14.12.13

Πέθανε ο Κάρολος Τσίζεκ


Πέθανε τα ξημερώματα σήμερα ο Κάρολος Τσίζεκ. Γραφίστας, ζωγράφος, μεταφραστής, ποιητής, πεζογράφος, δάσκαλος ιταλικών επί χρόνια στο Πανεπιστήμιο, ο Τσίζεκ αναδείχθηκε σε εμβληματική φυσιογνωμία της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης από τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας.
Το Εντευκτήριο έχασε έναν πολύτιμο συνεργάτη και ο υπογραφόμενος διευθυντής του έναν καλό φίλο.
Θερμά συλλυπητήρια στη σύζυγό του, ποιήτρια Μαριέττα (Μαρία) Καραγιάννη και στους λοιπούς οικείους του.


Γ.Κ.


Πορτραίτο του Κάρολου Τσίζεκ, όπως δημοσιεύτηκε 
στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις, 2011


Δυο άλικα κληματόφυλλα, που ο άνεμος τα κάνει,
στο αμπέλι όπου αγαπιόμασταν, να σείονται στο κρύο,
είναι καρδιές που μάτωσαν σε αθέλητο ένα αντίο.
Τον έρωτά μας θάψαμε, καλή μου, πριν πεθάνει.

[«Χωρισμένες καρδιές», Στίχοι έρωτα και αγάπης. Ποιήματα. Μπιλιέτο, Παιανία 2005]


Γεννήθηκε το 1922, από Τσέχους γονείς, στη Μπρέσια της Ιταλίας, όπου αυτοί είχαν μεταναστεύσει για επαγγελματικούς λόγους. Το 1929 η οικογένεια Τσίζεκ εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος φοίτησε στο Ιταλικό Σχολείο, στο Ιταλικό Ινστιτούτο και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου πήρε πτυχίο ιστορίας-αρχαιολογίας και κατόπιν ιταλικής φιλολογίας. Μετεκπαιδεύτηκε σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια. Έμαθε από μικρός ιταλικά, ελληνικά, γαλλικά, ισπανοεβραϊκά και αργότερα αγγλικά, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και τη μητρική του γλώσσα. Εργάστηκε ως καθηγητής ιταλικών, διερμηνέας και μεταφραστής. Δίδαξε στη Σχολή Ιταλικής Γλώσσας «Ντάντε Αλιγκιέρι», στο Ιταλικό Ινστιτούτο και από το 1961 μέχρι το 1987 στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

Το δημιουργικό του ταλέντο αναπτύχθηκε σε τρεις βασικές κατευθύνσεις: τη ζωγραφική, τη γραφιστική και το γράψιμο (μετάφραση, τεχνοκριτική, ποίηση, πεζογραφία).




Ως ζωγράφος (με προτίμηση, τα πρώτα χρόνια, στα σχέδια και στις μονοτυπίες-κολλάζ, αργότερα στις μεικτές τεχνικές ― πάντα όμως με χαρακτηριστικούς συνδυασμούς που ξεκινούν από γεωμετρικά σχήματα, αλλά χωρίς να προκύπτουν από αυτά με τρόπο μηχανιστικό) πρωτοεμφανίστηκε το 1944, σε ομαδική έκθεση, μαζί με τους Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Νίκο Σαχίνη, Γιάννη Σβορώνο, Τάκη Ιατρού και Γ. Παπαδόπουλο. Το 1967 παρουσιάστηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στο Γερμανικό Ινστιτούτο «Γκαίτε». Ακολούθησαν πολλές συμμετοχές σε ομαδικές, κυρίως στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, της οποίας υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος. Το 1995 η Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης τον τίμησε με μεγάλη, αναδρομική έκθεση του εικαστικού και γραφιστικού του έργου.

Έχοντας την τύχη να συνεργαστεί νεότατος με τον επαγγελματία λιθογράφο και γραφίστα Γιάννη Σβορώνο, ασχολήθηκε με τη γραφιστική κυρίως από τη δεκαετία του ’50 και μετά· δημιούργησε ένα προσωπικό και αναγνωρίσιμο στυλ, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς γραφίστες και του απέφερε πλειάδα βραβείων και τιμητικών διακρίσεων (μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της Ελλάδας σε διεθνή διαγωνισμό αφίσας της Unesco, το 1962). Επιδόθηκε συστηματικά στην καλλιτεχνική επιμέλεια (εξώφυλλα, σελιδοποίηση, εσωτερική διακόσμηση) του περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) και των Εκδόσεων Διαγωνίου. Το γραφιστικό του έργο χαρακτηρίζεται από ποικιλία υλικών, τεχνικών και θεμάτων, καθώς και ―για μεγάλο χρονικό διάστημα― από τη στενή σχέση της εμφάνισης του εντύπου με το περιεχόμενό του.

Το μεταφραστικό του έργο είναι αξεχώριστα δεμένο με δύο από τα πιο σπουδαία μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης: τον Κοχλία (1946-1948), όπου δημοσίευσε πεζά, αρκετές μεταφράσεις και μερικά σχέδια, και τη Διαγώνιο, όπου παρουσίασε μεταφράσεις από Τσέχους και Ιταλούς ποιητές και πεζογράφους, καθώς και σειρά κριτικών σημειωμάτων για Θεσσαλονικείς εικαστικούς καλλιτέχνες.

Μέχρι πριν από μια δεκαετία, το λογοτεχνικό του έργο ήταν κατεξοχήν μεταφραστικό. “Γύρισε” στη γλώσσα μας, με μοναδικό τρόπο, από τα μεν τσέχικα, ποιήματα των Γ. Βολκρ, Γ. Σκάτσελ, Π. Μπέζρουτς, Γ. Γόρα, Ντ. Πέσεκ (μαζί με τη Μαρία Καραγιάννη), Γ. Σάιφρτ, πεζογράφημα του Ι. Όλμπραχτ, παραμύθια του Κ. Γ. Έρμπεν, θεατρικά του Φ. Σράμεκ και των αδελφών Τσάπεκ, και από τα ιταλικά, ποιήματα των Λεοπάρντι και Σ. Κουαζίμοντο, πεζά των Μαντσόνι, Τσελίνι, Κ. Αλβάρο, Ε. Πάτι, μονόπρακτο του Πιραντέλο, δοκίμια των Α. Καπιτίνι και Ε. Τσέκι κ.ά. Ακόμη, μετέφρασε Τζον Ντος Πάσος και Χ. Αρπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι ο πρώτος που μας γνώρισε την τσέχικη λογοτεχνία και συνέχισε να μας ενημερώνει συστηματικά για την εξέλιξή της.

Το κριτικό του έργο δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο, ωστόσο το χαρακτηρίζει η ίδια υπεθυνότητα και συνέπεια που διατρέχει και το υπόλοιπο δημιουργικό του έργο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε να δημοσιεύει σε λογοτεχνικά περιοδικά μικρά ποιήματα που συνδυάζουν το απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας με την ερωτική διάθεση (το 2005 συγκεντρώθηκαν στο τομίδιο Στίχοι έρωτα και αγάπης), καθώς και πολύ ενδιαφέροντα μικρά πεζογραφήματα (που είναι υπό έκδοση από οίκο της Αθήνας).*


Γιώργος Κορδομενίδης


------------------------------
* Κάρολος Τσίζεκ, Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις.
Επίμετρο: Αλέξης Ζήρας. Αθήνα, Κίχλη 2013, 221 σελ.


Ενδεικτική βιβλιογραφία

― Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ο ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Διαγωνίου 1976
― Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, «Κάρολος Τσίζεκ. Ο καλλιτέχνης των εντύπων», εφημ. Κυριακάτικη, 11.101.1987
― Έλενα Αβραμίδου, «Κάρολος Τσίζεκ: γιος τριών μητέρων», περ. Ένεκεν, 3, Νοέμβριος 1995
― Χρύσα Πολυμένη, «Κάρολος Τσίζεκ: Συνδυασμός φαντασίας, δημιουργικότητας, πρωτοτυπίας», εφημ. Θεσσαλονίκη, 13.5.1998
― Κάρολος Τσίζεκ, «Συνεχίζω να γράφω ερωτικά ποιήματα...». Συνέντευξη στη Γιώτα Μυρτσιώτη, Καθημερινή, 23.5.2004

Στο βίντεο, ο Κάρολος Τσίζεκ διαβάζει δύο ποιήματά του και μιλάει για τη μετάφραση, που υπήρξε από τις πιο βασικές του ενασχολήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: