Έργο του Διονύση Χριστοφιλογιάννη, εμπνευσμένο από το κείμενο
του Ivan Varbanov Αθανασόπουλου (Αύγουστος 2016)
γράφει ο Ivan Varbanov Αθανασόπουλος
Παρακολουθούν· δεν μιλούν πολύ, απλώς παρακολουθούν. Τι κι αν εσύ, με ένα γελάκι πονηρό, γνωρίζεις πως δεν ακούν καλά· θυμήσου πως πλέον δεν τους είναι απαραίτητη η ακοή για να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους.
Σιωπούν· δεν είναι θορυβώδεις, απλώς σιωπούν. Όχι, όχι από αδυναμία, ούτε από πλήξη, σιωπούν γιατί γνωρίζουν πως ακόμα αναπνέουν, πως ακόμα ζουν. Αυτοί δεν έχουν την ανάγκη να το επιβεβαιώσουν.
Δεν εκφράζονται. Θαρρούν πως σε θα κουράσουνε πολύ, πως πιο γρήγορα θα τους διώξεις από κοντά σου κι ας ξέρουν πως δεν βρίσκεσαι κοντά τους.
Ξεχνούν. Δεν θέλουν να θυμούνται τη σκληρότητα, δεν θέλουν πάρουν μαζί τους τέτοιες αναμνήσεις, ξεχνούν.
Είναι με σκυμμένο το κεφάλι. Δε θέλουν να κλάψουν στα άδεια τους δωμάτια. Φαντάζονται πως βρίσκονται ανάμεσα σε κόσμο, έχουν παρέα καλή, δεν είναι μόνοι· αρχίζουν να το πιστεύουν. Ξεκινούν οι παραισθήσεις, και να, τώρα, δεν είναι μόνοι, έχουν μια κάποια καλή παρέα.
«Ο γέρος τρελάθηκε ― η γριά σάλεψε.» Τα πρώτα βρονταχτά λόγια που ακούνε απ' τους αγαπημένους τους. Τι λόγια! Ο γέρος και η γριά παραμιλούν, θέλουν να αντέξουν τον πρώτο τους θάνατο όντας ακόμα ζωντανοί ― το τέλος που εσύ τους έχεις δώσει.
Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας δεν θα στερήσουν από κανέναν χρόνια, μη φοβάσαι από κανέναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου