του Αργύρη Παλούκα
πηγή: Facebook
Στο μετρό. Μετρώ τα χέρια που πιάνουν τον στύλο στήριξης για τους όρθιους. Οι καθιστοί βυθίζονται σε μουσικές, σε όνειρα, βολεμένοι πάνω στο βρώμικο και φθαρμένο βελούδο των θέσεων. Τρίχες τυλιγμένες πηγαίνουν πέρα δώθε στο βαγόνι. Μάγια, ξόδια, μέρες που έπεσαν σαν τα δόντια ενός παιδιού. Ξανθές, μελαχρινές, βαμμένες. Γεροντικές και νεανικές. Φερμένες από άλλες ακρογυαλιές, ταξιδεμένες πάνω σε ένα δανεικό ρούχο, κολλημένες σε σκεπάσματα που αναστατώθηκαν για μια νύχτα.
Μετρώ λοιπόν τα χέρια των ορθίων πάνω στον στύλο. Πιάνονται, πλησιάζονται, ακροβατούν πάνω από τη δεξαμενή των εποθυμιών. Αθλητές πάνω στον βατήρα του πόθου. Σαν ζωύφια τα θέλω ανεβαίνουν από την καρδιά ώς τις άκρες των δαχτύλων. Μικρές εκρήξεις στον δείκτη, στον μέσο, στον παράμεσο. Ξαποσταίνουν για λίγο στο φάρδος του αντίχειρα. Αχ, και να σε ακουμπούσα λίγο. Όχι κανονικά, αλλά να πατούσε το μικρό μου δαχτυλάκι πάνω στο δέρμα σου, να αμόλαγα την επιθυμία εκείνης της στιγμής στις μικροσκοπικές αυλακώσεις, να σβήσουν κάπως για λίγη ώρα τα δαχτυλικά αποτυπώματα από την υπερχείλισή τους. Αντικρυστά στον στύλο, πλάτη με πλάτη, μια νεαρή καλόγρια κι από την άλλη ένας άντρας, επαγγελματίας μοντέλο, γύρω στα είκοσι πέντε. Εκείνη προσευχόταν κι ανοιγόκλειναν τα χείλη της. Εκείνος μιλούσε στο τηλέφωνο με το πρακτορείο. Κανένας από όσους είχαν βάλει τα χέρια τους στον στύλο δεν διαμαρτυρήθηκε ότι τον ακουμπούν. Καμιά υπόνοια για παραβίαση. Τους δύο νέους τούς ένωνε η ομορφιά. Η μια καταδικασμένη, η άλλη ξοδεμένη. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου