9.5.13

Ο ταχυδρόμος του Συρράκο

του Ηλία Κουτσούκου 

αναδημοσίευση από το τεύχος 99 του περιοδικού Εντευκτήριο


Ο μπάρμπα-Γιάννης Κατής τρέμει ολόκληρος. Τρέμει ολόκληρος μπρος στο γραφείο του υπαστυνόμου Λιακασά, που τον ρωτάει πώς έφυγε ο ταχυδρόμος του Συρράκο στο φαράγγι του Χρούσια…

Είναι αναστατωμένος ο μπάρμπα-Γιάννης και ντρέπεται μήπως ο νεαρός υπαστυνόμος τον κοροιδέψει γι’ αυτά που είδε και θα πει…
Ο υπαστυνόμος τού δίνει τσιγάρο και παίρνει μολύβι και χαρτί, έτοιμος να τα γράψει όλα. Και ξεκινάει ο μπάρμπα-Γιάννης.
Είχα βγάλει τα γίδια απ’ το μαντρί όταν ξέσπασε η μπόρα. Χαμός γινόταν.
Τα δέντρα ―λες θα ξεριζωθούνε― πηγαίναν πέρα-δώθε όταν άκουσα το μηχανάκι του ταχυδρόμου κι είδα να παίρνει τις στροφές κάτω στον δρόμο, στα διακόσια μέτρα ήμουνα ψηλά και τον έβλεπα τον Δημητράκη μες στην μπόρα με κείνο το μεγάλο κίτρινο αδιάβροχο που φόραγε. Σαν παράξενο πουλί ήταν κι αγωνιζόταν να βγάλει τις στροφές το παλικάρι, να φέρει στο χωριό τρεις συντάξεις όλες κι όλες κι ό,τι γράμματα κουβαλούσε μες στην τσάντα του. Σε κείνη την κούρμπα πριν το εκκλησάκι τον είδα να σηκώνεται σαν να ’θελε να φύγει κατακίτρινος αετός πάνω απ’ του Χρούσια το φαράγγι. Πρώτα αυτός επέταξε, και από κάτω του το μηχανάκι έκανε τούμπες πριν τους χάσω απ’ τα μάτια μου… Άκουσα κι έναν θόρυβο μες στον χαμό, φαίνεται πως χτυπούσανε οι ρόδες μες στα γκρέμια...
Έμεινα ακίνητος έξω απ’ τη στάνη γιατί τουλούμιαζε ο άγριος ουρανός, γαυγίζανε σαν παλαβοί οι γκέγκες, και είχα αγριευτεί. Έπεφτε και το λίγο φως, ομίχλη ήρθε και λυσσομανούσαν ολούθε τα στοιχειά.
Να γυρίσω στο χωριό δεν γινόταν, τηλέφωνο δεν έχω. Είχα κουρνιάσει μες στην κάπα μου και φώναζα στους γκέγκες κι η νύχτα έπεσε, τότονες ήταν που αγριεύτηκα, άκουγα όταν σταματούσε λίγο ο αγέρας, άκουγα κατατρομαγμένος…
«Τι άκουγες, μπάρμπα-Γιάννη;» ρώτησε ο υπαστυνόμος.
Άκουα απ’ τα γκρέμνια κάτω, άκουα απ’ τον Χρούσιο αναφιλητά, σαν να το κλαίγαν το παιδί μες στο ποτάμι… Σαν ν’ άκουσα και τη μανούλα του να τον μοιρολογάει, που φώναζε «τι γράμμα να σου στείλω στον κάτω κόσμο, βρε Κωστή, πως πήρε ο άτιμος αγέρας το βλαστάρι μας και το ’ριξε στον Χρούσιο»... Όλη τη νύχτα άκουγα τα αναφιλητά και μες στα ξημερώματα μου ’ρθε ο ένας γκέκας κρατώντας ένα γράμμα που ήτανε βρεγμένο... να το, εδώ το ’χω, ανοιγμένο το ’φερε κάτω απ’ το ποτάμι... εκεί που βρέθηκε το φουκαριάρικο παιδί με ανοιγμένο το κεφάλι του…
Πήρε ο υπαστυνόμος το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει: «Αγαπημένη μου μητέρα, θα ’ρθώ το Πάσχα στο Συρρράκο. Εδώ στη Γερμανία κάνει κρύο πολύ, αλλά έχουμε ζέστη μες στο σπίτι...».

[ευχαριστούμε τον Τέλλο Φίλη, που μας υπέδειξε τη φωτογραφία]

Δεν υπάρχουν σχόλια: