5.12.13

Η δεύτερη μετανάστευση της Σόνιας

της Μαρίας Κατσουνάκη

πηγή: http://www.kathimerini.gr


Pablo Picasso, Woman Asleep at a Table (1936)


Η Σόνια έφυγε το περασμένο Σάββατο. Επέστρεψε στη Βουλγαρία. Στην πατρίδα της. Εστω και αν η ίδια δήλωνε ανακουφισμένη, για όποιον τη γνώριζε καλά ήταν εμφανής η αγωνία, η αποσταθεροποίηση, η εύθραυστη θλίψη του αποχαιρετισμού, αλλά και της αναμονής για κάτι άγνωστο και πάλι, εξαρχής. Εζησε στην Ελλάδα δεκαεπτά χρόνια. Οταν ήρθε στην Αθήνα ήταν σαράντα χρόνων. Δούλευε για λίγο καιρό εσωτερική σε μια ηλικιωμένη κυρία· ύστερα από λίγους μήνες η κυρία απεβίωσε, και η Σόνια άρχισε να καθαρίζει σπίτια, να φροντίζει σε καθημερινή βάση ένα μικρό κορίτσι μονογονεϊκής οικογένειας, που σήμερα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Εμαθε γρήγορα πολύ καλά ελληνικά, μόνη της, διαβάζοντας και γράφοντας. Ηταν φτωχή αλλά επιμελής, περιποιημένη, με μια θετική αύρα στη ζωή· φωτεινή, χαμογελαστή, δεν μεμψιμοιρούσε. Σιγά σιγά γνωρίστηκε με ένα σχετικά ευρύ περιβάλλον ανθρώπων, ούτως ή άλλως, τέλη του ’90-αρχές του 2000 πρέπει να ήταν ελάχιστα τα αθηναϊκά σπίτια που δεν είχαν άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδας οικιακή βοηθό. Μερικές φορές, για να προλάβει, χώριζε τη μέρα της στα τρία: αλλού το πρωί, αλλού το μεσημέρι, ένα δίωρο - τρίωρο σε κάποιο γραφείο το απόγευμα. Εβγαζε 1.300 με 1.400 ευρώ τον μήνα, κατέβαλε τις εισφορές της στο ΙΚΑ, έκανε φορολογική δήλωση.
Κατάφερε να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στο ισόγειο συνοικιακής πολυκατοικίας, έστελνε χρήματα στα τρία ενήλικα παιδιά της στη Σόφια, ταξίδευε τρεις φορές τον χρόνο στη γενέθλια πόλη της. Κουραζόταν αλλά δεν παραπονιόταν. Ούτως ή άλλως, και στην πατρίδα της, πριν μεταναστεύσει στην Ελλάδα, εργαζόταν πολλές ώρες σε ζαχαροπλαστείο για ελάχιστα χρήματα. Επιβίωνε στο όριο της ανέχειας.
Στην Αθήνα έκτισε μια ζωή αξιοπρεπή ώς τη στιγμή που άρχισε να παρασύρεται από τη «φούσκα». Τα δάνεια χορηγούνταν αφειδώς από τις τράπεζες, η Σόνια πήρε δύο καταναλωτικά, άρχισε να στριμώχνεται για να τα αποπληρώσει. Ομως δεν πτοήθηκε· η ανάγκη για όλο και πιο άνετη διαβίωση, οι πτήσεις του φαντασιακού της σε ταξίδια εντός και εκτός Ελλάδος, το όνειρο να συγκεντρώσει χρήματα ώστε να μπορέσει κάποια στιγμή να στήσει μια μικρή επιχείρηση στη Σοφία, κάλπαζαν χωρίς εμπόδια.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση. Τα κατεκτημένα εδάφη αποδείχθηκαν εξαιρετικά ολισθηρά. Μπορεί στους στόλους των παρκαρισμένων ταξί να πρωτοφάνηκε η κρίση, όμως και ο τομέας «οικιακή βοηθός», με μικρομεσοαστική πελατεία, δέχθηκε ισχυρό πλήγμα. Η μία φορά ή και οι δύο την εβδομάδα έγινε μία στις 15 και ύστερα μία τον μήνα ή και καμία. Το εισόδημα της Σόνιας συρρικνώθηκε επικίνδυνα. Τον τελευταίο χρόνο δεν άντεξε. Αφησε το διαμέρισμα που νοίκιαζε, προσπάθησε να μοιραστεί την καθημερινότητά της ως εσωτερική σε ηλικιωμένη κυρία, αλλά δεν μπόρεσε. Τα σπίτια μειώθηκαν σε τέσσερα τον μήνα, η Σόνια είδε το όνειρο να θρυμματίζεται, να μετατρέπεται σε αναγκαστική επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Οπως στο επιτραπέζιο παιχνίδι, όταν πέσεις στο στόμα του φιδιού.
Αρχισε να ετοιμάζει το ταξίδι του γυρισμού. Είχε γίνει εν τω μεταξύ και γιαγιά. Διεμοίρασε τα ελάχιστα υπάρχοντά της, που δεν μπορούσε να μεταφέρει, στο τέλος απέμεινε με μία βαλίτσα και δύο μεγαλούτσικες τσάντες.
Εφυγε όπως ήρθε. Απένταρη. Δεκαεπτά χρόνια μετά, 57 ετών πλέον, με το σώμα της να διαμαρτύρεται από την καταπόνηση, αδύναμη να αγοράσει ένα δώρο για το εγγόνι της. Επέστρεφε πού; Σε ποια πατρίδα; Χωρίς δικό της σπίτι, θα πρέπει να φιλοξενείται στα παιδιά και στους φίλους της· χωρίς δουλειά· χωρίς εισόδημα. Ολα, πάλι, εξαρχής.
«Θα τα καταφέρω», μονολογούσε με κατάφαση στη ζωή, αλλά και ένα αδιόρατο ερωτηματικό. Η δεύτερη μετανάστευση της Σόνιας μόλις άρχισε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: