11.5.13

Αισθάνομαι εξόριστη Ρωμιά

της Σταυρούλας Παπασπύρου

πηγή: www.enet.gr
[εφημ. Ελευθεροτυπία]
















Τα άγνωστα γράμματα της Χατζηλαζάρου στον Εμπειρίκο



Πόσα αποκαλύπτουν τα γράμματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που δημοσιεύει τώρα η Αγρα! Δεν είναι πολλά, μόλις έξι, σταλμένα από το Παρίσι από τον Ιανουάριο του '46 ώς τον Μάρτιο του '47, αλλά φτάνουν και περισσεύουν για να φωτίσουν την ποιότητα του ερωτικού δεσμού τους, τη διάρκεια της πνευματικής τους σχέσης, τις ποιητικές τους συνομιλίες, το κλίμα μιας κρίσιμης εποχής. Μέχρι πρότινος είχαμε την εντύπωση ότι η μεταξύ τους επικοινωνία είχε σταματήσει με τη διάλυση του γάμου τους, λίγο μετά την Κατοχή. Να όμως που «το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε» και το «γήπεδον» της αγάπης τους απλώνεται μπροστά μας «μ' όλα τα πετράδια του».


Ακόμα και ο Χρήστος Δανιήλ, φιλόλογος, πανεπιστημιακός και βιογράφος της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, ήταν ανύποπτος για την ύπαρξη αυτών των γραμμάτων. Στο αρχείο της Χατζηλαζάρου, στο Μουσείο Μπενάκη, δεν είχε εντοπίσει άλλα ίχνη του Εμπειρίκου, πέρα από τις φωτογραφίες από το γαμήλιο ταξίδι τους και τη συστατική επιστολή που είχε δώσει ο Ανδρέας στη Μάτση για τις υποτροφίες του Γαλλικού Ινστιτούτου, που έμελλε να γλιτώσουν από τη φρίκη του Εμφυλίου δεκάδες φωτισμένα μυαλά. Δεδομένου ότι και η επιστήθια φίλη της Μάτσης Φανή Λαμπαδαρίου τον είχε διαβεβαιώσει ότι οι πρώην σύζυγοι δεν διατηρούσαν επαφή, «από λεπτότητα, απέφυγα να ρωτήσω σχετικά τον Λεωνίδα Εμπειρίκο».
Τον περασμένο Φεβρουάριο, ωστόσο, κατά την παρουσίαση του «...Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina» (εκδ. Τόπος), που συνέπιπτε με τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το θάνατο της Χατζηλαζάρου, μαζί με τα συγχαρητήρια, ο γιος του ποιητή επισήμανε στον Χρήστο Δανιήλ μια ανακρίβεια του βιβλίου του. Οπως τον πληροφόρησε, η πρώτη σύζυγος του πατέρα του διατηρούσε επί μακρόν φιλικές σχέσεις και με τους δύο γονείς του, ενώ και στον ίδιο είχε μεγάλη αδυναμία· τη θυμάται ιδιαίτερα τρυφερή.
Ενα μήνα αργότερα ο Χρήστος Δανιήλ, μ' ένα «ανέλπιστο δώρο» στα χέρια του -τα αντίγραφα των παρισινών επιστολών προς επιμέλεια και δημοσίευση-, θα βυθίζεται ορεξάτος και πάλι στο αυθεντικό σύμπαν της Μάτσης Χατζηλαζάρου, ενώ και ο Λεωνίδας Εμπειρίκος θα του εμπιστεύεται στην πορεία όλο και περισσότερο ανέκδοτο υλικό.
Το βιβλίο που προέκυψε το παρουσιάζουν από κοινού τη Δευτέρα στο Γαλλικό Ινστιτούτο (20.00), μαζί με την ηθοποιό Δέσποινα Παπάζογλου, που θα διαβάσει αποσπάσματα των επιστολών και ανέκδοτα ποιήματα.

«Εφθάσαμε»
«Αγαπητέ μου Ανδρέα, εφθάσαμε. Η ταλαιπωρία στα τραίνα τα ιταλικά δεν περιγράφεται - ας είναι! Από τον Τάραντο και πέρα, εγώ τουλάχιστον, εταξίδευα σαν μέσα σ' έναν εφιάλτη, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι θα δω ποτέ το Παρίσι (...). Είμαι ακόμη τελείως σαστισμένη, ζω έναν καινούριο έρωτα με το Παρίσι, χωρίς να 'χω ακόμη προσαρμοστεί στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα του καινούριου εραστή (...). Δεν έχω μεταχειριστεί κανένα από τα γράμματα που μου 'δωσες, ούτε και των αλλωνών. Δεν έχω προς το παρόν θέση, μέσα μου, για καμμιά ανθρώπινη γνωριμία (...) Η Βιβίκα τι κάνει; Πώς θα 'θελα όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ να ήσανε εδώ...»
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος  και η Μάτση Χατζηλαζάρου στο γαμήλιο ταξίδι τους στο Ναύπλιο, το 1939. Λίγο μετά την Κατοχή χώρισαν, αλλά στην ουσία δεν έπαψαν να επικοινωνούν ποτέΟ Ανδρέας Εμπειρίκος και η Μάτση Χατζηλαζάρου στο γαμήλιο ταξίδι τους στο Ναύπλιο, το 1939. Λίγο μετά την Κατοχή χώρισαν, αλλά στην ουσία δεν έπαψαν να επικοινωνούν ποτέ
Γραμμένη σ' επιστολόχαρτα του Hotel Lutecia, η πρώτη επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου αναφέρεται στο θρυλικό ταξίδι του «Ματαρόα» με τις απίστευτες κακουχίες, που έχει μόλις ολοκληρωθεί. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες, ο τότε σύζυγός της Ανδρέας Καμπάς, ο μετέπειτα σύντροφός της Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Νίκος Σβορώνος, ο Μέμος Μακρής, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Κώστας Κουλεντιανός, ο Μάνος Ζαχαρίας και δεκάδες άλλοι.
Εκθαμβη μπροστά στην ομορφιά και την οργάνωση της γαλλικής πρωτεύουσας, η νεαρή ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αντιλαμβάνεται τι έθελγε το «gougouchaki» της, όπως προσφωνεί χαϊδευτικά τον Εμπειρίκο, σ' αυτή τη χώρα όπου εκείνος μεταξύ 1927 και 1931 είχε κάνει ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Χάρη στην ψυχανάλυση, θυμίζουμε, είχαν γνωριστεί οι δυο τους. Ο Εμπειρίκος ασκούσε το επάγγελμα στην Αθήνα από το 1935, σ' αυτόν είχε καταφύγει η Μάτση με τους δύο ήδη αποτυχημένους γάμους, κι όπως θα έγραφε λίγο αργότερα ο ποιητής στο «Γήπεδον» (που δημοσιεύτηκε 30 χρόνια μετά, στα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία»), «το τραύμα σου το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε χαθήκαν ολοτελώς»...

«Η πολιτική, όλο ψέματα και ανηθικότης»
«Αγαπητό μου gougouchaki», επανέρχεται η Χατζηλαζάρου στις 16/2/46, «γνώρισα τον Tzara και τσακωθήκαμε από την πρώτη στιγμή αγρίως. Εκείνος με είπε σχεδόν ταγματαλήτισσα και collaboratrice και εγώ τον είπα περίπου ηλίθιο και αφελή να πιστεύει κατά λέξη την προπαγάνδα του Κ.Κ. Στο τέλος, όταν κάπως καλμάραμε, μου λέει: "Εχω γνωρίσει έναν συμπαθέστατο Ελληνα, τον Εμπειρίκο". "Μάλιστα", του λέω, "πρώην άντρας μου". "Ah oui?", με ύφος λέει, "ε τότε, κυρία μου, ίσως να μην είστε και τόσο φριχτή" (...)».
Η Μάτση δεν κρύβει πόσο την τρομάζουν πολιτικές διενέξεις σαν την παραπάνω, με τον ρουμανικής καταγωγής Τριστάν Τζαρά, πρωτεργάτη του ντανταϊσμού. «Βλέπω ότι όλοι είναι παθιασμένοι και εντεταγμένοι αριστεροί. Εμείς που δεν είμαστε, τι παρασταίνουμε μες στην εποχή μας; Τους Αλεξανδρινούς; Τους decadents; Οσο πάει η πολιτική μού γίνεται πιο αδιάφορη και μισητή, όλο βρωμιά και ψέματα και ανηθικότης. Αλλά φαίνεται ότι άμα έχεις πίστη δε θα ερευνάς. Σε λίγο όλοι οι καλλιτέχνες θα κάνουνε μια ορισμένη τέχνη, όπως άλλοτε όλοι κάνανε χριστιανική τέχνη. Ευτυχώς που εμείς είμαστε στο μεταίχμιο κι έτσι προφταίνω να είμαι με τους Αλεξανδρινούς. Νομίζω ότι αν γίνει κομμουνισμός σ' όλη την Ευρώπη, θα προτιμήσω να μπαρκάρω για την Αμερική. Μια ζωή είναι αυτή, θα κοιτάξω να τη ζήσω σύμφωνα με τον εαυτό μου. Δεν έχω δυστυχώς ταμπεραμέντο πιστού...»
Η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι φουρκισμένη για έναν επιπλέον λόγο. «Αισθάνομαι πιασμένη στη φάκα, γιατί τώρα ξέρω ότι αν πρέπει να ζήσω όλη μου τη ζωή έξω από την Ελλάδα θα αισθάνουμαι πάντα εξόριστη. Τι τα θέλεις, εγώ είμαι Ρωμιά. Αλλά πάλι δεν αντέχω ν' αντιμετωπίσω πολιτικές φουρτούνες άλλες στον τόπο μου...» Οσο περνούν οι μέρες, πάντως, το «ρωμέικο» εξακολουθεί να της λείπει, αλλά «λιγότερο έντονα, λιγότερο υστερικά».
Στο επόμενο γράμμα αναφέρει στον Εμπειρίκο τη γνωριμία της με τον ανιψιό του Πικάσο, τον Ισπανό ζωγράφο Ξαβιέ Βιλατό, τον εραστή που θα διαδεχτεί τον Καμπά και με τον οποίο θα συζήσει ώς το 1954, ενώ πλέκει και το εγκώμιο της νυν κυρίας Εμπειρίκου: «Η Βιβίκα μού έγραψε ένα γλυκύτατο γράμμα. Είσαι τυχερός - και αυτή συνδυάζει έναν κόσμο τετραδίου μικρού κοριτσιού με μια Μεσόγεια ωριμότητα και μια ρέμβη εις το βλέμμα όπως του Σηκουάνα. Βλέπω ότι αυτή η τελευταία φράση για το βλέμμα της Βιβίκας θα με βοηθήσει να τελειώσω το ποίημά μου για τον Σηκουάνα, που μέρες τώρα με παιδεύει».

Το αιώνιο σαράκι

Κάτι άλλο που δηλώνεται στο γράμμα της 16/2/46 είναι η περηφάνια της Μάτσης για το ότι της είναι αφιερωμένη η «Ενδοχώρα»: «Ας τη βλέπουνε οι νέοι την "Ενδοχώρα" και ας μάθουνε ότι αξίζει κανείς να γράφει μονάχα αν έχει αυτό το ποιητικό περίσσευμα που ξεχειλάει στο χαρτί...» Υπάρχουν όμως και νύξεις για την ψυχική της «κακοκαιρία», μολονότι η ίδια εμφανίζεται καθησυχαστική: «Μην τρομάζεις με τα περί καημού», γράφει στον Εμπειρίκο. «Καθένας μας έχει κατά καιρούς απελπισίες. Ποιος ξέρει, αν δεν με παίδευε αυτό, σίγουρα θα 'χα κανέναν άλλον ψυχοφάγο. Νόστιμο αυτό με τον ψυχοφάγο, ε;»
Τι ακριβώς παιδεύει τη Χατζηλαζάρου; Στο «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», την παρθενική ποιητική της συλλογή, την πρώτη στη νεοελληνική γλώσσα, όπου μια γυναίκα συζητά τα του έρωτα και της ζωής χωρίς ενοχές, μ' εντυπωσιακή αμεσότητα κι ελευθερία, η Μάτση φωνάζει: «Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης». Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, σιγά σιγά η βεβαιότητα της τεκνοποιίας ακυρώνεται μέσα της. Στο «Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής», που συνθέτει το '46 στο Παρίσι, εκτός από τα ζητήματα της σχέσης της με την Ελλάδα και το νέο τόπο που γνωρίζει, διαβάζει κανείς και τα εξής: «Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου/ εμένα που δεν ξέρω ν' αγκαλιάσω/ με κυνηγάει το παιδί/ εκείνο που θα 'πρεπε να 'χω γεννήσει...».
Από την εισαγωγή του κιόλας, ο Χρήστος Δανιήλ επιχειρεί να θίξει το θέμα με πολλή διακριτικότητα. Η αίσθηση που φαίνεται να έχει αποκομίσει είναι πως η Μάτση Χατζηλαζάρου εγκατέλειπε τους αγαπημένους της όταν τα πράγματα σοβάρευαν κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν οικογένεια, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Ολοι οι σύντροφοί της έκαναν στη συνέχεια οικογένειες. Κι απ' τη μεριά της διατηρούσε μ' όλους καλές σχέσεις, και με τις γυναίκες και με τα παιδιά τους. Να λοιπόν που η στερεότυπη εικόνα της ελευθεριάζουσας Μάτσης των πολλών, επώνυμων εραστών ανατρέπεται. «Ηταν ελευθεριάζουσα, αλλά για λόγους πιο βαθείς», λέει ο Χρήστος Δανιήλ.
Εκείνο που εξέπληξε πάνω απ' όλα τον ίδιο, είναι το... «gougouchaki μου», γιατί χάρη σ' αυτό το χαϊδευτικό φωτίστηκε ένα αίνιγμα. Στην «Αντίστροφη μέτρηση», το αριστούργημα της Χατζηλαζάρου, όπως πιστεύει, υπάρχει ένας στίχος ακατανότητος: je te gougouch. «Το ποίημα αυτό το έγραψε προς το τέλος της ζωής της, θέλοντας να πει τα πάντα στον Εμπειρίκο με τρόπο υπερρεαλιστικό. Οταν το γράφει, ο μόνος ερμηνευτής αυτού του στίχου έχει πεθάνει, αλλά τη Μάτση δεν την ενδιαφέρει τι θα καταλάβουμε εμείς. Στον Εμπειρίκο απευθύνεται, είναι απίστευτα ειλικρινής».
Ο Χρήστος Δανιήλ θεωρεί πως μετά την αναλαμπή των αναφορών του Χατζιδάκι στη «Μάτση των ονείρων» και παρά τα μαθήματα πανεπιστημιακών, όπως του Δάλλα ή της Φραντζή, πάνω στην ποίησή της, η Χατζηλαζάρου δεν έχει πάρει τη γραμματολογική θέση που της αξίζει στο κίνημα του υπερρεαλισμού. Οι μελέτες του, πάντως, ανακίνησαν το ενδιαφέρον γύρω από το έργο και την προσωπικότητά της, έχοντας πυροδοτήσει από την περσινή θεατρική παράσταση της Κονδυλάκη μέχρι το φιλολογικό μνημόσυνο που οργάνωσε ο Μάριος Μέσκος στο χωριό της Μάτσης, απ' όπου κρατάει κι αυτός.

«Μπρετόν; Τσου!»
Η Μάτση Χατζηλαζάρου άνοιγε πόρτες μόνη της στον κύκλο των υπερρεαλιστών και ήταν επιλεκτική με τις συντροφιές της. «Γεγονός είναι», επισημαίνει ο Δανιήλ, «πως από τον Τζαρά ώς τον Μπρετόν, όλοι τους της μιλούσαν ζεστά για τον Εμπειρίκο. Το τονίζω αυτό, γιατί κάποιοι εδώ αμφισβήτησαν πόσο στενή ήταν η σχέση του Εμπειρίκου μαζί τους». Ιδού πώς περιγράφει η Μάτση τη συνάντησή της με τον Μπρετόν και την αποστροφή που ένιωσε βλέποντας την «αυλή» του.
«Επήγα με τους Dominuez, με τους οποίους είμαι πολύ φίλη, στα Deux Magots - εκεί βασίλευε σ' ένα μακρύ, μακρύ τραπέζι ο Breton. Κάτι το Σικελιανόν στο ύφος. Μόλις με συστήσανε μου ρώτησε τι γίνεσαι, μου είπε ότι όλον τον πόλεμο σε σκεπτότανε με μεγάλο ενδιαφέρον και φιλία και ήτανε τόσο ευχαριστημένος να 'χει επιτέλους νέα σου. Του είπα όσα νέα σου μπορούσα να σκεφθώ και εν ολίγοις την κατάσταση της φιλολογίας στην Ελλάδα, την επιρροή του υπερρεαλισμού κ.λπ. Για την Αμερική εγύρισε με αίσθημα βαθιάς αηδίας και μίσους (...). Ισως να 'χει δίκιο -καταλαβαίνω ότι η Αμερική τώρα πρέπει να 'ναι φρίκη, δεν έχω μάλιστα καμμιά αμφιβολία (...).
»Πάντως ο Breton φαίνεται τώρα σε δύσκολη θέση, έχει χάσει όλα του τα καλύτερα παλικάρια και ο ίδιος επειδή δεν έζησε αυτόν τον πόλεμο μοιάζει σα να 'χει μείνει πίσω σε κάτι. Τώρα καταλαβαίνω ότι ο υπερρεαλισμός ήτανε κάτι πολύ σπουδαιότερο απ' ό,τι φανταζόμουνα - ίσως πολλοί καλλιτέχνες υπερρεαλιστές από τους καλύτερους να μην το 'χουνε συνειδητοποιήσει οι ίδιοι. Ασχετα απ' αυτά ο Breton τώρα μου κάνει την εντύπωση ενός κυρίου που μεταχειρίζεται ένα αλφάβητο που του λείπουνε τρία γράμματα. Ας είναι - μπορεί να τα ξανάβρει. Εγώ εδήλωσα ότι δεν θα ξαναπάω στα Deux Magots να τον ξαναδώ, αν και ήτανε ο πλέον ευγενής μαζί μου - διότι υπάρχει γύρω του μια ατμόσφαιρα αυλής και δουλοπρέπειας ασήκωτη. Αν τον γνωρίσω και γίνουμε φίλοι -σε κανένα σπίτι ή αλλιώς- έχει καλώς, αλλά έτσι τσου!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: