γράφει η Έφη Αντωνίου*
Κάθε φορά που ανεβαίνω στην Ακρόπολη γαληνεύω.
Καθώς ανεβαίνεις το μονοπάτι προς την Ακρόπολη,
αφήνεις τους θορύβους της πολύβουης πολιτείας, τους ανθρώπους που κινούνται σε
φρενώδεις ρυθμούς, κορναρίσματα, ήχους, φωνές, απελευθερώνεσαι από αυτόν τον
χώρο, μεταβαίνεις σε έναν άλλο, ήρεμο, γαλήνιο, με μια ενέργεια καταπραυντική.
Και το τοπίο, κοιτώντας το από ψηλά, απόκοσμο, όμορφο,
με κίτρινες, γκρι και αραιά και πού πράσινες πινελιές να διαγράφουν τη νέα
Αθήνα.
Ε, αυτήν την αίσθηση, είπα να τη μεταδώσω και στην
Άρτεμη. Να την ανεβάσω ψηλά στην Ακρόπολη, να δει την ιστορία των προγόνων της,
να θαυμάσει τον ναό της Αθηνάς και το φως του ήλιου ανάμεσα στις κολόνες.
Ήταν Ιούλιος, είχε αφόρητη ζέστη, και τα τζιτζίκια
τερέτιζαν ανάμεσα στα πεύκα.
Η μικρή ήταν χαρούμενη και ευδιάθετη, με όμορφο
φορεματάκι και γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά: «Ναι, και εγώ πάντα ήθελα να έρθω
στην Ακρόπολη, αλλά δε μας έφεραν ακόμη από το σχολείο».
Ανεβαίναμε και προπορευόταν ή χάζευε, πότε
σταματούσε να δει ένα μυρμηγκάκι, πότε να κάτσει σε ένα παγκάκι και να με
περιμένει, πότε να βλέπει τους τουρίστες. Μόλις φτάσαμε στην είσοδο, ήρθε δίπλα
μου, με έπιασε από το χέρι, έδωσε τα εισιτήρια στη φύλακα και αμέσως μετά, πάλι
με μια ανεκδιήγητη ευθυμία, μου ξέφυγε και άρχισε να ανεβαίνει προς την
Ακρόπολη. Φτάσαμε ψηλά στον ναό και άρχισα να της μιλάω για την ιστορία του, να
της δείχνω τις μετόπες, να της μιλάω για την ανάγλυφη ζωφόρο κάνοντας τη
ξενάγηση από την είσοδο του ναού, προς τα δεξιά, τη βόρειο πλευρά και προς τα
αριστερά.
Όλο αυτό το διάστημα, το παιδί γελούσε αλλά δεν
έλεγε τίποτα.
Ώσπου, καθώς στρίψαμε στη δυτική πλευρά, τη
σκιερή, το παιδί εντόπισε κάτι λακούβες γεμάτες με νεράκι από τη χτεσινή
νεροποντή. Η Άρτεμη έσκυψε στην αρχή και άρχισε να τις χαζεύει. Τόση μεγάλη
περιέργεια της προκάλεσαν! Και επιτόπου, ξεκίνησε ένα αυτοσχέδιο είδος
παιχνιδιού, κάτι σαν κουτσό, έτσι ώστε να μην πατήσει πάνω στις λακούβες και
άρχιζε να παίζει τουλάχιστον για δεκαπέντε λεπτά. Όταν, τέλος, κάτι πουλάκια
πλησίασαν για να ξεδιψάσουν στις λακούβες, σταμάτησε το παιχνίδι, τα άφησε, τα
είδε να πίνουν νερό και μετά αποφάσισε πως έπρεπε να φύγουμε.
Κατηφορίσαμε τον λόφο και η βόλτα μας τελείωσε με καφέ
και παγωτό σε μια από τις τουριστικές καφετέριες του Θησείου.
* [ H Έφη Αντωνίου παρακολούθησε ένα από τα σεμινάρια που έκανα ως συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, με αντικείμενο τη διόρθωση και την επιμέλεια κειμένων. Αν θυμάμαι σωστά, είναι φιλόλογος και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. ― Γιώργος Κορδομενίδης ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου