6.8.16

Σταθμός 1



του Αργύρη Παλούκα

πηγή: Facebook


Περνούσα από έναν φαρδύ δρόμο της Νίκαιας και παρατήρησα για πρώτη φορά ένα μικρό προσφυγικό σπιτάκι βαμμένο ροζ. Μια τρώγλη που κρατιέται στη ζωή όπως κάτι οδγοντάχρονες παλαιάς κοπής που μπορείς να βρεις στο ντουλαπάκι του μπάνιου τους το νούμερο 5 της Κοκό Σανέλ. Τα κεραμίδια του σπιτιού έτοιμα να πέσουν, φορτωμένα με καμιά δεκαριά γάτες. Ξαφνικά οι γάτες αναστατώθηκαν κοιτώντας προς το μέρος μου. Γύρισα πίσω και είδα να πλησιάζει μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Ψηλή, καλοντυμένη, λίγο σαν παραδείσιο πουλί. Και λίγο μονοκόμματη σαν άντρας. Οι γάτες έτρεξαν και έπεσαν πάνω της. Μου θύμισε τον πατέρα μου. Όταν γυρνούσε από τη δουλειά οι γάτες τον μυρίζονταν προτού στρίψει στη γωνία. Κουβαλούσε πάντα δεύτερα ψάρια, που δεν πουλιούνται και δεν τρώγονται εύκολα. Κεφάλους, σπάρους, καλογριές. Χτυπημένα, αποκεφαλισμένα καθώς έβγαιναν από τα δίχτυα. Οι γάτες έπεφταν πάνω τους νιαουρίζοντας και ξεσήκωναν τη γειτονιά. Η γυναίκα προδόθηκε από τις γάτες. Γύρισε και με κοίταξε σαν να μου έλεγε ''ναι, εδώ μένω, σ' αυτό το ερείπιο''. Χώθηκε μαζί με τις γάτες που την ακολουθούσαν στη μικρή αυλή του ροζ προσφυγικού. Η αυλή ίσα που χωρούσε μια γλάστρα, φύτρωναν εκεί οι επιθυμίες της. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και άναψε το φως. Θα πρέπει να ακούμπησε ένα πιάτο στο τραπέζι με λίγο φαγητό. Θα θυμήθηκε τη μάνα της στην κουζίνα του ίδιου σπιτιού να μιλάει με τον πατέρα της για ψώνια, λογαριασμούς, την πρόοδο του παιδιού. Κι ύστερα τα πειράγματα, τις χειρονομίες και τα ερωτόλογα που αντάλλασαν.


Μια άλλη μέρα, περνώντας πάλι από αυτό το σπίτι είδα το παράθυρο ανοιχτό και φωτισμένο. Από μέσα ακουγόταν η Ρίτα Σακελλαρίου να τραγουδάει το ''Ιστορία μου, αμαρτία μου''. Στάθηκα για λίγο να χαζέψω. Όχι από κουτσομπολιό, αλλά επειδή γύρισα πίσω στα χρόνια. Ξαφνικά στο φωτισμένο παράθυρο εμφανίστηκε η γυναίκα που πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο για ώρα κάνοντας κάποιες δουλειές. Φορούσε μια μαύρη κομπινεζόν. Μόλις με είδε σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Τα δάχτυλά της έφταναν ως τις κλείδες. Ντράπηκε κι ήταν σαν να λέει ''Δεν είμαι αυτό που νομίζεις. Είχα κι εγώ κάποτε μια άλλη ζωή''. Για μια στιγμή είδα μπροστά μου τη μάνα μου και τη συστολή της όταν ήταν νέα. Που ακόμα και ντυμένη ντρεπόταν. Μα τούτη δω η γυναίκα που ζει στο μικρό ροζ ερείπιο έμοιαζε να πάει να κρύψει όχι το γυμνό της σώμα, αλλά το μέρος του σώματος όπου έχει φυλαγμένη όλη της την ιστορία, που ποιος την ξέρει, ποιος θα ήθελε να τη μάθει και ποιος θα τη σεβόταν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: