στο «Εντευκτήριο» της άνοιξης
και ψηφιακός δίσκος (cd) στον οποίο διαβάζει ποιήματά του
Τεύχος 84, Ιανουάριος-Μάρτιος 2009, 208 σελίδες, 12 ευρώ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ Τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, το περιοδικό «Εντευκτήριο» παρουσιάζει πολυσέλιδο αφιέρωμα στο έργο του με ανέκδοτα ποιήματά του, άγνωστο αρχειακό υλικό και άρθρα που καλύπτουν ευρύ θεματικό φάσμα.
Το αφιέρωμα ανοίγει με τέσσερα ποιήματα του Σαχτούρη χαρισμένα σε φίλους του: τον Στάθη Αρφάνη, τον Θάνο Κωνσταντινίδη, τον Γιώργο Στενό και τον Θέμη Λιβεριάδη. Ακολουθεί χρονολόγιο βίου και έργου του Μίλτου Σαχτούρη που συνέταξε ο Αργύρης Παλούκας. Αν και συνοπτικό, παρουσιάζει τη διαδρομή του ποιητή στη ζωή και την τέχνη: από τη γέννησή του, στις 29 Ιουλίου 1919, μέχρι τον θάνατό του, στις 29 Μαρτίου 2005, στον οίκο ευγηρίας «Βασιλάκειο».
Για την εκ μέρους της πρόσληψη της ποίησης του Σαχτούρη γράφει η Βερονίκη Δαλακούρα, που παρατηρεί μεταξύ άλλων: «Ο Σαχτούρης βίωσε τα γεγονότα σαν τον τυφλό που, ψαύοντας, φαντάζεται, κι αυτή η διαδικασία ερεθίζει ακόμη περισσότερο το φαντασιακό του. Φαίνεται σαν να μην επινόησε· το καθετί στην ποίησή του είναι πραγματικό όσο και παράλογο».
Προσωπική είναι και η προσέγγιση του Θέμη Λιβεριάδη, που συναιρεί όνειρα, πραγματικά περιστατικά και επιλεγμένους στίχους του Σαχτούρη.
Ο Αμερικανός Τζον Τέιλορ, ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής έργων πολλών Ελλήνων λογοτεχνών στα αγγλικά, γράφει για τις θεματολογικές εμμονές του ποιητή, επισημαίνοντας: «Πλημμυρισμένοι από βίαια σχήματα λόγου που συμπεριλαμβάνουν μαχαίρια, περίστροφα, απωλεσθείσα όραση και ακρωτηριασμένα άκρα (οι στίχοι “τώρα τα χέρια και τα πόδια μας/ κρέμονται στα δέντρα” αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα ενός συχνά εμφανιζόμενου θέματος ταπείνωσης και απελπισίας), οι στίχοι του Σαχτούρη μοιάζουν συχνά να ανταποκρίνονται ρεαλιστικά στους φόνους, τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη όψη του πολέμου».
Στο υπερρεαλιστικό περιεχόμενο του ποιητικού έργου του Σαχτούρη αναφέρεται ο Ανδρέας Παγουλάτος: «Υπερρεαλιστικής προέλευσης εικονοποιΐα, με εξπρεσιονιστικούς, όμως, ζωγραφικούς χρωματισμούς και τόνους, μια δραματική ένταση, με τραγικά ξεσπάσματα, καθώς και τη διαλογική θεατρικότητα του παραλόγου: ένας παράδοξος, πράγματι, συνδυαστικός χαρακτήρας που καταφέρνει και δίνει στην ποίησή του ο Σαχτούρης».
Ο ποιητής Αργύρης Παλούκας παρουσιάζει στο άρθρο του μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πτυχή του έργου του ποιητή των «Εκτοπλασμάτων»: με αφορμή τις σκοτεινές πεζογραφικές δοκιμές του Σαχτούρη (ήδη από το 1938), συσχετίζει το πρώτο ―άγνωστο― διήγημα του ποιητή με μοτίβα του κατοπινού έργου του.
Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου γράφει για την ποίηση και την ποιητική του “ώριμου” Σαχτούρη: «Χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί επακριβώς ένας θεματικός αναπροσανατολισμός του ή μια μεταστροφή του ποιητικού του ψυχισμού, ο Σαχτούρης της ώριμης ηλικίας μετατοπίζεται βαθμιαία από τον πανικό τον οποίο προκαλεί ο παραλογισμός του πολιτικο-ιστορικού ή του καθημερινού περιβάλλοντος, στον τρόμο τον οποίο συνεπιφέρει η εικασία ή η πρόβλεψη του ατομικού θανάτου».
Ο Βασίλης Αμανατίδης δημοσιεύει ένα «ποίημα σκηνικής χρήσης, με προοίμιο, θέσεις, άρσεις και φινάλε», που το αποτελούν 88 εικόνες – όλες απομονωμένοι, σκόρπιοι στίχοι ποιημάτων του Σαχτούρη από το σύνολο του έργου του (1945-1998), θραύσματα επανασυναρμολογημένα και μερικές φορές ελαφρώς παραλλαγμένα.
Στην προσωπική ανάγνωση επιμένει κι ο Θανάσης Τριαρίδης: «Στον Σαχτούρη η ποιητική τέχνη, έτσι όπως τη σκέφτηκαν ο Σολωμός και ο Καβάφης (μιλάω σκόπιμα για δυο ποιητές που ο ίδιος λέει πως τον σημάδεψαν), δεν υπάρχει· στη θέση της υπάρχει ποιητική ανάγκη. Ο Σαχτούρης όντως γράφει μια ποίηση που δεν ποιήθηκε ― και μακάρι να μην διαβαστεί αυτό ως λογοπαίγνιο. Τα ποιήματά του μοιάζουν να κόβονται με το μαχαίρι: από ένα καρβέλι, από ένα σώμα, από έναν ουρανό».
Σύντομο, όσο και περιεκτικό, το άρθρο του Λίνου Ιωαννίδη τιτλοφορείται «Αμετάβλητη γραφή»: «Ο Σαχτούρης που βρέθηκε στον χρόνο τ’ ουρανού, που κράτησε κι ένιωσε όσο κανένας την Απουσία, ο έκπτωτος που ήρθε με τη στιγμή χαμένη, ο λεπτός και φοβισμένος διαρκώς που αντίκρισε το Τρομερό, είναι ο Πλήρης. Κοντά του παρηγορείται ο Πόνος. Για όλα αυτά, θα παραμένει λυτρωμένος και δέσμιος, αθάνατος και χτυπημένος απ’ το πένθος, πιστός και απελπισμένος, υγιής και πάσχων. Αθέατος ο Μίλτος Σαχτούρης, φωτεινός και ασύλληπτος θα φεύγει συνεχώς και γι’ αυτό θα παραμένει ο πιο στερεωμένος».
Ο συλλέκτης Γιώργος Ζεβελάκης ανασύρει από το φημισμένο αρχείο του μια συνέντευξη του Σαχτούρη δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» στις 13.9.1963 (δοσμένη πιθανότατα στον Αλέξανδρο Κοτζιά), τεκμήρια της πνευματικής σχέσης του Σαχτούρη με τον Τάκη Σινόπουλου (τις αφιερώσεις των συλλογών του πρώτου προς τον δεύτερο και σύντομο χειρόγραφο κριτικό σημείωμα του Σινόπουλου, που παρατηρεί: «η ποίηση του Μ. Σ. μου δίνει την εντύπωση μιας δύσκολης λέξης στο στόμα ενός Τραυλού. Η δύσκολη λέξη είναι η σύγχρονη ποίηση και ο Μ.Σ. κάνει πιπί ποίηση. Πράγματα εξαρθρωμένα και γι’ αυτό η δυσκολία σπασμένη τού γίνεται ευκολία»), και μια κριτική του Τάσου Λειβαδίτη για τη συλλογή «Τα στίγματα», όπου μεταξύ άλλων σχολιάζει: «Ο Σαχτούρης δεν βασανίζεται ούτε απ’ το υπαρξιακό άγχος, ούτε από την αναζήτηση μιας μεταφυσικής εξόδου. Ανήκει σ’ ένα τρίτο είδος εκφυγής. Πρόκειται για τυπική περίπτωση καλλιεργημένης παραισθητικής, με αιτιολογικό την αυτοπροστασία. Θα μπορούσε ίσως να θυμηθεί κανείς τον Κάφκα, με την μέγιστη όμως διαφορά ότι στον Τσέχο συγγραφέα, αντίθετα με τον Έλληνα ποιητή, όλα τα σύμβολα, παρά τον εφιαλτικό χαρακτήρα τους, έχουν όχι μόνο κοινωνική καταγωγή αλλά και κοινωνικό στόχο».
Σκηνοθέτης δύο ταινιών με (και για) τον Μίλτο Σαχτούρη, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος παρουσιάζει την υποδοχή από την κριτική των πρώτων συλλογών του ποιητή, από τον λίβελο κατά του ελληνικού υπερρεαλισμού εκ μέρους του ψευδώνυμου Άρτζη Μπούρτζη [ο Ξανθόπουλος θεωρεί πως πρόκειται για τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Κώστα Παράσχο] μέχρι τα σχόλια του Αλέξανδρου Αργυρίου (1944), του Κώστα Κουλουφάκου (1956), της Νόρας Αναγνωστάκη (1960) και του Γιώργου Ιωάννου (1981).
Το αφιέρωμα συμπληρώνουν ποιήματα αφιερωμένα στον Σαχτούρη: των Γιώργου Στενού, Θανάση Μίχου και Δημήτρη Στενού, σημειώματα του Γιάννη Παλαμιώτη, του Πάνου Θεοδωρίδη και του Νίκου Γ. Ξυδάκη, καταγραφή της βασικής δισκογραφίας (από τον συλλέκτη Δημήτρη Μπαγέρη) και της φιλμογραφίας Σαχτούρη.
Στη σκιαγράφηση του πορτραίτου του Σαχτούρη πίσω από τα ποιήματά του βοηθά η αναδημοσίευση δύο ακόμη συνεντεύξεών του: η πρώτη στον Γιάννη Φλέσσα («Το Βήμα της Κυριακής», 14.12.1980) και η δεύτερη στον Γιώργο Πηλιχό («Τα Νέα», 21.5.1983).
Η εικονογράφηση του αφιερώματος προέρχεται από το αρχείο του Θάνου Κωνσταντινίδη και του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
Το τεύχος συνοδεύεται από cd (χορηγός της έκδοσής του η Ελένη Μ. Λαζαρίδου), στο οποίο ο Μίλτος Σαχτούρης διαβάζει ποιήματά του.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΟΙΗΣΗ Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύουν νέα ποιήματά τους η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ο Γιώργος Βέλτσος· πεζά τους οι: Ανδρέας Μήτσου, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Τάτσης Αποστολίδης, Δημήτρης Σωτάκης, Τάκης Γραμμένος και Κατερίνα Ζαρόκωστα.
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια της (ποιήτριας) Μαρίας Καραγιάννη, για το εικαστικό έργο της οποίας γράφει η Ευθ. Γεωργιάδου-Κούντερα.
Την ύλη του τεύχους ολοκληρώνουν οι τακτικές ενότητες:
ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ Ο Σάββας Πατσαλίδης γράφει για έναν από τους πιο σημαντικούς Άγγλους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, τον διαρκώς τολμηρό και αιρετικό Χάρολντ Πίντερ (1930-2008), ενώ προστίθεται ένα κείμενο του Πήτερ Μπράνα, σκηνοθέτη της σχετικά πρόσφατης, νέας κινηματογραφικής εκδοχής του «Slouth» σε σενάριο του Πίντερ· μικρά σημειώματα της Σύνταξης αφιερώνονται στους επίσης προσφάτως απόντες, Τάσο Δενέγρη (1934-9.2.2009), Νίκο Κάσδαγλη (1928-15.2.2009) και Χρήστο Παπουτσάκη (1934-8.3.2009).
ΒΙΒΛΙΟ / Κριτικές και παρουσιάσεις Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα της κριτικής βιβλίου. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Γιάννη Ατζακά, «Θολός βυθός»), Τιτίκα Δημητρούλια (Νίκου Αδάμ Βουδούρη, «Ο βυθός είναι δίπλα»), Μαρία Στασινοπούλου (Νικήτα Παρίση, «Τα κόκκινα στραγάλια»), Ελένη Αντωνιάδη (Τίτου Πατρίκιου, «Λυσιμελής πόθος»), Λίνα Πανταλέων (Σωτήρη Δημητρίου, «Σαν το λίγο το νερό»), Θωμάς Κοροβίνης (Γιώργου Χρονά, «Τα ποιήματα, 1973-2008»), Κατερίνα Δ. Σχοινά (Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου, «Το διαμαντένιο Άλφα»), Γιάννης Καρατζόγλου (Παυλίνας Νάσιουτζικ, «Τόση λίγη αλήθεια»), Κούλα Αδαλόγλου (Βασίλη Λαδά, «Μουσαφεράτ: Οι χίλιες και μια νύχτες ενός καταυλισμού προσφύγων»), Δημήτρης Κόκορης (Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, «Όροφος μείον ένα»), Φίλιππος Φιλίππου (Καρόλου Ντίκενς, «Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ»), Λάμπρος Σκουζάκης (Κάρλος Φουέντες, «Κονστάνσια και άλλες ιστορίες για παρθένους»), Τούλα Κόντου (Ίγκεμποργκ Μπάχμαν, «Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι εγώ»· Ελφρίντε Γέλινεκ, «Λαγνεία»), καθώς και ο Γιώργος Κορδομενίδης στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο».
ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ Ο Γιώργος Βέλτσος δημοσιεύει έναν «Απόλογο», κείμενο ομιλίας του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Megaron Plus», ενώ, στην επισκόπηση της παγκόσμιας λογοτεχνικής επικαιρότητας, η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας γράφουν για την αναζήτηση της χαμένης αφήγησης, με αναφορές στο έργο του Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν, του Πατρίκ Μοντιανό και της Γαλλίδας, σχεδόν άγνωστης στην Ελλάδα, ποιήτριας, δραματουργού και θεωρητικού της λογοτεχνίας Hélène Cixous. Ακόμη, η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ παρουσιάζει τις τολμηρές εκθέσεις που παρουσιάστηκαν στη Στοκχόλμη στο πλαίσιο του διεθνούς φεστιβάλ ομοφυλόφιλης περηφάνειας «Pride 2008», με έμφαση στην έκθεση που οργάνωσε το Πολεμικό Μουσείο (!) της σουηδικής πρωτεύουσας για την ομοφυλοφιλία στις ένοπλες δυνάμεις, με υλικό από τις υπάρχουσες μόνιμες συλλογές του.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ Τέλος, στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και παράγεται με τη χορηγική υποστήριξη της THINK BEAUTY, παρουσιάζεται το πορτφόλιο της Σοφίας Τολίκα «Περιπλάνηση». Γράφει ο Μανώλης Σκούφιας, σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη εργασία, ότι η Τολίκα, όπως και άλλοι “πλάνητες” φωτογράφοι, «“σκαλώνει” και αυτή σε σταθμούς και σε δρόμους, κλασικούς τόπους μεταφοράς. Γοητεύεται από τα ίχνη του εφήμερου καθώς ταξιδεύει. Διατηρεί μια εφηβική όρεξη για την περιπέτεια. Η διαφοροποίηση στην περιπλάνηση της Τολίκα έγκειται στη θηλυκή αύρα των φωτογραφιών της, μια ευπρόσδεκτη ανάπαυλα στη βαριά ανδροκρατούμενη εικονογραφία τής περιπλάνησης. Η συχνή παρουσία του υγρού στοιχείου στις εικόνες της υπενθυμίζει τη μεγάλη μάνα όλων μας. Η φωτογράφος τηρεί με συνέπεια την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ περιέργειας και σεβασμού για τον Άλλο. Προέχει όμως η συγκαταβατική ματιά στο φύλο της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου