[1]
Στην αυλή της μάνας γίνονται σημεία και
τέρατα. Προχθές βρήκα ένα πτώμα. Απόψε άκουγα τα τέρατα να μάχονται όλη νύχτα. Σήμερα
το πρωί κείτονταν ένα απ’ αυτά σε μιαν άκρη δαγκωμένο με βγαλμένο το μάτι. Το
καλό ξωτικό της αυλής με προέτρεπε να τρέξω για βοήθεια. Το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης ωστόσο με έπεισε πως μερικές φορές πρέπει να αποδέχομαι τα
γεγονότα.
Στην αυλή της μάνας κυριαρχούν τα σαρκοβόρα. Κατασπαράζουν τη λεία τους, τεμαχίζουν πτηνά, διαμελίζουν ερπετά, κοιμούνται μετά χορτασμένα. Εδώ ερωτοτροπούν, γεννούν, βυζαίνουν. Εδώ αλληλοσπαράσσονται τα αρσενικά, ξεσκίζουν τα νεογνά, διεκδικούν τη μάνα τους, ζητούν να ζευγαρώσουν. Εδώ πυρώνει το τσιμέντο και λιάζονται οι σαύρες. Εδώ παρκάρει και ο γείτονας τη μηχανή του. Εδώ απεγνωσμένα αγωνίζονται μια τοματιά κι ένας βασιλικός να επιβιώσουν από τις τερατοειδείς τοξίνες.
Για δώρα η μάνα δέχεται πνιγμένα τρωκτικά. Μαθαίνω, ναι, πως και τα αποτρόπαια, δώρα είναι κι αυτά.
Στην αυλή της μάνας επικρατεί μητριαρχία, μονοπυρηνική υποθέτω. Ένα μαύρο αδύναμο μικρό το διώχνει η μάνα κι αφήνει μόνο τ’ άλλα δύο να έρθουν στον μαστό. «Από άλλη μάνα», μου εξηγεί το καλό ξωτικό. Κάτι πρέπει να μάθω εδώ, αλλά δεν ξέρω τι.
Στην αυλή της μάνας κυριαρχούν τα σαρκοβόρα. Κατασπαράζουν τη λεία τους, τεμαχίζουν πτηνά, διαμελίζουν ερπετά, κοιμούνται μετά χορτασμένα. Εδώ ερωτοτροπούν, γεννούν, βυζαίνουν. Εδώ αλληλοσπαράσσονται τα αρσενικά, ξεσκίζουν τα νεογνά, διεκδικούν τη μάνα τους, ζητούν να ζευγαρώσουν. Εδώ πυρώνει το τσιμέντο και λιάζονται οι σαύρες. Εδώ παρκάρει και ο γείτονας τη μηχανή του. Εδώ απεγνωσμένα αγωνίζονται μια τοματιά κι ένας βασιλικός να επιβιώσουν από τις τερατοειδείς τοξίνες.
Για δώρα η μάνα δέχεται πνιγμένα τρωκτικά. Μαθαίνω, ναι, πως και τα αποτρόπαια, δώρα είναι κι αυτά.
Στην αυλή της μάνας επικρατεί μητριαρχία, μονοπυρηνική υποθέτω. Ένα μαύρο αδύναμο μικρό το διώχνει η μάνα κι αφήνει μόνο τ’ άλλα δύο να έρθουν στον μαστό. «Από άλλη μάνα», μου εξηγεί το καλό ξωτικό. Κάτι πρέπει να μάθω εδώ, αλλά δεν ξέρω τι.
[2]
Στη μητέρα δεν ανήκαν ποτέ οι αυλές της.
Ήτανε, ούτως ειπείν, μισθώσεις ορισμένου μεν άγνωστου χρόνου δε. Μόνο που δεν
το ήξερα, πίστευα κάθε φορά στο στιγμιαίο ωσάν να ήταν βέβαιο κι οριστικό.
Έβλεπα στην αυλή της να ’ρχονται και να φεύγουν οι εποχές και νόμιζα πως θα ’ταν
πάντα έτσι, πως θα ‘μασταν πάντα εκεί. Έμαθα εν τω μεταξύ τις μυρωδιές από το
γιασεμί, το φούλι, πόσο χρυσό είναι το κόκκινο από τα άνθη της ροδιάς, και πόσα
μωβ υπάρχουνε στα αναρχικά λουλούδια της γιαγιάς· βγαίνανε μόνα τους κάθε
χρονιά, μα εκείνη τα ’βλεπε σαν να ήτανε φυτέματα δικά της.
Οι παλιές αυλές μας δεν είχανε λουλούδια ούτε γλάστρες. Είχανε θάλασσα, αρμύρα που έτσουζε τα μάτια και τα χείλη· είχαν εικόνες που τώρα έχουν γίνει όνειρα και μερικές φορές δακρύζουν ή πιο συχνά γλυκόπικρα μορφάζουν. Η πιο παλιά αυλή της μάνας τέλειωνε εκεί που άρχιζε η άμμος. Η θάλασσα έμπαινε τους χειμώνες στην αυλή, κι έμαθα να τη σέβομαι και να την αγαπώ. Αφουγκραζόμουνα τα παραμύθια της, τρομακτικά τα χειμωνιάτικα, μαυλιστικά τα καλοκαίρια, κι έστηνα τους δικούς μου κόσμους.
Δεν είχαμε ξανά θαλάσσια αυλή, όλες οι άλλες ήταν στεριανές.
Οι παλιές αυλές μας δεν είχανε λουλούδια ούτε γλάστρες. Είχανε θάλασσα, αρμύρα που έτσουζε τα μάτια και τα χείλη· είχαν εικόνες που τώρα έχουν γίνει όνειρα και μερικές φορές δακρύζουν ή πιο συχνά γλυκόπικρα μορφάζουν. Η πιο παλιά αυλή της μάνας τέλειωνε εκεί που άρχιζε η άμμος. Η θάλασσα έμπαινε τους χειμώνες στην αυλή, κι έμαθα να τη σέβομαι και να την αγαπώ. Αφουγκραζόμουνα τα παραμύθια της, τρομακτικά τα χειμωνιάτικα, μαυλιστικά τα καλοκαίρια, κι έστηνα τους δικούς μου κόσμους.
Δεν είχαμε ξανά θαλάσσια αυλή, όλες οι άλλες ήταν στεριανές.
[3]
Πρόσφατα η αυλή της μάνας μεταφέρθηκε σ’ άλλες
συντεταγμένες: στον Θ213, στην Κ3, στον γαλαξία ΓΝΡ. Η μητέρα, μόλις
διευκρίνισε στον εκπρόσωπο του υποχθόνιου πλανήτη πως δεν θα επισκεφτεί την
Περσεφόνη, εγκαθίδρυσε την αυλή της σε εξώστη του Θ213. Μαζί με το κινητό
σύστημα εισροής ζωογόνου υγρού στις φλέβες της και απορροής των άχρηστων
σωματικών υγρών, τρις ημερησίως, κατευθυνόταν τελετουργικά ― υποβασταζόμενη από
τα παρακλάδια της― στον εν λόγω εξώστη και επανατοξίνωνε τους πνεύμονές της με
την ισόβια δόση νικοτίνης.
Στον ΓΝΡ διαβιούνε άλλα πλάσματα. Νομίζω, είναι
δυο ξεχωριστές φυλές. Η μία φαίνεται να είναι μόνιμα εκεί εγκατεστημένη, στα
μπλε ή στα λευκά ντυμένη, η άλλη είναι νομαδική, πολύχρωμη και πολυχρονική. Από
περίεργα μεταλλικά κουτιά που ανεβοκατεβαίνουν ―ένα είδος μηχανής του χρόνου,
υποθέτω― εμφανίζονται ποικίλα πλάσματα κάθε φορά. Μ’ αρέσει να τα βλέπω, να
ακούω τις κουβέντες τους και να μαντεύω: από ποιον τόπο και εποχή έχουν έρθει,
τη μητριαρχική, την πατριαρχική ή μήπως τη δική μας την αλλοπρόσαλλη σημερινή;
Έρχονται από τα όρη ή τη θάλασσα; Σε ποιους θεούς πιστεύουν, σε τι ομνύουν; Σε
ποιο φύλο ανήκουν;
[συνεχίζεται]
[ πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου ]
* Καίτη Στεφανάκη (Ρέθυμνο 1951).
Ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας,
μεταφράστρια.
Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης στο Πανεπιστήμιο της
Χαϊδελβέργης, με διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή εικονογραφία. Επιμελήθηκε
εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών σε Γερμανία και Ελλάδα, καθώς και τις
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της γερμανικής συμμετοχής στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα
«Θεσσαλονίκη 1997». Δίδαξε τη γερμανική γλώσσα στο Ινστιτούτο Goethe
Θεσσαλονίκης [1989-2010]. Έχει μεταφράσει κυρίως καταλόγους εικαστικών εκθέσεων
και άρθρα περί διδακτικής ξένων γλωσσών.
Το 2015 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου το βιβλίο
της Όζα ροζ: Μικρά πεζά.
Διακρίθηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της ιστοσελίδας
Eyelands [Ιστορίες για την Ελλάδα, 2012: Ποιητικό Ημερολόγιο, 2013: Έρως και
κρίση, 2014].
Πήρε μέρος στη Λογοτεχνική Σκηνή 2014, στο πλαίσιο των
εκδηλώσεων του «Παρά θιν’ αλός» του Δήμου Καλαμαριάς, με υπεύθυνο τον Γιώργο
Κορδομενίδη.
Προσωπικό ιστολόγιο: http://aikstef1.blogspot.gr/
[ φωτο: Σάκης Καρακασίδης ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου