πηγή: http://frear.gr
Χουάν Χοσέ Μιγιάς
Μετάφραση: Δημήτρης Αγγελής
Το κινητό
Ο τύπος που
προγευμάτιζε στο πλάι μου στο μπαρ, ξέχασε το κινητό του τηλέφωνο κάτω απ’ τη μπάρα.
Έτρεξα ξοπίσω του, αλλά μόλις έφτασα στο δρόμο είχε εξαφανιστεί. Έκανα δυο βόλτες
τριγύρω με τη συσκευή στο χέρι και τελικά την έβαλα στην τσέπη και μπήκα στο λεωφορείο.
Στο ύψος της οδού Καρθαγένης άρχισε να χτυπά. Δεν ήταν πρόθεσή μου να το σηκώσω,
αλλά ο κόσμος με κοιτούσε κι έτσι το έβγαλα με φυσικότητα και απάντησα στην κλήση.
Μια γυναικεία φωνή, στην άλλη άκρη, με ρώτησε: «Πού είσαι;» «Στο λεωφορείο», είπα.
«Στο λεωφορείο; Και τι κάνεις στο λεωφορείο;» «Πηγαίνω στο γραφείο». Η γυναίκα ξέσπασε
σε κλάματα σα να της είχα πει κάτι τρομερό, και το έκλεισε.
Φύλαξα τη συσκευή στην
τσέπη του σακακιού και αφαιρέθηκα στο κενό. Στο ύψος της Μαρία ντε Μολίνα με τη
Βελάσκεθ ξαναχτύπησε. Ήταν και πάλι η γυναίκα. Ακόμα έκλαιγε. «Θα συνεχίσεις στο
λεωφορείο, έτσι;» είπε με δύσπιστη φωνή. «Ναι», απάντησα. Φαντάστηκα ότι μου μιλούσε
από ένα κρεβάτι με μαύρα σεντόνια, από μετάξι, κι ότι εκείνη φορούσε ένα νυχτικό
λευκό με δαντέλες. Σκουπίζοντας τα δάκρυα, γλίστρησε η τιράντα από τον δεξί ώμο,
κάτι που με διέγειρε αν και κανείς δεν το πήρε είδηση. Μια γυναίκα έβηξε στο πλάι
μου. «Με ποιον είσαι;» ρώτησε με αγωνία. «Με κανέναν», είπα. «Κι αυτός ο βήχας;»
«Είναι από μια επιβάτισσα του λεωφορείου». Λίγες στιγμές μετά πρόσθεσε με φωνή σταθερή:
«Θα αυτοκτονήσω• αν δεν μου δώσεις κάποια ελπίδα θα σκοτωθώ επιτόπου». Κοίταξα γύρω
μου• όλος ο κόσμος κρεμόταν πάνω μου, έτσι που δεν ήξερα τι να κάνω. «Σ’ αγαπώ»,
είπα και το έκλεισα.
Δυο δρόμους παρακάτω ξαναχτύπησε: «Εσύ είσαι ο ανόητος που
συνεχίζει να παίζει με το κινητό μου;», ρώτησε μια αντρική φωνή. «Ναι», είπα ξεροκαταπίνοντας.
«Θα μου το επιστρέψεις;». «Όχι», απάντησα. Μετά από λίγο έκοψαν τη σύνδεση, αλλά
εγώ το κουβαλάω πάντα στην τσέπη μήπως εκείνη ξανατηλεφωνήσει.
Τζιν τόνικ
Ενός φίλου μου συγγραφέα του έκλεψαν
το κινητό καθώς περπατούσε στο δρόμο μιλώντας με την ερωμένη του. Στη Μαδρίτη έχει
εξελιχθεί σε μόδα αυτός ο τύπος μικροκλοπής που αφήνει το θύμα στα κρύα του λουτρού,
με το ένα χέρι άδειο πλάι στο αυτί και το βλέμμα χαμένο στην πλάτη του λωποδύτη.
Μένεις στη μέση του πεζοδρομίου όχι μόνο χωρίς τηλέφωνο, αλλά χωρίς κουβέντα. Στην
περίπτωση που αναφέρομαι, η κλοπή σημειώθηκε όταν η γυναίκα ενθάρρυνε τον άντρα
να εγκαταλείψει επιτέλους τη σύζυγό του για να θέσει τέρμα σ’ εκείνη την κατάσταση
τρέλας. Ακριβώς ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν ο συγγραφέας υποσχεθεί να το πράξει,
μια σκιά πέρασε ξυστά στο πλευρό του και του ξερίζωσε, σαν μ’ ένα νυστέρι, το τηλέφωνο
από το μάγουλο.
Μετά τα πρώτα λεπτά αμηχανίας, το θύμα αναζήτησε μια τηλεφωνική
καμπίνα για να ζητήσει συγγνώμη από την ερωμένη, όμως καθώς δεν έβλεπε καμία εκεί
κοντά, μπήκε σε μια καφετέρια και ζήτησε ένα τζιν τόνικ με την πρόθεση να ηρεμήσει
προτού πάρει κάποια απόφαση. Με τη δεύτερη γουλιά τού φάνηκε ότι όλο εκείνο ήταν
μια προειδοποίηση πως δεν έπρεπε να χωρίσει τη γυναίκα του. Ήταν φοβερή σύμπτωση
το ότι του είχαν αρπάξει το τηλέφωνο όταν πήγαινε να δώσει τη συγκατάθεσή του σε
κάτι που ίσως θα είχε καταστρέψει τη ζωή του. Στην τέταρτη γουλιά συμπέρανε ότι
ο κλέφτης ήταν στην πραγματικότητα ένας φύλακας άγγελος. Ζήτησε ακόμα ένα τζιν τόνικ
και με τη βοήθεια του τζιν και της ενοχής άρχισε να μορφοποιεί ένα ηθικό διήγημα
πάνω σ’ εκείνη την κατάσταση μοιχείας στην οποία αποφάσισε να δώσει τέλος την ίδια
κιόλας στιγμή.
Σηκώθηκε, έπειτα, για να τηλεφωνήσει στην ερωμένη του. Όμως να που
πριν φτάσει στην περιοχή με τα τηλέφωνα βρήκε κάτω από ένα τραπέζι του κέντρου ένα
άλλο κινητό ίδιο με το δικό του, το οποίο επιπλέον λειτουργούσε. Ο φίλος μου κοίταξε
τριγύρω, μήπως υπήρχε κανείς με έκφραση σα να είχε μόλις χάσει μια συζήτηση, αλλά
η καφετέρια ήταν έρημη. Άρπαξε τη συσκευή και, ύστερα από μερικές στιγμές αβεβαιότητας,
ερμήνευσε αυτό το νέο σημείο σαν μια προειδοποίηση ότι δεν έπρεπε να αφήσει την
ερωμένη του, στην οποία και τηλεφώνησε αμέσως για να της υποσχεθεί ότι την ίδια
κιόλας νύχτα θα εγκατέλειπε τη γυναίκα του. Στη συνέχεια ακούμπησε στη μπάρα, ζήτησε
ακόμα ένα τζιν τόνικ και καθώς ξαναέγραφε νοητώς την ιστορία του αγγέλου, χτύπησε
το κινητό που μόλις είχε βρει αλλά δεν το σήκωσε, γιατί του είχαν αναθέσει να γράψει
ένα διήγημα κι αυτό άρχιζε κιόλας να μοιάζει με μυθιστόρημα.
[Τα διηγήματα «El movil» και «Gin tonic» δημοσιεύτηκαν
στην εφημ. El País στις 13.10.1995 και 16.1.2004, αντίστοιχα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου