του Άκη Παπαντώνη
πηγή: http://www.efsyn.gr (Εφημερίδα των Συντακτών)
πηγή: http://www.efsyn.gr (Εφημερίδα των Συντακτών)
ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΣΕΒΙΣ ΣΙΝΓΚΕΡ
«Ενας φίλος του Κάφκα»
Διηγήματα. Μετάφραση (από αγγλικά): Βασίλης Αμανατίδης. Καστανιώτη, 2013, σελ. 381
«Ενας φίλος του Κάφκα»
Διηγήματα. Μετάφραση (από αγγλικά): Βασίλης Αμανατίδης. Καστανιώτη, 2013, σελ. 381
«Εμείς οι Εβραίοι [...] ακόμα πιστεύουμε στη δύναμη του λόγου.»
(σ. 216)
(σ. 216)
O αφηγητής-συγγραφέας δανείζει χρήματα στον πρώην ηθοποιό γίντις θεάτρου, Ζαν Κον, επειδή τον βρίσκει κομψό και ενδιαφέροντα, παρά τα χρόνια και τη φτώχεια του. Συναντούν ο ένας τον άλλο κάθε βράδυ και ο Κον του μιλά για τις στενές σχέσεις που κατά καιρούς διατηρούσε με διάφορους διάσημους—μεταξύ αυτών και ο Φραντς Κάφκα, τον οποίο συνάντησε το 1911 και, πριν ακόμα μιλήσουν, διέγνωσε την ιδιοφυΐα του. Ετσι ο αφηγητής γίνεται ακροατής και ο Ζακ Κον υποκαθιστά τον αφηγητή. Μαθαίνουμε πως μοιραζόταν με τον Κάφκα την επίγνωση της μη τελειότητας του εαυτού και του κόσμου γύρω τους, πως απογοητευόταν από την αδυναμία του να διαχειριστεί την ιδιοφυΐα του μεγάλου συγγραφέα, πως τον συνόδευσε σε έναν οίκο ανοχής. Ο Κάφκα, εξηγεί ο Κον στον αφηγητή, αντιμετώπιζε συμπλέγματα σε ό,τι αφορά το σεξ και τη γραφή, εξίσου. Παρενθετικά ξετυλίγει το νήμα μιας παράλληλης ιστορίας: ένα ερωτικό τρίγωνο με μια πανέμορφη κόμισσα και τον επικίνδυνο εραστή της. Εν τέλει, ο Κον αναρωτιέται αν υπάρχει Θεός και, αν όχι, ποιος διαφεντεύει τις περίεργες στροφές της μοίρας του;
Αν κανείς ακτινογραφήσει το πιο πάνω διήγημα, το εναρκτήριο και ομώνυμο της συλλογής «Ενας φίλος του Κάφκα» (που κυκλοφορεί σε ανάγλυφη μετάφραση του Βασίλη Αμανατίδη), αναγνωρίζει μερικά από τα δίπολα που έκαναν διάσημη τη γραφή του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ: παγκοσμιοποιημένη εβραϊκότητα και εβραϊκή παράδοση, αυτοβιογραφία και θεολογική αναζήτηση, ρεαλισμός και εύθραυστη ονειρικότητα. Ετσι, για παράδειγμα, στο διήγημα «Η καφετέρια» ψηλαφεί τα κατάλοιπα του Ολοκαυτώματος στην ψυχολογία των επιζώντων, ενώ στο συγκινητικό «Ο γιος» αναμοχλεύει και μας επανασυστήνει τη μυθολογία της μνήμης αντλώντας από τη συνάντηση με τον γιο του μετά από 20 χρόνια χωρισμού. Στο «Αλτελε» μας μιλά για την ακυρωμένη μητρότητα, την ιδεοληψία και τις προλήψεις στα εβραϊκά γκέτο, τη μοναξιά των γυναικών. Η παρούσα συλλογή θεωρείται, μάλλον, η σημαντικότερη του Εβραίου συγγραφέα. Αλλωστε, όπως αρκετές φορές είχε σημειώσει ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ, «η δύναμη πολλών διηγημάτων του Σίνγκερ είναι πολλαπλάσια εκείνης των μεγαλύτερων αφηγήσεών του».
Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ γεννήθηκε το 1902 στην Πολωνία. Το 1935 μετανάστευσε στην Αμερική, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του, το 1991. Το σύνολο του έργου του, για το οποίο το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, είναι γραμμένο στα γίντις, τη διάλεκτο των Ασκενάζι Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Ολόκληρος ο αφηγηματικός του κόσμος αφορά Εβραίους που μιλούν γίντις, είτε τους τοποθετεί σε απομονωμένους οικισμούς της πολωνικής υπαίθρου είτε στις εβραϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης.
Ομως, η ανά χείρας συλλογή—όπως άλλωστε μας πληροφορεί και ο ίδιος ο Σίνγκερ μέσω του προλογικού σημειώματος του βιβλίου (το 12ο που μεταφράζεται στα ελληνικά)— μεταφράστηκε στα αγγλικά σε στενή συνεργασία με μεταφραστές, κυρίως τη Ρέιτσελ Μακένζι, αρχισυντάκτρια του περιοδικού «New Yorker» το 1970.
Ο συγγραφέας, ο οποίος έμαθε αγγλικά μέσω της συνεργασίας για τη μετάφραση του πρώτου του βιβλίου «O Σατανάς του Γκόραϋ» (Ινδικτος, 2003), είχε δώσει (μία) εξήγηση για την εμμονή του να γράφει στα γίντις, αν και η ανατολική ακτή των ΗΠΑ ήταν πια η πατρίδα του: «η ίδια η ζωή [στις ΗΠΑ] με μπέρδευε. Εβλεπα τόσα πράγματα για τα οποία δεν είχα όνομα. Στη Βαρσοβία είχα όνομα για το κάθε τι, εδώ όμως η ζωή είναι τόσο πιο πολύπλοκη».
Οπως ο ίδιος ο Σίνγκερ μας είχε εξηγήσει (σε συνέντευξή του στην επιθεώρηση «The Harvard Crimson», στον Πολ Κλάινμαν τον Απρίλιο του 1970):
«Είναι αλήθεια πως ο κόσμος που περιγράφω έχει στην ουσία εξαφανιστεί, όμως στη λογοτεχνία τίποτα δεν πεθαίνει, τίποτα δεν εξαφανίζεται. [...] Για μένα οι άνθρωποι [εκείνης] της Βαρσοβίας είναι τόσο ζωντανοί όσο και αυτοί της Νέας Υόρκης σήμερα», πριν καταλήξει να σημειώνει, εξόχως λογοτεχνικά, πως: «οι τροχοί της Ιστορίας είναι πολύ βαρείς για να τους κάνει να γυρίσουν ένας συγγραφέας. [...] Οι πολιτικές πράξεις και η πράξη της λογοτεχνίας είναι ασυμβίβαστες, καθώς δεν έχουν τον ίδιο στόχο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου