κοινό θα αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τη μεγίστη απώλεια. Αντάμα βέβαια και τα κόμματα, τα οποία θα σπεύσουν να εκδώσουν ανακοινώσεις που θα βρίθουν από κοινοτοπίες. Τύποι που ενδεχομένως απεχθανόσασταν εν ζωή θα συρρεύσουν στην κηδεία σας, θα εκφωνήσουν λόγους και θα ποζάρουν με σκούρα γυαλιά, τα οποία θα καλύπτουν τα βουρκωμένα -υποτίθεται- μάτια τους. Στα τριήμερα πάνω, οι φυλλάδες και τα μπλογκς θα αποκαλύψουν το μεγάλο σας μυστικό, το σαράκι που σας έτρωγε και σας οδήγησε στον τάφο. Κάποιος κρυφός -μάλλον ανύπαρκτος- έρωτας… Ένα παράπονο, το οποίο ποτέ δεν εκφράσατε -διότι απλώς ποτέ δεν είχατε- από την πολιτεία… Το δε πιο εξωφρενικό θα είναι ότι οι δημόσιες μοιρολογίστρες σας, όχι απλώς θα αγνοούν μα και θα αδιαφορούν παγερά σχετικά με το έργο και με την όποια παρακαταθήκη σας. Τη δουλίτσα τους θα κάνουν απλώς, όπως τόσες και τόσες φορές…
Μπορεί κάποιος στην εποχή μας να θωρακιστεί απέναντι στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας διαπόμπευσης; Να προστατεύσει αν μη τι άλλο τους δικούς του από το να γίνουν βορά στα νύχια των εμπόρων και των περίεργων;
Νομίζω ότι μπορεί. Η αναγγελία του θανάτου δεν είναι -όπως η προαναγγελία του γάμου- υποχρεωτική. Ο χρόνος και ο τόπος της κηδείας δεν επιβάλλεται να γνωστοποιούνται με δημοσίευση στις εφημερίδες. Το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν» δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην ανοιχτό γεγονός με ελεύθερη είσοδο στον καθένα.
Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, οι άνθρωποι αποχαιρετούσαν τους δικούς τους σε στενούς ή και ευρύτερους κύκλους, που όμως συμμετείχαν ολόψυχα στο πένθος, έδειχναν δέος, απόλυτο αν μη τι άλλο σεβασμό. Το παλιό ήθος και έθος θα έπρεπε να επανέλθει. Παρόντες στο κατευόδιο να είναι μονάχα εκείνοι που θα έχει, ο νεκρός και οι πολύ οικείοι του, εκ των προτέρων επιλέξει. Μικρόφωνα, κάμερες, εκπρόσωποι της κοινής γνώμης να αποκλείονται αυστηρά από ναούς και κοιμητήρια. Η αποδημία να ανακοινώνεται δημόσια εκ των υστέρων, όταν δεν θα είναι πλέον δυνατόν να μετατραπεί σε θέαμα. Το αληθινό άλλωστε πένθος δεν έχει να κάνει τόσο με την έκλειψη, όσο με την έλλειψη. Με τη διαρκή απουσία.
«Ο θάνατός μας δεν μας αφορά», είχε πει ο Επίκουρος, εννοώντας πως όταν αυτός θα έρθει, εμείς θα λείπουμε. «Ο θάνατός μας δεν τους αφορά», θα συμπλήρωνε σήμερα. Μακάρι να λείπουν κι εκείνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου