Ένας άστεγος
με λερωμένη βερμούδα
κι άπλυτα
γένια λευκά
μου θυμίζει
κάθε πρωί πως είναι καλοκαίρι
Καθισμένος
στη στάση «Ιπποδρόμιο»
δεν περιμένει
κανένα λεωφορείο
ένα κομμάτι
ψωμί, τρώει την κόρα,
την ψίχα την
κρατά για τα αδέσποτα σκυλιά
γέρνει, κοιμάται
ανάμεσα στον
ουρανό της στάσης με τα λευκά σύννεφα
Επιστρέφουν
οι γείτονες θλιμμένοι απ' τις ακτές
φεύγουν οι
τελευταίοι αδειούχοι
ανοίγουν,
κλείνουν καταστήματα
φοιτητές
μετακομίζουν
κι αυτός εκεί,
σιωπηλός, ακίνητος, άστεγος Ζευς στη σιωπή
δίχως
κεραυνούς.
Δεν ενοχλεί
κανέναν και κανείς δεν ενοχλείται
είναι το
κοινωνικό μας ρολόι στο κέντρο της πόλης
Άλλοι
νοιάζονται, άλλοι προσπερνούν,
άλλοι
αποστρέφουν το βλέμμα
άλλοι
βοηθούν, άλλοι ξαγρυπνούν…
κι άλλοι
προετοιμάζονται για τον καιρό των κεραυνών.
Μετά νυχτώνει
κι η
υπενθύμισή μας χάνεται στη νύχτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου