26.7.16

Κόκκινα Kickers καλοκαιρινά [Ιστορίες καλοκαιριού VII]



γράφει η Άννα Κουστινούδη



Στη μνήμη του παιδικού μου φίλου Στέργιου που χάθηκε νωρίς


Παραδομένη εμμονικά ―με μια δόση μαζοχισμού― για άλλη μια φορά στη θερινή οικοτεχνία. Καθώς ανακατεύεις την κατακόκκινη ντομάτα του μπαξέ με ένα ματσάκι πράσινα αρωματικά στο κέντρο, αυτή αρχίζει να αφρίζει. Ο κατακόκκινος αφρός αναδύεται παχύς και άφθονος στην επιφάνεια, και πρέπει να τον αφαιρείς κάθε τόσο με την τρυπητή κουτάλα, για να συνεχιστεί απρόσκοπτα το βράσιμο της σάλτσας-ντομάτας αυτής καθαυτής, κι εντελώς καθαρής, που αποφλοιώθηκε ξεσποριάστηκε, ψιλοκόφτηκε, στραγγίστηκε, γκουρμέ να γίνει με αρώματα και γλύκα από κανέλες, γαρύφαλλα, μέλι και  μπαλσάμικο, να σου πουν το μπράβο, να λάβεις τα εύσημα.  Άρχισε ήδη να κοχλάζει δυνατά, σε πιτσιλάει σποραδικά, καίγεσαι στιγμιαία, μικρά κόκκινα σημάδια κοσμούν σύντομα τους βραχίονες, τα μπράτσα, το στέρνο, ενίοτε και το πρόσωπο. Όσο και να προσέξεις, δεν τα γλυτώνεις «αυτά τα κόκκινα σημάδια» εγκαύματα στο σώμα. Τα λένε και τραύματα, και σε παραπέμπουν σε άλλα του παρελθόντος, ήδη συσσωρευμένα.

40 Εκκλησιές,  Ιούλιος του 1972. Μόλις πριν από δύο μήνες είχε μετακομίσει η οικογένεια από το νοικιασμένο υπόγειο της οδού Γρηγορίου Αυξεντίου, δίπλα από την ταβέρνα του Βάγγου, στο καινούργιο, ισόγειο, αλλά ιδιόκτητο τώρα, διαμέρισμα (με τα γραμμάτια να τρέχουν) της οδού Νοταρά, εντελώς δίπλα στα πεύκα του Σέιχ Σου, τίγκα στην κάμπια εκείνο τον καιρό («γιατί πήγες στα πεύκα [Αννούλα], κάμπια ήσουνα;»). Εσένα σου είχαν δώσει το εικονοστάσι να μεταφέρεις· το κρατούσες από έναν γάντζο στο ένα χέρι και στο άλλο είχες την καντήλα, απαραίτητο εξάρτημα του πρώτου. Μια ανηφόρα δρόμος χώριζε τα δύο σπίτια ― τα λιγοστά έπιπλα και μία παγωνιέρα με τα χέρια κουβαλήθηκαν στο νέο σπιτικό, που όλο χαρά και καμάρι η μάνα συγύριζε και πάστρευε εμμονικά, όπως ανακατεύεις κι εσύ τα σαλτσικά σου σήμερα.

Έπιασες φιλίες με τον Στέργιο, το μοναδικό συνομήλικο παιδάκι στην καινούργια, τρόπον τινά, γειτονιά, που η οικογένειά του ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχαν στο σπίτι τους ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, τηλεόραση, βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία, κι άλλα τόσα σκόρπια εδώ κι εκεί, view master και πολλά άλλα περίεργα και ενδιαφέροντα αντικείμενα που εσύ δεν είχες ξαναδεί. «Πρόσεχε μη σε γυρίσουν και σένα και γίνεις Ιαχωβού», έλεγε η (μ)ά(ν)να, προσπαθώντας να σε αποτρέψει από την δυνητικά "επικίνδυνη" συναναστροφή, αλλά καμιά σημασία δεν έδινες. Στο σπίτι-μονοκατοικία του Στέργιου γίνονταν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Η μάνα του, η κυρά Πανωραία, έφτιανε περίεργα και νόστιμα φαγητά και γλυκίσματα που δεν τα είχες ξαναφάει κι όλο εκεί τριγύριζες για να μυρίζεις, να δοκιμάζεις, να παρατηρείς, να παίζεις με τα παιχνίδια του Στέργιου και για να βλέπεις την Αθανασούλα, τη μεγαλύτερη αδερφή του, να δοκιμάζει μπροστά στον καθρέφτη τα ωραία, όλο φινέτσα, ρούχα, παπούτσια και αρώματα που ψώνιζε από την Τσιμισκή. Κι όταν ζήτησες από τη μάνα να σου πάρει καλοκαιρινά πέδιλα Kickers (από τον «Μούγερ» της Τσιμισκή), εκείνη σε κοίταξε λοξά στην αρχή, αλλά μετά το 'ψαξε και το οικονόμησε το πράγμα, και σύντομα είχες ένα ολόδικό σου ζευγάρι κόκκινα Kickers καλοκαιρινά. Διπλή βάρδια στην οικοδομή ο πατέρας στην Ελλάδα του τότε σου, στην Ελλάδα της άναρχης (ανοικο)δόμησης και της πολυκατοικίας για τα Kickers της θυγατέρας και τα γραμμάτια του νεοαποκτηθέντος διαμερίσματος, αλλά τα πολυπόθητα πέδιλα, «σαν της Αθανασούλας», έγιναν δικά σου εκείνο το καλοκαίρι, λίγο μετά τη μετακόμιση, και δεν έβλεπες την ώρα να τα φορέσεις και να τα περπατήσεις.

Τότε αρρώστησες. Ιλαρά, είπε ο γιατρός ― δεν υπήρχε ακόμα το MMR και οι παιδικές αρρώστιες θέριζαν. Την πέρασες βαριά, με υψηλό πυρετό και κατακόκκινο εξάνθημα εκτεταμένο all over, μέχρι και μέσα στα μάτια. Το καινούργιο διαμέρισμα τέθηκε σε καραντίνα. Οι λάμπες της οροφής (δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για πολύφωτα) καλύφθηκαν με χρωματιστό χαρτί κατ’ εντολή του παιδίατρου και οι γειτόνισσες έφεραν στη μάνα να σου βάνει κάτω από το μαξιλάρι ένα κατακόκκινο καλούπι ζαχαρωτό που μύριζε τριαντάφυλλο ―κάντιο ζάχαρη τη λέγανε― για να την περάσεις «γλυκά» την αρρώστια. Τον Στέργιο, που ήταν ο φιλάσθενος μεν υγιής δε, της δυάδας, τον εξαφάνισε από προσώπου γης η Πανωραία από τον φόβο της μετάδοσης, και εσύ, ένα εικοσαήμερο και βάλε, κλεισμένη μέσα, να βλέπεις την κίνηση στη γειτονιά μέσα από τις κλειστές γρίλιες και να ακούς τα μεγαλύτερα παιδιά να παίζουν τζαμί και να τσιρίζουν ξένοιαστα και χαρούμενα μέσα στο καυτό καλοκαίρι. Τα Kickers σε απόλυτη απραξία σε κοίταζαν και τα κοίταζες, ολοκαίνουργια, αφόρετα, απερπάτητα καθ΄όλη τη διάρκεια της αρρώστιας και ήταν στην αρχή ένα αντικείμενο παρηγοριάς, που γρήγορα όμως έχασε τη γοητεία του. Πέρασε όλος ο Ιούλιος και ο μισός Αύγουστος πριν αναρρώσεις και γίνεις ακίνδυνη για τους γύρω σου. Όταν βγήκες, μετά από καιρό, στο μπαλκόνι ―ήταν νωρίς ακόμα, είπαν, για να βγεις στη γειτονιά―, ο κυρ-Βλάσης, ο γείτονας, ο άντρας της κυρα- Σταυρούλας, που είχε αργαλειό και έφτιανε χειροποίητα χαλιά, έβγαλε την γκαζιέρα και σου τηγάνισε κατμέρια (πολίτικες τηγανητές πίτες με κιμά) που σου άρεσαν, όμως εσύ το μόνο που ήθελες ήταν να πας στου Στέργιου να παίξετε, όπως και πριν.

Μοσχοβόλησε όλη η οδός Νοταρά. Βγήκε κι ο Στέργιος, γιατί του μύρισαν τα κατμέρια.  Ήρθε και στάθηκε κάτω απ’ το μπαλκόνι.  Κρατούσε στο χέρι ξυλάκι παγωτό φράουλα με κάτι κόκκινους φραουλόσπορους επάνω, που θύμιζαν το αχνό πλέον εξάνθημα της ιλαράς σου.  Τον άκουσες να λέει: «Άννα, EΒΓΑ: Τα πιο παγωτά». Φόρεσες τα αφόρετα κόκκινα Kickers και βγήκες τρεχάτη. Καθόλου δεν υποπτευόσουν πως το αμέσως επόμενο καλοκαίρι θα περνούσες (και) την οστρακιά.


Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. 
Δρ. λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικής του Α.Π.Θ., 
διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. 
Βιβλίο της: The Split Subject of Narration 
in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (2011)




Δεν υπάρχουν σχόλια: