3.5.13

Λευτέρης Βογιατζής: Το ύστατο... σήμερα

Το ύστατο... σήμερα

πηγή: www.tanea.gr

της Ρούλας Γεωργακοπούλου



Εχασε στα 68 του χρόνια τη μάχη με τον καρκίνο 

ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης


Οι φίλοι του έχασαν τον δικό τους άνθρωπο, το ελληνικό θέατρο έχασε το πιο χαρισματικό τέκνο του και η Αθήνα έχασε ένα από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς που της είχαν απομείνει: το  πραγματικό σπίτι του Λευτέρη Βογιατζή, το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, σε μια στενωπό της Κυψέλης, εκεί όπου στέγασε τις ανησυχίες του και την ψυχή του. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του εξέφρασε την επιθυμία αμέσως μετά τον θάνατό του η σορός του να μεταφερθεί στο θέατρό του και να παραμείνει εκεί για λίγο. Ζήτησε επίσης, μετά την κηδεία, ο τελικός αποχαιρετισμός του να γίνει στον ίδιο χώρο. Η συγκυρία που ζει η χώρα κάνει την απώλεια ακόμη πιο βαριά και περιορίζει τους «επικήδειους» στα απολύτως απαραίτητα. Ο Λευτέρης Βογιατζής άλλωστε, μέσα στη μοναχικότητά του, δεν ήταν άφαντος από τα εγκόσμια. Μπορούσες να τον δεις παντού όπου είχε νόημα να βρίσκεται κανείς. Στο σινεμά, σε ένα βιβλιοπωλείο, στο θέατρο κυρίως, να παρακολουθεί παραστάσεις και να μιλάει σε όποιον άγνωστο του απευθυνόταν, με μια οικειότητα και ένα φευγάτο χιούμορ που μόνο οι ευγενείς και οι δημοκράτες διαθέτουν σε μεγάλη επάρκεια. Ενας αριστοκράτης της δημοκρατίας, αυτό ήταν, στο μυαλό μου τουλάχιστον, ο Λευτέρης Βογιατζής κι ας μην ήμουν από τους τυχερούς που τον γνώρισαν καλά από κοντά. Διατηρώ ωστόσο μια ευχάριστη ανάμνηση από τα πηγαδάκια που κάναμε κάθε καλοκαίρι στο χαλίκι της Πειραιώς 260, μετά τις παραστάσεις του Ελληνικού Φεστιβάλ, καθώς και την τελευταία του «παραγγελία» λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του από το δωμάτιο του Υγεία όπου νοσηλευόταν. Προσπαθούσαμε να κλείσουμε ένα βολικό γι' αυτόν ραντεβού, μια συνέντευξη για τη νέα σεζόν του «Θερμοκηπίου» και τα καλοκαιρινά σχέδιά του για τον Οιδίποδα. Τι θέλετε να κάνουμε, του έλεγα, θα κάνουμε ό,τι μου πείτε. «Τι να θέλω; Ξέρεις τι θέλω εγώ τώρα; Ενα ψητό με πατάτες φούρνου». Ο ασθενής που πεινάει δεν πεθαίνει, λένε οι γιατροί, αλλά μήπως κι αυτοί τα ξέρουν όλα;
Πιτσιρίκια ακόμη με στρατιωτικά σακίδια, πέδιλα Μοναστηρακίου και τα πανό της μεταπολίτευσης να μας μπαζώνουν τον εγκέφαλο, τον είχαμε πάρει στο κατόπι παντού όπου παιζόταν η «Λυσιστράτη» του Σπύρου Ευαγγελάτου με άνδρες πρωταγωνιστές: Ηρώδειο, ταράτσα του «Αννα-Μαρία Καλουτά», δύο και τρεις φορές την εβδομάδα. Φορούσε ένα ψάθινο καπελάκι στολισμένο με φρούτα και όρκιζε τις Αθηναίες του Πελοποννησιακού Πολέμου σε ερωτική αποχή με τα λόγια του Αριστοφάνη μεταφρασμένα με τον τρόπο του Κώστα Ταχτσή: «Σε κανέναν αρσενικό, ούτ' εραστή ούτε στον άντρα μου δεν θα επιτρέψω να μου τον βάλει. Θα κάθομαι μέσα στο σπίτι αβάτευτη αλλά βαμμένη και ξεβράκωτη για να με βλέπει και ν' ανάβει από λαγνεία». Εγινε ποτέ ειρήνη από τέτοιου είδους απεργία; Η Λυσιστράτη του Βογιατζή πάντως τα έκανε όλα να φαίνονται εφικτά.

ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΘΕΑΤΡΟ. Και ύστερα ήρθε η συμμετοχή του στο Ελεύθερο Θέατρο, εκεί πάνω στο τυχερό σανίδι του Αλσους Παγκρατίου όπου δοκιμάστηκε στους κώδικες της αθηναϊκής επιθεώρησης. Για μας, τα πρωτάκια του θεατρίζεσθαι ήταν σαν να βλέπαμε τον Αλέκο Λειβαδίτη σε rewind, σαν να βλέπαμε όλα αυτά που θα έπρεπε να ξέρουμε, αν η θνησιγενής τέχνη του θεάτρου γινόταν ποτέ να αποθησαυριστεί, να μπει στη συλλογική εμπειρία, να μην ξεκινάμε κάθε φορά από το μηδέν. Προσπαθώ να τον θυμηθώ να τραγουδάει από την ίδια παράσταση το «Yellow thlipsis», ένα συνταρακτικό σόλο για την τέχνη του θεάτρου, και η μνήμη μου σκοντάφτει στο ρεφρέν: «Και πήρα το τρενάκι, το μαύρο τρένο πήρα που βγάζει στη σκηνή, για πολικό αστέρα είχα τον προβολέα...». Και μετά τι;   
Μετά ήρθε η «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ, με τον ίδιο και τον Βασίλη Παπαβασιλείου, και τότε φάνηκε ότι τα πράγματα άρχιζαν να σοβαρεύουν για μας. Τι είναι το θέατρο; Κέφι; Ατέλειωτο πανηγύρι; Αισθητικό ντελίριο συναισθημάτων και ιδεών ή κάτι πιο βαθύ που απαιτεί μαθητεία γιατί αν δεν μαθητεύσεις δεν έζησες ποτέ, ούτε μαζί με τους άλλους ούτε κατά μόνας; Τη «Σάρα» με την Ελλη Λαμπέτη δεν την είδα γιατί δεν ήθελα να δω τη Λαμπέτη στα τελευταία της. Τον ακολούθησα όμως σε όλα όσα ανέβασε στο θεατράκι της Οδού Κυκλάδων χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσω για τα θρυλικά στησίματά του και τη μέχρι τελευταίας πνοής πρόβα που επέβαλλε στους ηθοποιούς του, με αποτέλεσμα οι παραστάσεις να αρχίζουν την ώρα που κανονικά έπρεπε να τελειώνουν. Θυμάμαι τους «Αγροίκους» του Γκολντόνι και τις συζητήσεις της παρέας για το ποια στιγμή ήταν η πιο ξεκαρδιστική. Το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Γκριμπογιέντοφ με τον Δημήτρη Καταλειφό να δίνει τα σκηνικά διαπιστευτήριά του. Τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτζη με έναν εκτυφλωτικά νεανικό θίασο. Το «Σε φιλώ στη μούρη» και το «Bella Venezia» του Διαλεγμένου, το «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Δημήτρη Κεχαΐδη - Λένας Χαβιαρά και το «Σε σας που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, με τα οποία διέρρηξε τον πυρήνα του νέου ελληνικού έργου αναδεικνύοντας το υπαρξιακό φορτίο του.
Η εργογραφία του είναι πολύ μεγάλη. Προσωπικά διαλέγω τον τρόπο με τον οποίο διείσδυσε στον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ και από τη μελαγχολία έβγαλε το ζουμί της, δηλαδή τον αυτοσαρκασμό και τον θυμό του ξεζουμισμένου ανθρώπου. Μα πιο πολύ τον αγάπησα για τη συνηγορία του στον παρεξηγημένο «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Εκεί ήταν που κατάλαβα στην (θεατρική) πράξη ότι ο Μολιέρος δεν είναι μόνο για να γελάς, αλλά και για να μένεις άναυδος από τη μη πολιτικά ορθή ματιά του μεγάλου κλασικιστή.  
Είναι τέτοια αυτή η στιγμή που επικρατούν στη μνήμη μου παραστάσεις του όπως «Το ύστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, με τον μπαρμπέρη του Πειραιά να μαθαίνει για την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου στη Σικελία, ή η «Ημερη» του Ντοστογιέφσκι με τον ίδιο σε ένα συνταρακτικό σόλο που εφάμιλλό του δεν έχω ξαναδεί στο θέατρο, με εξαίρεση την «Ελένη» του Ρίτσου από τον Βασίλη Παπαβασιλείου.

Η ΔΙΑΓΡΑΦΗ. Τελειώνει ο χώρος και δεν προλαβαίνουμε να πούμε ούτε τα βασικά. Το χιούμορ του πάνω απ' όλα. Τη συμμετοχή του στο νέο ελληνικό σινεμά με το «Μελόδραμα» και με τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου. Την πρώτη παράσταση έργου της Σάρας Κέιν στην Ελλάδα. Τον Μπέρνχαρτ και τη δουλειά του πάνω στο αρχαίο δράμα με το εργαστήρι για νέους ηθοποιούς. Το κύκνειον άσμα του με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ και τους άλλους Πίντερ του. Τον «Τόκο» του Δημητριάδη, τη συμμετοχή του στα Επιδαύρια με τον περσινό  «Αμφιτρύωνα», την «Αντιγόνη» με την Αμαλία Μουτούση το 2006 ή, ακόμη παλαιότερα, με τους «Πέρσες». Μια παράσταση για την οποία το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) τον βράβευσε με διαγραφή επειδή παραβίαζε τα ωράρια των ηθοποιών. Η πατρίς ευγνωμονούσα...


Δεν υπάρχουν σχόλια: