11.5.13

Χρειάζεται να επεκταθεί η πολιτισμική δημοκρατία

της Μικέλας Χαρτουλάρη

πηγή: www.chronosmag.eu



Διακυβεύεται το κοινωνικό πρόσημο 
του πολιτισμού 

Η Κ.Γ., Ευρωπαία εκτός Ε.Ε., αρχισυντάκτρια εκλεκτού ελβετικού περιοδικού κουλτούρας, ειλικρινής φίλη της Ελλάδας (και δική μου) από παλιά, με γνώση της Ελληνικής, κρατούσε πάντα δύο θέσεις για μια συναυλία ή μια παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής. Την τελευταία φορά που ήρθε στην Αθήνα, δεν πέρασε καν απέξω. Ούτε και τριγύρισε στις γκαλερί του Κολωνακίου αλλά πήγε κατευθείαν σε εκείνες του Μεταξουργείου. Από εκεί έτρεξε στη Συγγρού για να ακούσει τον φιλόσοφο της βελούδινης αναρχίας και του κινήματος Occupy Wall Street Σάιμον Κρίτσλεϋ να συζητά στη θαλπωρή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για τα βίαια συναισθήματα σε περιόδους αβεβαιότητας. Τις επόμενες μέρες πέρασε από τον σταθμό του Μετρό στο Σύνταγμα και από το νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη όπου είδε τις αρχιτεκτονικές εκθέσεις των Ιδρυμάτων Ωνάση και Σταύρος Νιάρχος αντίστοιχα, και προσπάθησε να σκεφτεί την αναβαθμισμένη Αθήνα του 2015 όπως τη σχεδιάζουν τα διοικητικά τους συμβούλια (χωρίς την ψήφο ανθρώπων του πολιτισμού), με μια καταπράσινη, καθωσπρέπει και αποστειρωμένη Πανεπιστημίου στο κέντρο, και έναν «Πολιτιστικό Πόλο Πολιτισμού» στο Φαληρικό Δέλτα. Ενδεχομένως το 2016 αυτή η πόλη να διαθέτει και αριστουργήματα σύγχρονης τέχνης στο Μουσείο που υπόσχεται για το Παγκράτι το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Μέχρι να αναχωρήσει, η Κ.Γ. παρακολούθησε ένα θεατρικό δρώμενο σε ένα διαμέρισμα, μία περφόρμανς και ένα ρεσιτάλ γαλλικού τραγουδιού στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, και πρόλαβε μία συναυλία στην γκαλερί Knot… που παραλίγο να τη σφραγίσει μαζί με άλλα καλλιτεχνικά στέκια η Διεύθυνση Εμπορίου και Ανάπτυξης του Δήμου Αθηναίων επειδή δεν είχε προδιαγραφές θεάτρου. Της τράβηξε όμως την προσοχή και ένα υπαίθριο κατάλυμα έξω από το κλειστό πια ξενοδοχείο Εσπέρια. «Δεν φανταζόμουν ότι οι άστεγοι είναι τόσο πολλοί στην Αθήνα», μου είπε, «αλλά δεν φανταζόμουν ούτε ότι η πολιτιστική ζωή της θα ήταν τόσο ενδιαφέρουσα σε καιρό κρίσης! Έχω βέβαια κάποιες ενστάσεις με τα έργα των μαικήνων που συχνά καταλήγουν δεσμευτικά και ακριβά για το Δημόσιο. Αλλά, σ’ εσάς εδώ, η ιστορία με τα “Μάρμαρα του Παρθενώνα” και η μανία με την αρχαιότητα είχε παρατραβήξει, οπότε ίσως να είναι καλύτερο που καταργήθηκε το Υπουργείο Πολιτισμού σας, όπως έγινε στην Πορτογαλία».

Η αναδιάταξη του πολιτισμικού χάρτη
Η Ελβετίδα δεν έκανε λάθος. Την τελευταία τριετία, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, παρακολουθούμε τη δυναμική είσοδο του μεγάλου κεφαλαίου στην Αγορά (και την αγορά) της κουλτούρας παράλληλα με τις απανωτές ανατροπές στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Τα πολιτιστικά Ιδρύματα Νιάρχου, Ωνάση αλλά και Γουλανδρή, Θεοχαράκη, Κακογιάννη, Ευγενίδου από τη μια, και από την άλλη οι αυτοδιαχειριζόμενες καλλιτεχνικές ομάδες, οι συλλογικότητες, τα δίκτυα, οι ξένοι μορφωτικοί οργανισμοί κ.ο.κ. αναδιατάσσουν τον πολιτισμικό χάρτη και τον πολιτισμικό κανόνα στη βάση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας (και της οικονομικής εξουθένωσης) του κοινού. Οι συζητήσεις για τους Ρομά και τα Μαθηματικά, οι διαλέξεις του Πασκάλ Μπρυκνέρ και του Κώστα Γαβρά ή ο Ζοέλ Πομερά, αλλά και ο Καραγκιόζης στη «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, το ελληνογαλλικό Low Budget Festival ή ο Πολυκανδριώτης στο Ίδρυμα Κακογιάννη, οι διαλέξεις του Στέλιου Ράμφου στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, οι δράσεις στο Bios, στο Camp ή στο Εμπρός, το δίκτυο της cheap art, τα διαδικτυακά ντιμπέιτ στο Ινστιτούτο Γκαίτε, η Έκθεση comicdom con στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, αλλά και η προγραμματισμένη πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ή η μελλοντική διαμόρφωση του φαληρικού όρμου κ.ο.κ. – όλα αντανακλούν τον σύγχρονο πολιτισμό μας. Και βρίσκουν ανταπόκριση σε ευρύτερα στρώματα παίρνοντας αμπάριζα τα χρεωμένα μουσεία, τις ανενεργές δημόσιες ή δημοτικές βιβλιοθήκες, και τους άλλους θεματοφύλακες της πολιτισμικής μας κληρονομιάς (κυρίως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου) που είχαν συνηθίσει στην κρατική χρηματοδότηση και τώρα με τους μνημονιακούς όρους βλέπουν τους προϋπολογισμούς τους να καταποντίζονται και τις οργανωτικές δομές τους να καταργούνται, τόσο που δυσκολεύονται να διαχειριστούν ακόμη και τη βραχυπρόθεσμη προοπτική τους. Όλα αυτά επαναπροσδιορίζουν τη συνείδησή μας, όπως την επαναπροσδιορίζουν και οι επιχειρήσεις «σκούπα», οι κακοποιήσεις στα αστυνομικά τμήματα, τα λουκέτα στις μικρές επιχειρήσεις, ο εξευτελισμός του πολίτη στα νοσοκομεία ή στις εφορείες, οι εκδηλώσεις βίας απέναντι στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Εκδηλώσεις ελευθερίας από τη μια και σκοταδισμού από την άλλη, τα ετερόκλητα αυτά φαινόμενα συγκροτούν τη σημερινή νεοελληνική κουλτούρα με την ευρύτερη έννοιά της. Και πάνω σε αυτά θα κριθεί κάθε πολιτισμική πολιτική που θέλει να λέγεται σύγχρονη και ουσιαστική.


Ο ηγεμονικός ρόλος της «ιδρυματικής» κουλτούρας
Μπροστά σε αυτή την καινούρια πραγματικότητα οι παλιές ελίτ είναι αμφίθυμες, το πολιτικό προσωπικό δείχνει απειρία ή ανεπάρκεια, και η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού αποδεικνύεται απολύτως ανίκανη (και απρόθυμη) να υποστηρίξει την υπόθεση «Πολιτισμός». Μπορεί ως διοικητικός οργανισμός να μην έχει καταργηθεί (ακόμη), αλλά μάλλον απολαμβάνει την προοπτική του ευνουχισμού της (που προβλέπεται από το νέο οργανόγραμμά της) και δίνει δείγματα γραφής που πολλοί ερμηνεύουν ως πράσινο φως για την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πολιτιστικών φορέων. Δεν είναι μόνο το ότι καταργεί φορείς κρατικής πολιτικής (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Ε.ΚΕ.ΒΙ.), ότι ετοιμάζεται να εκχωρήσει αρμοδιότητές της σε επαγγελματικά σωματεία (η συμμετοχή στις διεθνείς Εκθέσεις Βιβλίου ξαναπερνά στα χέρια των συλλόγων εκδοτών), ότι παγώνει δραστηριότητες και θεσμικές αρμοδιότητες (το Εθνικό Θέατρο παραμένει εδώ και μήνες ακέφαλο), ούτε το ότι προχωρεί σε συγχωνεύσεις (λ.χ. του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη), ότι συνενώνει υπηρεσίες (λ.χ. της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων) ή τις μεταβιβάζει (λ.χ. τη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης) στο Υπουργείο Παιδείας κ.ά. προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές του μνημονίου, αλλά επιπλέον αποστερείται και τις πηγές χρηματοδότησής της (κυρίως από τον Ο.Π.Α.Π.). Ταυτόχρονα συλλέγει εχθρούς λειτουργώντας σαν Ναπολέοντας και σαν νάνος, σαν μπόγιας και σαν λογοκριτής, σαν αδαής και σαν κατηχητής απέναντι στο πνευματικό και καλλιτεχνικό δυναμικό του τόπου.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αποσύρεται από τη μέριμνα για τον συλλογικό βίο και για τον κοινό πολιτισμικό ορίζοντα, σε μια εποχή μάλιστα που η πολυφωνία δεν είναι διασφαλισμένη (ας θυμηθούμε πώς διακόπηκαν οι παραστάσεις του έργουCorpus Christi) και το κοινωνικό κράτος πλήττεται από την κρίση. Συρρικνώνεται η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού εστιάζοντας την κρατική παρέμβαση σε ξεπερασμένες δράσεις μικρής κλίμακας γύρω από τη στενά εννοούμενη πολιτιστική κληρονομιά. Και αφήνει στην τύχη του τον σύγχρονο πολιτισμό –παρότι είναι βασικός για το σημερινό προφίλ της χώρας– στρώνοντας το χαλί στα ιδρύματα, που διαχειρίζονται ίδια κεφάλαια για να αναλάβουν ηγεμονικό ρόλο στο συγκεκριμένο πεδίο. Όσο κι αν η κρίση έχει αφυπνίσει ένα πλήθος καλλιτεχνικών ομάδων που πειραματίζονται με ενδιαφέρουσες προτάσεις, τα ιδρύματα είναι αυτά που τροφοδοτούν πλέον το πολιτιστικό γίγνεσθαι με μια (ιδρυματική) κουλτούρα δημοφιλή, που απευθύνεται σε κάθε είδους ειδικό κοινό και ποντάρει στο ότι δεν είναι η κυρίαρχη. Τα πιο φιλόδοξα και τα πιο ισχυρά μεταξύ τους είναι τα Κοινωφελή Ιδρύματα Ωνάση και Σταύρος Νιάρχος, ιδιωτικοί φορείς που λέγονται «τρίτου τύπου» καθώς έχουν και μια θεσμική σχέση με το ελληνικό Δημόσιο. Όμως δεν το προικοδοτούν απευθείας, αλλά χρηματοδοτούν την υπόθεση του σύγχρονου πολιτισμού, έχοντας αναλάβει ρητά την ανάδειξη της σύγχρονης πολιτιστικής έκφρασης και τη δημιουργία σύγχρονης πολιτιστικής υποδομής αντίστοιχα. Εφόδιό τους η ανοιχτή γραμμή τους με την κυβερνητική ηγεσία, ο αυστηρός επαγγελματισμός τους και φυσικά τα εκατομμύριά τους που παραμερίζουν τις δυσλειτουργίες ή τις δεσμεύσεις του κρατικού μηχανισμού.
Βλέπουμε λοιπόν πως το Δημόσιο εγκαταλείπει τον ρόλο του πάτρωνα και του παραγωγού κουλτούρας, και επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τους ιδιωτικούς φορείς. Ήδη ήταν χαρακτηριστική η σύμβαση δωρεάς του 2009 μεταξύ του Κοινωφελούς Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Ελληνικού Δημοσίου (επί Αντώνη Σαμαρά στο Υπουργείο Πολιτισμού), όπου την υλοποίηση των έργων υποδομής –τα οποία θα παραδοθούν στο κράτος το 2015– την αναλαμβάνει μια μη κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία «ειδικού (κοινωφελούς αποκλειστικά) σκοπού» με την ίδια επωνυμία. Η Πολιτεία, με άλλα λόγια, εγκαταλείπει στην πολιτισμική της πολιτική το γαλλικό μοντέλο κρατικής προστασίας, ενίσχυσης, ανάδειξης και διάδοσης του κοινωνικού αγαθού του πολιτισμού, και κάνει στροφή προς την κατεύθυνση του αμερικανικού μοντέλου ιδιωτικών πρωτοβουλιών και επενδύσεων στο ευρύτερο πεδίο της κουλτούρας.
Όμως πόσο «κοινωφελής» μπορεί να παραμείνει η «ιδρυματική κουλτούρα», σήμερα που η κρίση δοκιμάζει τους κοινωνικούς δεσμούς, ενεργοποιώντας δυνάμεις που είτε τους εξαρθρώνουν είτε τους ανασυστήνουν; Πώς εννοείται το δικαίωμα του πολιτισμού όταν πληθυσμοί ολόκληροι και γειτονιές στα μεγάλα αστικά κέντρα ζουν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, θύματα των εντεινόμενων διακρίσεων, της ξενοφοβίας και της ακραίας ένδειας; Θα επιβιώσει άραγε η πολιτισμική ποικιλομορφία εφόσον κυριαρχήσει η «ιδρυματική κουλτούρα»; Ποιες θα είναι οι συνέπειες για τη σχέση της κοινωνίας με την πολιτισμική κληρονομιά; Ποια κουλτούραανταποκρίνεται καλύτερα στις υβριδικές ταυτότητες που γεννά η νέα πραγματικότητα; Μήπως εντέλει οι πολιτικές της λιτότητας ανοίγουν τον δρόμο στην αποικιοποίηση του πολιτισμού από τους νεο-μαικήνες (και τους λιγότερο καλλιεργημένους επιχειρηματικούς κύκλους τους); Τα ερωτήματα αυτά είναι καίρια διότι έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις είναι πια ορατός ο κίνδυνος να αρχίσει να ξεθωριάζει και στον πολιτισμό το αίτημα του δημόσιου συμφέροντος.

Το κρίσιμο αίτημα για πολιτισμική δημοκρατία
Το καλλιεργημένο κοινό βέβαια είναι ακόμη θαμπωμένο από τα δώρα της πολιτισμικής αναβάθμισης που του προσφέρουν τα μεγάλα ιδρύματα, και αποκαρδιωμένο από τα πυροτεχνήματα του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού κ. Κώστα Τζαβάρα. Ωστόσο μεταξύ των πολιτικά ανήσυχων έχει ανάψει η συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της πολιτισμικής πολιτικής με καινούρια κριτήρια, στη βάση μιας τριπλής σύμπραξης των δημόσιων και των ιδιωτικών φορέων με το κοινωνικό σύνολο. Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί το πολιτισμικό κεφάλαιο και το συλλογικό όφελος που απορρέει απ’ αυτό, σε ένα τοπίο όπου οι κρατικοί πόροι μειώνονται και οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται.
Τα διλήμματα που τίθενται είναι πολλά, λ.χ. το αν θεωρείται ή όχι ως προαπαιτούμενο η αποδοτικότητα των παρεμβάσεων κ.ά.; Ήδη όμως ένα είναι σίγουρο: στη νέα πραγματικότητα δεν ταιριάζει πια το παλιότερο μοντέλο του εκδημοκρατισμού αλλά εκείνο της πολιτισμικής δημοκρατίας. Το εξηγεί στον ΧΡΟΝΟ και η Μυρσίνη Ζορμπά (link στη συνέντευξή της), εισηγήτρια και πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (επί υπουργίας Θάνου Μικρούτσικου), η οποία έχει μελετήσει συστηματικά τα μοντέλα της πολιτισμικής πολιτικής. Έτσι, το «να πάει ο Μπρεχτ στα χωριά» που οραματιζόταν η Μελίνα Μερκούρη, υπακούει σε μια προσέγγιση που αναπαράγει τις ιεραρχίες μεταξύ «πολιτισμένων» και «απολίτιστων», μεταξύ «υψηλής και «λαϊκής» τέχνης, και αντιμετωπίζει ελιτίστικα την κουλτούρα. Ενώ σήμερα που συνομιλούν μεταξύ τους πολλές διαφορετικές ταυτότητες, που η εναλλακτική ή η ποπ κουλτούρα ανταγωνίζονται την κυρίαρχη κουλτούρα, σήμερα που η πολιτισμική έκφραση έχει χειραφετηθεί και εξακτινώνεται, σήμερα που η κριτική και η αμφισβήτηση βρίσκουν μια θέση στο σύστημα (αρκεί να αμβλύνουν τις γωνίες τους όπως είδαμε να το κάνουν στις αθηναϊκές εμφανίσεις τους ο Σάιμον Κρίτσλεϋ, ο Ρίτσαρντ Σέννετ, ο Ένκι Μπιλάλ), τη σκυτάλη παίρνει η προσέγγιση που καταξιώνει το πολιτισμικό γίγνεσθαι απ’ όπου κι αν αυτό τροφοδοτείται. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην πολιτισμική πολιτική η λογική του «bottom up», η οποία πριμοδοτεί την πολύμορφη κουλτούρα που αναδύεται κατευθείαν από τους παραγωγούς της, διαδέχεται τη λογική του «top down», η οποία πριμοδοτεί την καταξιωμένη κουλτούρα που επιβάλλεται από τους διαχειριστές της. Και όποιος οργανισμός δεν την υιοθετεί, βλέπει το κοινό του να μειώνεται. Δεν είναι τυχαίο το ότι αυτήν ακριβώς τη λογική υιοθέτησε εξαρχής η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, ενεργοποιώντας έτσι ένα τμήμα της διανόησης και ένα πολυπληθές νεανικό κοινό που το γκλαμουράτο Μέγαρο Μουσικής δεν κατάφερε ποτέ να συγκινήσει…

Οι καινούριες ευθύνες της Πολιτείας
Σε αυτό το καινούριο τοπίο αναδύεται και ένας καινούριος ρόλος ευθύνης για μια δημοκρατική Πολιτεία: να ενισχύσει το κοινωνικό πρόσημο στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Όμως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα των διαπραγματεύσεων του ελληνικού Δημοσίου με τα Ιδρύματα ή τους άλλους ιδιωτικούς φορείς. Ιδιαίτερα, σχετικά με την παρεμβατική παρουσία των Ιδρυμάτων, η Πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των «δώρων» τους. Τι θα συμβεί, λ.χ., εάν το κόστος συντήρησης της υπερσύγχρονης νέας Εθνικής Βιβλιοθήκης που χτίζει το Ίδρυμα Νιάρχου στην περιοχή του παλιού Ιπποδρόμου αρχίσει να απορροφά το σύνολο του προϋπολογισμού που θα διαθέτει το κράτος για τη λειτουργία της; Τι θα συμβεί εάν τα κονδύλια για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου πέσουν… στον πίθο των Δαναΐδων;
Χρειάζεται επίσης να διασφαλιστεί η προσβασιμότητα σε αυτά τα δώρα αφού, με τη δεδομένη απόσυρση του κράτους, ο κάτοικος τούτης της χώρας θα πρέπει αναγκαστικά να περάσει (και) από τα ιδρύματα προκειμένου να συνομιλήσει με τη σύγχρονη κουλτούρα. Τι θα γίνει όμως εάν λόγω κρίσης εκλείψουν οι εναλλακτικές καλλιτεχνικές επιλογές και αποφασίσει η Στέγη να ανεβάσει στα ύψη τις τιμές των εισιτηρίων της; Τι θα γίνει εάν αύριο υπάρξει… φέις κοντρόλ στο Πάρκο Πολιτισμού παρά τη ρήτρα που έβαλε το Ίδρυμα Νιάρχου για πρόσβαση ανοιχτή σε όλους «ανεξαρτήτως φυλετικών ή άλλων διακρίσεων»;
Επιπλέον, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τόσο πλούσια κληρονομιά, χρειάζεται να υπάρξει διασφάλιση και γι’ αυτήν απέναντι στις ορέξεις των ιδιωτικών φορέων και σε όποιες άλλες φαεινές ιδέες αξιοποίησης ή και εκποίησής της για το κοινό καλό… των ολίγων.
Μια τέτοια υπεύθυνη στάση είναι αποτελεσματική μονάχα αν πατάει σε γερές βάσεις: σε μελέτες και τεχνογνωσία αφενός, και ισχυρά δημοκρατικά αντανακλαστικά αφετέρου. Οι δημόσιοι φορείς δεν διαθέτουν τίποτα από αυτά, και επιπλέον το πολιτικό προσωπικό έχει άγνοια… κινδύνου. Γι’ αυτό και τα πολιτιστικά ιδρύματα αλωνίζουν, υποκαθιστώντας άτυπα τη Γενική Γραμματεία Πολιτισμού. Ποιο είναι το κέρδος τους πέρα από το ότι πολλαπλασιάζουν θεαματικά το συμβολικό κύρος τους; «Κανένα», απαντούν.
Ο ΧΡΟΝΟΣ έθεσε αυτή την ερώτηση καθώς και άλλες στους πρόεδρους των δύο σπουδαιότερων ιδρυμάτων με κοινωφελή πολιτισμική δράση, τον κ. Γιώργο Αγουρίδη και τον κ. Αντώνη Παπαδημητρίου (βλ. τις συνεντεύξεις τους στα links: Γ. Αγουρίδης,Α. Παπαδημητρίου), και συζήτησε με τους αντίστοιχους διευθυντές Γιάννη Τροχόπουλο και Χρήστο Καρρά. Και οι τέσσερις προσπαθούν να καθησυχάσουν τους δύσπιστους εξηγώντας την επιλογή τους να ξεκινήσουν «από τα κάτω» και να καλύψουν τις σημερινές πολιτισμικές ανάγκες αυτού του τόπου. Όμως το ζήτημα παραμένει ανοιχτό ως θέμα αρχής για τη στάση που θα όφειλε να υιοθετήσει το κράτος απέναντι στα ιδρύματα: μια στάση σύμπραξης και όχι συναλλαγής, που θα τους ζητά δεσμεύσεις ώστε να μην ξεχνούν πως ο πολιτισμός δεν είναι μονάχα ένα συλλογικό αγαθό αλλά και ένα δικαίωμα άμεσα συνδεδεμένο με τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Ίσως λοιπόν αυτό να είναι το στοίχημα και για μια τολμηρή Αριστερά: η αυριανή μέρα. Να αναλάβει δηλαδή ρόλο ρυθμιστή όσον αφορά τη σχέση των δημόσιων φορέων με τους ιδιωτικούς αλλά και με το κοινωνικό σύνολο, προκειμένου να επεκτείνει την πολιτισμική δημοκρατία. Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματα της παρέμβασής τους. Διότι μονάχα εάν διευρυνθεί η σφαίρα των πολιτισμικών δραστηριοτήτων για όλους, μονάχα τότε ο καθένας χωριστά θα μπορέσει να αυτονομηθεί και να εκφραστεί πιο αυθεντικά, αποκτώντας και μια κριτική στάση απέναντι στα του βίου και στα της Πολιτείας, και συνεπώς απέναντι στους «Δαναούς» και στα «δώρα» τους.
«Η κουλτούρα μπορεί να συμβάλει σε μια ρελάνς, μια επανεκκίνηση, της κοινωνίας και της οικονομίας», υπογράμμιζε τις προάλλες (σε μια συζήτηση μάλιστα στη «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση) ο καθηγητής Ντομινίκ Βαλόν του Πανεπιστημίου της Ναντέρ, καλεσμένος σε δημόσια συζήτηση της Στέγης Γραμμάτων του Ιδρύματος Ωνάση, «αλλά το σχέδιο θα αποτύχει εάν θελήσουμε να επαναφέρουμε την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων».



Δεν υπάρχουν σχόλια: