31.12.13

Γιαν Χένρικ Σβαν: «Τα μηχανάκια του Μανόλη» - (μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου)

Τα μηχανάκια του Μανόλη (2008) είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιαν Χένρικ Σβαν με ελληνικό θέμα, μετά τη Δράκαινα (2005), που όμως δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
Τα μηχανάκια του Μανόλη μόλις κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη και επιμέλεια μετάφρασης Μαργαρίτα Μέλμπεργκ.

Πρόκειται για ένα υπαρξιακό αφήγημα που εκτυλίσσεται στο νησί της Δράκαινας, πολλά από τα πρόσωπα της οποίας επανεμφανίζονται και εδώ. 
Όπως έγραψε ο Όκε Λεγιονχούβεντ (Σιντσβένσκα Νταγκμπλάντετ, 19.2.2008), «Τα μηχανάκια του Μανόλη είναι το συγκινητικό και μεγαλειώδες πορτρέτο ενός ηλικιωμένου Έλληνα, που θα μπορούσε να ήταν ο γραφικός τύπος μιας τουριστικής διαφήμισης ή ενός γαλακτοκομικού προϊόντος, αν δεν του εμφυσούσε ζωή και δεν του έδινε φωνή ο συγγραφέας Γιαν Χένρικ Σβαν. [...] Η πλοκή είναι απλή. Σίγουρα ενσυνείδητα [...] .Αυτό που περιγράφεται μάλλον στερείται πλοκής. Η απουσία, οι μνήμες μιας ζωής, ζωής που είχε τις αναλαμπές της. Και τελικά, η προσμονή του θανάτου που τα ακυρώνει όλα. Και τι δεν βάζει ο συγγραφέας στο έργο για να γεμίσει αυτή την απουσία και την προσμονή! Ο Σβαν έχει εντρυφήσει στην καθημερινότητα της ένδειας στην Ελλάδα. Έχει δει το ταλαιπωρημένο και απλό πρόσωπό της, τις παλιές ταβέρνες, τα στεγνά και ανεμοδαρμένα τοπία, τα υγρά σπίτια όπου οι χήρες τουρτουρίζουν από το κρύο στο φως μιας λάμπας ασετυλίνης […]. Ξεχάστε για λίγο όλες τις εγωπαθείς “βασίλισσες” και τους “υπουργούς” αστυνομικών μυθιστορημάτων και απολαύστε ένα βιβλίο που αγγίζει τα έργα της μεγάλης λογοτεχνίας!».

O Γιαν Χένρικ Σβαν γεννήθηκε στη Λουντ της Σουηδίας το 1959. Μεγάλωσε στην Κοπεγχάγη και φοίτησε στα πανεπιστήμια της Σορβόνης και της Στοκχόλμης. Ζει και εργάζεται στην Στοκχόλμη.
Πεζογράφος, μεταφραστής και κριτικός. Μερικά από τα μυθιστορήματά του: Μπορώ να σταματήσω μια θάλασσα (1986)· Η καταραμένη χαρά (1987 ― ελληνική μετάφραση Γιάννη Αλεξάκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2002)· Έρωτες και περιπέτειες (1991), η τριλογία Τα χρήματα (1996), Ζητιάνοι (1999) και Οι περιπλανώμενοι (2001, βραβείο των κριτικών της εφημερίδας Göteborg Posten ― ελληνική μετάφραση Θεοφανώς Καλογιάννη, Κέδρος 2007· Η Δράκαινα (2005) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, όπως και το αφήγημα Τα μηχανάκια του Μανόλη (2008). Τελευταίο βιβλίο του: Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα (2011).
Μεταφράζει λογοτεχνία από τα δανέζικα, τα γαλλικά, τα πολωνικά, τα αραβικά και τα ελληνικά. Έχει μεταφράσει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ποιήματα των Μίλτου Σαχτούρη και Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητές της γενιάς του ’70, καθώς και σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους. Το 2013 εκδόθηκε σε μετάφρασή του Η φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


Προδημοσίευση

Ο Μανολης θυμαται το πρώτο του μηχανάκι, κόκκινο κάτω από τη σέλα. Κάποια μέρα θα αναστηθεί.
Το αγόρασε μετά τη θητεία του στον στρατό. Άλλοτε δεν θα εξοικονομούσε χρήματα για οτιδήποτε, ούτε και είχε χρήματα για να εξοικονομήσει. Μεγάλωσε σε δύσκολα χρόνια. Είδε το βδομαδιάτικό του να αλλάζει χέρια για μια μπίρα και ένα τσιγάρο.
Στην πραγματικότητα, σκόπευε να αγοράσει έναν γάιδαρο. Αμφιταλαντευόταν αν θα πάρει γάιδαρο ή μηχανάκι. Ο γάιδαρος είναι μακροβιότερος, προσφέρει λίπασμα, σου κρατάει συντροφιά. Το μηχανάκι μπορεί να χαλάσει ανά πάσα στιγμή, έχει έξοδα λόγω καυσίμων και δεν είναι τόσο ευχάριστο να γέρνεις το κεφάλι σου πάνω του. Γιατί λοιπόν κατέληξε με μηχανάκι; Μήπως τον τράβηξε το κόκκινο χρώ­μα;
Όλη του τη ζωή φοράει μπλε. Το χρώμα του εί­ναι το μπλε. Έτσι είναι. Εξάλλου, δεν μπορείς να πας στα μπουζούκια καβάλα σε γάιδαρο.
Κάπου όμως υπάρχει ένας άλλος Μανόλης, εκείνος που αδιαφόρησε για το μηχανάκι και διάλεξε τον γάιδαρο. Είχε λίγα χρήματα στην άκρη, τον βοήθησαν κάπως και οι γονείς του, το τελευταίο πράγμα που έκαναν πριν πεθάνουν, και έτσι μπορούσε να πηγαίνει καβάλα στον γάιδαρο, με το μυστρί του, μέχρι τα πιο απομακρυσμένα σπίτια του χωριού.
Μερικές φορές σκέφτεται αυτόν τον άλλο Μανό­λη. Φαντάζεται πως τον βλέπει μακριά, ψηλά πάνω στο βουνό. Είναι στον τρίτο γάιδαρο τώρα, έναν από τους τελευταίους στο νησί. Στέκεται στη σκιά, δεμένος σε ένα δέντρο, γιατί κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. Από την άλλη πλευρά του δέντρου υπάρχει ένα μικρό σπίτι. Και αυτό δεμένο, μιας και είναι μικρό. Μερικές γάτες, λιγοστές ντοματιές και  ελιές. Κάποια μέρα οι παλιοί γάιδαροι θα αναστηθούν.

☆ ☆ ☆

Ο Μανόλης είναι τώρα στο πέμπτο μηχανάκι. Χαίρεται που διάλεξε μηχανάκι. Το κάθισμα είναι μια χαρά: δεν χρειάζεται να βγάζεις και να βάζεις τη σέλα  ― μια σκοτούρα λιγότερη. Αν το παραμελήσεις, δεν θα πεθάνει από πεί­να. Όταν χρειάζεται τάισμα, δεν υπάρχει ποικιλία στο διαιτολόγιο. Το μόνο που βγάζει είναι μαύρα συννεφάκια καπνού, όταν ο Μανόλης οδηγεί κόντρα στον άνεμο. Το κράνος του γλιστράει, είναι πολύ μεγάλο. Οι κραδασμοί από τη σέλα και το τιμόνι κρατούν το σώμα του σε φόρμα.
Πέντε μηχανάκια όλα κι όλα. Αν είχε πάρει γάιδαρο, θα ήταν ήδη στον τρίτο. Οι γάιδαροι είναι ιδιότροπα ζώα, πολύ έξυπνα για τους ανθρώπους. Με­­ρικοί λένε πως είναι κακά, άλλοι πως είναι χαζά. Παίρνει χρόνο να τους δαμάσεις για να βάλεις σέλα στη ράχη τους· ξαπλώνουν κάτω και κυλιούνται για να απαλλαγούν από τη σέλα. Αν ο γάιδαρος δεν θέλει κάτι, δεν γίνεται τίποτε. Τα μηχανάκια μπορούν επίσης να είναι πεισματάρικα. Όπως ο γάιδαρος, όταν ένα μηχανάκι έχει τις κακές του, μήτε τα χτυπήματα μήτε οι κλοτσιές βοηθούν· πεισμώνει, τα μπροστινά και πίσω πόδια κολλημένα σφιχτά – το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν άγαλμα, λες και είναι καρφωμένο στο έδαφος. Το τσοκ, το τσοκ ― δεν βοηθάει. «Δεν θες λοιπόν να δουλέψει σήμερα ο Μανόλης, έτσι δεν είναι;»
Ένας άντρας μιλάει στο μηχανάκι του. Άδικα παρακαλάει: ανώφελες οι απειλές, η προσπάθεια για συζήτηση είναι μάταιη. Χειρονομεί, πετάει κάτω τον κά­βουρα, καταριέται. Το μηχανάκι δεν σαλεύει. Το μηχανάκι είναι μηχανάκι, και ο Μανόλης Μανόλης. Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να θέλουν, από κάποια αναπάντεχη σύμπτωση, το ίδιο πράγμα. Το μηχανάκι θέλει να τρέξει, και ο Μανόλης θέλει να κάνει βόλτα. Ορισμένες φορές όμως επιθυμούν διαφορετικά πράγματα, και τότε καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει να συμπέσουν οι επιθυμίες τους· να κάνεις το μηχανάκι να θέλει το ίδιο με τον Μανόλη, με άλλα λόγια να τον μεταφέρει, αλλιώς τι νόημα θα είχε αν ο Μανόλης άρχιζε να συμπεριφέρεται σαν γάιδαρος, αρνούμενος να μετα­κινηθεί; Ωστόσο, συμβαίνει και αυτό. Ο Μανόλης πετάει κά­τω το στουπί και αρνείται να προσπαθήσει να βάλει μπροστά το μηχανάκι. Άλλο που δεν θέλει το μηχανάκι, αρνείται πεισματικά να ξεκινήσει. Η μέρα καταλήγει να είναι μια αλλιώτικη μέρα. Ο ήλιος δύει και, καθώς φυσά το βραδινό αεράκι, τα ανταλλακτικά της μηχανής, κρεμασμένα στα δέντρα, αρχίζουν το θέατρο των σκιών πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο του φούρνου.

☆ ☆ ☆

Βλέπουν τον Μανόλη που φεύγει το πρωί ― τραβάει την ανηφόρα, με το κράνος τραβηγμένο προς τα κάτω να καλύπτει το μέτωπό του και το λουρί να περνά από το πηγούνι σαν χαλινάρι. Βλέπουν τον Μανόλη που επιστρέφει ― κατηφορίζει, στον δρόμο για το σπίτι. Ηλικιωμένες κυρίες τού γνέφουν, γέροι σηκώνουν τα μπαστούνια τους, μάστορες του φωνάζουν. Καθώς το μηχανάκι χάνεται, το όνομα του Μανόλη ηχεί σαν φτερούγισμα πουλιών. Χαμογελάει ελαφρά, σηκώνει το ένα χέρι από το τιμόνι, σχεδόν αφηρημένα, χωρίς να προσέχει σε ποιον χαμο- γελάει και ποιον χαιρετάει· είναι απλώς ο Μανόλης, αυτό του φτάνει, αν θέλουν κάτι, ξέρουν πού θα τον βρουν, αν όχι, τότε πρέπει απλώς να ρωτήσουν ποιος είναι ο δρόμος ― αργά ή γρήγορα, θα βρουν κάποιον που τον γνωρίζει και ξέρει πού μένει. Το αν βαριέται να ανοίξει κουβέντα, αυτό είναι άλλη ιστορία, όσο για τηλέφωνο, δεν έχει.
Ενδιάμεσα υπάρχει ό,τι δεν βλέπουμε: κατά μή­κος του δρόμου με τα χαλίκια και με μπαλώματα από άσφαλτο, και ενός παλιού πλακόστρωτου μονοπατιού, σκύλοι κυνηγούν το μηχανάκι, προσπαθώ­ντας να δαγκώσουν την πίσω ρόδα· γάτες πετάγονται από τον δρόμο, λουλούδια ανοίγουν τα πέταλά τους στο ηλιοβασίλεμα, περιμένοντας τη δροσιά· τα κλειστά παρασόλια των κυπαρισσιών. Όταν δεν οδηγεί κόντρα στον άνεμο, ο καπνός της εξάτμισης ανακατεύεται με τη διαπεραστική μυρωδιά του κιτρινισμένου σπάρτου· αν έχει ησυχία, αν απλώνεται η ζέστη, αν σηκώνεται σκόνη από τα χαλίκια, αν οι πεταλούδες χαμηλώνουν τα φτερά τους ―αν ο Μανόλης είναι ο Μανόλης―, τότε η μυρωδιά του σπάρτου τον ακολουθεί μέχρι να φτάσει πάνω, στο σπίτι του. Αλλά όταν ο αέρας τού μαστιγώνει το πρόσωπο, κυλούν δάκρυα στα μάγουλά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: