21.12.13

Ένα δενδρύλλιο καβάφας και μία πρέζα μοχθηρίας

γράφει ο Αντώνης Νικολής

πηγή: www.athensvoice.gr




Σε μία από τις ξένες σειρές που προβάλλονταν την περσινή περίοδο, –δεν συγκράτησα σε ποια, ο ίδιος δε βλέπω τηλεόραση, από μέρος μόνο ενός επεισοδίου σε τηλεόραση φιλικού σπιτιού–, υπήρχε η εξής σκηνή. Ένας όχι και πολύ σοβαρός τύπος έπαιζε σε πιάνο αριστοκρατικού σαλονιού ένα τραγουδάκι –η σειρά εποχής– του μεσοπόλεμου, οι κύριοι στην αίθουσα ενοχλημένοι αντάλλασσαν μεταξύ τους εύγλωττες γκριμάτσες, αντίθετα στο διάδρομο και τις σκάλες έξω από τη σάλα, το υπηρετικό προσωπικό παρακολουθούσε μαγεμένο, εκστατικό.* Έκανα τότε τη σκέψη ότι η ανάλογη σκηνή στην Ελλάδα πιθανότατα θα ήταν αντεστραμμένη: οι Έλληνες (ας πούμε) αστοί, συνήθως πολιτιστικά ανερμάτιστοι, θ’ απολάμβαναν το σουξεδάκι, αντίθετα το όποιο προσωπικό, φορείς πλούσιας λαϊκής παράδοσης, μάλλον θα απαξιούσαν και να στήσουν αυτί.
Αλλά κι αυτό ίσαμε περίπου το 1980. Γιατί έκτοτε, δίχως αναπτυξιακό πρόγραμμα ή οργάνωση, τμήματα των λαϊκών στρωμάτων, όπως παλιότερα όδευαν μαζικά προς τη μετανάστευση, τώρα κακήν κακώς σχημάτιζαν τα νέα μικροαστικά στρώματα, (γραφειοκρατία, υπηρεσίες πτυχιούχων, λιανικό εμπόριο), ό,τι συνιστά τη νεοελληνική κακή αστικοποίηση. Φαίνεται καθαρότερα αυτό στο ελληνικό τραγούδι των τελευταίων δεκαετιών: λαϊκότροπο, όχι λαϊκό, λαϊκιστικό και ουσιαστικά λούμπεν.
Κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα ήδη δε μας άρεσε, αρχίσαμε τα λογής ταξίδια προς άλλες πολιτιστικές επικράτειες, αναζητούσαμε το αυθεντικό αλλού, όχι πια ανάμεσά μας. Η αφεντιά μου κατέφυγε στην Πορτογαλία, στις μουσικές του πορτογαλόφωνου κόσμου, στη Λισαβόνα αλλά κι ως την τελευταία γωνιά στις επαρχίες της χώρας. Κι εδώ επιτρέψτε μου μία παρέκβαση, θα επιστρέψω.
Το καλοκαίρι του 2002 περπατώντας στους δρόμους του Φουνσάλ στη Μαδέρα έπεσε το μάτι μου σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου όπου ανάμεσα σε άλλα φιγουράριζε και μαρμελάδα –μείγμα μπανάνας και maracuja, με διακριτή τη γεύση του μαρακουζά, γλυκόξινη και με άρωμα ροδοπέταλου, συχνή και σε γιαούρτια στα πρωινά των ξενοδοχείων, τα λεξικά μεταφράζουν φρούτο του πάθους, αλλά όποτε εύρισκα φρούτο του πάθους σε μανάβικα στην Ελλάδα, προφανώς δεν επρόκειτο για μαρακουζά. Όμως και ενίοτε ο κόσμος παραείναι μικρός. Κάποτε φίλος στην Κω, ενώ μιλάγαμε στην αυλόπορτά του, «Έλα να σου δείξω ένα φρούτο πίσω στην αυλή», μου λέει, – Οκτώβρης μήνας και το δέντρο ήταν κατάφορτο. Το μύρισα πριν το δω. «Α!», φώναξα, «Έχεις δέντρο μαρακουζά!». «Όχι», μου απάντησε ήσυχα εκείνος, «καβάφα το λένε οι Λεριοί. Αυτοί το φέρανε από Αίγυπτο, Λεριοί Αιγυπτιώτες. Καβάφα το λένε αυτοί». Ήτανε το φυτό γκουάβα, κάπως το πρόφεραν οι Αιγύπτιοι και οι Αιγυπτιώτες το απέδωσαν καβάφα. Επινόησα δική μου συνταγή μαρμελάδας και επιπλέον μία μους καβάφα, κιτρινοπράσινη, εξαιρετικού αρώματος και υφής. Και εφεξής το καθιερώσαμε, ο φίλος μού έδινε καβάφες, έπαιρνε ρόδια έπειτα από μένα, μέχρι που, πάνε δύο χρόνια τώρα, το καλό αυτό δεντράκι ξεράθηκε. Φέτος, λοιπόν, και για να δω τη χειμωνιάτικη Λέρο, είπα να πεταχτώ ένα διήμερο, να αγοράσω από φυτώριο εκεί ένα δενδρύλλιο.
Το καράβι από Κω για Λέρο κάνει δύο ώρες παρά κάτι. Στο σαλόνι μια παρέα ντελικάτες φοιτητριούλες πλάι μου με εντυπωσίασαν πόσο ελεύθερα συζητούσαν την ερωτική τους ζωή, – δεν εννοώ ελευθέρια. Σπουδάζουν στη Ρόδο και ταξίδευαν για τα σπίτια τους στην Αθήνα. Μία απ’ αυτές μίλαγε στο κινητό με τον πατέρα της, του έλεγε ψέματα ότι τάχα είχε βγει με φίλες της στη νυχτερινή Ρόδο, τον παρηγορούσε για τις μέρες που απέμεναν μέχρι ν’ ανταμώσουν. «Φανταστείτε τι πλάκα θα πάθει με το που θα με δει το πρωί!» Αυτός ο μπαμπάκας, άραγε, να’ ναι συνομήλικος ή νεότερός μου, αναρωτιόμουν.
Στη διάρκεια του ταξιδιού εκτός από το να κρυφακούω τις ντελικάτες κόρες μου διάβαζα κι έναν από τους πολυαγαπημένους μου, τον Πολωνοεβραίο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, κι εκεί κάπου πέφτω σε μία σκέψη του, η οποία θαρρώ με περίμενε: «Αν δεν τους στοιβάξει κανείς σε κάποιο γκέτο, οι Εβραίοι το δημιουργούν με τη θέλησή τους. Αν δεν τους υποχρεώσεις να φορούν κίτρινο αστέρι, ντύνονται με ρούχα που οι διπλανοί τους τα βρίσκουν παράξενα. Απ’ την άλλη, οι Εβραίοι που μιλούν πολλές γλώσσες και συγχρωτίζονται με τους χριστιανούς είναι πληκτικοί.» Αλλά μήπως, αν δε θέλουμε να είμαστε πληκτικοί, το ίδιο δεν ισχύει και για μας; Έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε Έλληνες; Ή και οι Ιταλοί από το να είναι Ιταλοί, ή οι Γάλλοι από το να είναι Γάλλοι;
Η Λέρος είναι πολύ όμορφο νησί. Το πλοίο σε αποβιβάζει στο Λακκί, στην πιο αποτυχημένη από τις προσπάθειες των Ιταλών να αλλοιώσουν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των νησιών μας, αλλά η λεριώτικη ψυχή κατοικούσε ανέκαθεν στον Πλάτανο, στην Αγιά Μαρίνα και στα υπόλοιπα δικά της χωριά. Κουβάλαγα μαζί μου τον Σίνγκερ, παρατηρούσα τα πρόσωπα γύρω μου, –όχι πληκτικοί ακόμα δε γίναμε, όχι όλοι πάντως–, στο τέλος κουβάλαγα κι ένα δεντράκι ψηλότερο από μένα, δύο χρόνων με διαβεβαίωνε ο υπεύθυνος του φυτώριου, τον επόμενο Οκτώβρη το πιθανότερο θα καρποφορήσει.
Στο γυρισμό συνταξίδευα με μια παρέα φαντάρους των ειδικών δυνάμεων, νεαρά αγόρια. Πείραζαν ο ένας τον άλλο, αστειεύονταν, ιστορούσαν καψόνια, μα ούτε συνεννοημένοι για να με πραΰνουν, αν και ακούγονταν σποραδικά παύσεις του τύπου «μαλάκα», «μαλάκα μου», ούτε ίχνος χυδαιότητας ή ομοφοβίας. Παρόλο που αγόρια σκληραγωγημένα, τα σώματα και οι φωνές τους έμοιαζαν συμφιλιωμένες με τον άγουρο αντρισμό τους και, όσο μπορώ να διακρίνω, με ήπια και ήσυχη αρρενωπότητα, ασχέτως προσανατολισμού. Ακόμα και τα ελληνικά τους δεν ήταν κακά.
Ναι, να ξαναγινόταν ενδιαφέρουσα η ζωή μας, αλλά δίχως ιδεοληψίες. Έλληνες αλλά δίχως να φοβόμαστε ή να μιμούμαστε τους άλλους. Όπως τα χτεσινά κορίτσια και τα σημερινά αγόρια. Δίχως να πρέπει να αποδείξουμε πρώτα κάτι στον εαυτό μας.
Μπροστά στην μπουκαπόρτα, ένας τους φώναζε, «Το Μαύρο Πεύκο, εδώ», να συγκεντρωθούνε. Δύο διπλανοί μου μιλάγανε για προγράμματα στους υπολογιστές. Στην αρχή κόλλησα στις πράξεις, αν οι πατεράδες τους τα έσπειραν στα είκοσι πέντε, είναι τα παιδιά του μικρού μου αδερφού, αν στα τριάντα κάτι, που και το πιθανότερο, –για να ησυχάσω–, είναι γιοι μου. Αλλά ποιο μέλλον ετοιμάσαμε στις κόρες και τους γιους μας; – η επόμενη σκέψη μου. Για να επιστρέψω στο ποια αστική ή (σωστότερα) καθυστερημένη μικροαστική τάξη κυριαρχεί σ’ αυτό τον τόπο, και από ποιους εκπροσωπείται πολιτικά. Αν για να καταργηθεί η προίκα και να αναγνωριστεί η εθνική αντίσταση χρειάστηκε κάποτε ο ακραίος λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου, που μοιραία οδήγησε στη σημερινή χρεοκοπία, για να γίνει ο διαχωρισμός εκκλησίας - κράτους ή ένας πλήρης αντιρατσιστικός, πολύ περισσότερο ο γάμος ομοφύλων, αλήθεια, σε ποιο επόμενο Καστελλόριζο θα χρειαστεί να φτάσουμε; Και μεταξύ φαντάρων όντας, αναλογίστηκα τον επικεφαλής της ιθαγενούς σοσιαλδημοκρατίας να βαράει προσοχή κι όλο αβρότητες να υποκλίνεται στον Πειραιώς. Κι αίφνης γέμισε ο νους μου μοχθηρία.
Υπερβάλλω, δε γέμισε∙ μία πρέζα ήτανε μόνο. Στη σκιά της δίχρονης καβάφας μου, ανάμεσα σε καλά Ελληνόπουλα, με την μπουκαπόρτα να κατεβαίνει στην άκρη της αποβάθρας και τη μέρα να χαράζει μπροστά μας, μία πρέζα μοχθηρίας και… πολύ τούς πάει.
* Σημείωση του Εντευκτηρίου: Προφανώς αναφέρεται στη σειρά «Ντάουντον Άμπεϊ».

Ο Αντώνης Νικολής γεννήθηκε το 1960. 
Είναι συγγραφέας, μυθιστοριογράφος. 
Σπούδασε κλασική φιλολογία. 
Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Το σκοτεινό νησί», νουβέλα (2008), και το μυθιστόρημα «Διονυσία» (2012).

Δεν υπάρχουν σχόλια: