[ Η φωτογραφία
είναι δώρο της Μένης Κυριάκογλου,
από τη θαυμάσια συλλογή της.
Ευχαριστώ και
πάλι, Μένη. ]
γράφει ο Κώστας Μαρίνος
Το δρομολόγιο ήταν το ίδιο κάθε
μέρα. Ξύπνημα νωρίς, μια φέτα ψωμί για πρωινό, οι τσάντες στο χέρι και με
επικεφαλής τη θεία, οι δυο κόρες της και τα ανήψια, η αδελφή μου και εγώ, έπαιρναν
τον δρόμο. Από την Ξηροκρήνη ώς την αρχή της Βενιζέλου με βήμα ταχύ, όχι βεβαίως
για άσκηση, αλλά για οικονομία, αφού η θεία μετρούσε και την ανάσα της. Ευτυχώς
δεν συνεχίζαμε την πεζοπορία αλλά μπαίναμε στο λεωφορείο, πάντα γεμάτο με
κόσμο, με προορισμό τη στάση «Απολυμαντήρια» στην Καλαμαριά.
Ταλαιπωρία; Ναι, σίγουρα, αλλά
κανείς στα δέκα με έντεκά του χρόνια δεν ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη, ενώ
ταυτόχρονα ζούσα το «πήγα διακοπές».
Δεν ήταν φράση που τη λέγαμε
συχνά εκείνα τα χρόνια, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και ειδικά στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Στις ακτές της
Κατερίνης κατέβαιναν μόνον οι πλούσιοι συμμαθητές, και τους άκουγα με ζήλεια
όταν επέστρεφαν να αφηγούνται τις περιπέτειές τους. Οι υπόλοιποι παίζαμε στους
δρόμους, βουτούσαμε ―όταν ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των μανάδων μας― σε
κάποιο από ρυάκια της γειτονιάς, μαλώναμε για τον μεσημεριανό ύπνο, διαβάζαμε
κλασικά εικονογραφημένα και Μικρό Ήρωα
και μια-δυο φορές την εβδομάδα πηγαίναμε στο θερινό σινεμά, πάντα βεβαίως με
τους γονείς.
Όμως τώρα και εγώ βρισκόμουν σε
διακοπές, με το λεωφορείο να φθάνει κάποτε στα «Απολυμαντήρια», εκεί όπου μετά
από μερικά χρόνια δημιουργήθηκε η πλαζ της Καλαμαριάς και το «Ρεμέτζο».
Κατεβαίναμε μια σκάλα
τσιμεντένια, και απλώναμε την κουβέρτα μας, πάντα στο ίδιο σημείο, κάτω από δυο
μίζερα δενδράκια, δίπλα ακριβώς στο κτίριο του Απολυμαντηρίου. Μετά από χρόνια
έμαθα την ιστορία του, που ήταν και κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας, αλλά
τότε αυτό που με ενδιέφερε ήταν να τρέξω στη θάλασσα.
Στεριανός εγώ, ήξερα μόνο τα
ρυάκια, με τη λάσπη στην κοίτη τους, όπου βυθίζονταν ηδονικά σχεδόν τα πόδια,
με γυρίνους να στριφογυρνούν ανάμεσά τους, αλλά και με βδέλες να παραμονεύουν.
Aλλά όταν αντίκρισα αυτή την απεραντοσύνη που είχα μπροστά μου, λαχταρούσα να
χαθώ μέσα της, πετούσα τα ρούχα και ήμουν έτοιμος.
Βέβαια, πρώτα έπρεπε να δώσει το
σύνθημα η θεία. Αυτή θα όριζε πότε θα βάλουμε το πόδι μας στο νερό, πόση ώρα θα
μείνουμε μέσα, εάν και πότε θα ξαναμπαίναμε στη θάλασσα. Γι’ αυτήν, αλλά και
για πολλές και πολλούς της γενιάς της, κάθε βουτιά στο νερό έπρεπε να
καταγράφεται, ώστε στο τέλος του καλοκαιριού να διαλαλούν με περηφάνια ότι
αυτοί έκαναν 20 «μπάνια» αλλά να αντιμετωπίζουν και όσους είχαν κάνει 30
«μπάνια»… Η τελετουργία του μπάνιου ολοκληρωνόταν με το σύνθημα «αρκετά, θα κρυώσετε»
και την υποχρεωτική έξοδο στην αμμουδιά, που συνοδευόταν με όσο το δυνατόν
ταχύτερη αλλαγή του μαγιό, το οποίο ειδικά οι μεγαλύτερες εξαδέλφες και η
αδελφή μου έπρεπε να κάνουν όσο πιο σύντομα ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, ειδάλλως…ήταν
τρομακτικό αυτό το ειδάλλως και τις
έπειθε ώστε να κρατήσει η μία την πετσέτα, προκάλυμμα για την άλλη, που από
πίσω βιαστικά άλλαζε το μαγιό…
Με στεγνό πια μαγιό ερχόταν η ώρα
του φαγητού. Για χρόνια θυμόμασταν, μακριά βεβαίως από τη θεία, το σετ του πικνίκ
που κουβαλούσε, και γελούσαμε. Ήταν μια σειρά από πιάτα αλουμινένια και
χιλιοκτυπημένα, στα οποία μοίραζε το φαγητό που έφερνε από το σπίτι, λέγοντας
πάντα «δείτε πώς μας κοιτάζουν, που τρώμε σε πιάτα..». Ήμουν σίγουρος πώς μας
κοιτούσαν με οίκτο αλλά δεν τολμούσα βεβαίως να το πω. Γελούσαμε με την αδελφή
μου και για το φαγητό, που συχνά ήταν κρύες τηγανητές σαρδέλες και μισή
ντομάτα, αλλά, και πάλι, ποιος ενδιαφέρεται για φαγητό σ’ εκείνη την ηλικία...
Μετά το φαγητό αποκλειόταν το
μπάνιο. Αποκλειόταν και κάθε βόλτα μακριά από το αυστηρό βλέμμα της θείας. Έβγαζα
από την τσάντα μου, τη Μάσκα που είχα
αγοράσει από το περίπτερο της Ξηροκρήνης και την ξεφύλλιζα. Είχα κάνει τον
πρώτο μου μεγάλο καυγά με ενήλικα, την πρώτη μου επανάσταση για να την αγοράσω,
με το χαρτζιλίκι που μου είχε δώσει η μάνα μου πριν πάρουμε το τρένο για τη
Θεσσαλονίκη, αφού τη διατροφή και τα υπόλοιπα τα είχε ρυθμίσει με την αδελφή
της, που μας φιλοξενούσε. Όμως άλλες ήταν οι προτεραιότητες της θείας. Είχε
θυμώσει όχι επειδή είχα αγοράσει το κακόφημο, εκείνη την εποχή, περιοδικό αλλά
επειδή είχα ξοδέψει τα χρήματα μου, ενώ θα έπρεπε να είχα αγοράσει κάτι πιο
χρήσιμο, όπως ένα παντελόνι…. «Είναι δικά μου τα λεφτά» της είχα πει, και
θυμάμαι ότι είχε σπάσει η φωνή μου από τον φόβο για την πιθανή τιμωρία που θα
ακολουθούσε την προ-εφηβική επανάσταση.
Μετά από έναν σύντομο ύπνο, η
θεία έδινε το σύνθημα για την επιστροφή. Ένιωθα ανακούφιση αλλά και δέος, αφού
τώρα θα έπρεπε, με όλη την κούραση της ημέρας, να ανεβούμε τις πολλές σκάλες,
να περπατήσουμε ώς τη στάση του λεωφορείου, να μαλώσουμε στην ουρά, να
σπρώξουμε και να μας σπρώξουν έως ότου μπούμε στο λεωφορείο. Από τη Βενιζέλου
παίρναμε, ευτυχώς, δεύτερο λεωφορείο για το σπίτι και δεν επιστρέφαμε με τα
πόδια, όπως το πρωί.
Ντους; Όχι... Ο εξοπλισμός του
σπιτιού έφθανε ώς το βαρέλι στην ταράτσα, με το νερό σχεδόν ζεστό από τον ήλιο,
να κατεβαίνει με ένα λάστιχο μέχρι το πίσω μπαλκόνι, ήταν όμως αρκετό για να
φύγει η φαγούρα από το αλάτι, και να μείνει ως άλλη μια ανάμνηση από εκείνο το
καλοκαίρι των πρώτων διακοπών…
Μετά από χρόνια επέστρεψα στο
ίδιο σημείο. Τα Απολυμαντήρια είχαν γίνει πλαζ, μακιγιαρισμένη, όπως έπρεπε για
μια Ελλάδα που ζούσε με την προσδοκία της ευδαιμονίας. Είχαν χαθεί πολλά από
όσα θυμόμουν, ενώ στις μνήμες τις πρώτες προστέθηκαν πολλές περισσότερες και σίγουρα
πιο ευχάριστες...
- [ Οι πίνακες είναι
έργα του Νεοζηλανδού Geoff Williams ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου