20.8.16

Στην αυλή της μάνας μου [4-6]

Σχέδιο: Δανάη Λαζαρίδου


γράφει η Καίτη Στεφανάκη


[4]

Τα πλάσματα που πρώτα έφερε η μηχανή του χρόνου ήταν αυτά που, μόλις σ’ αντικρίσουν, ρωτάνε καταιγιστικά:
«Ποιανού είσαι εσύ»,
εννοείται ποιανού άντρα ―πατέρα, σύζυγου, άντε και εραστή―, καθότι αυτός συντόμως εμφανίζεται στα πέριξ ως ξάδερφος, νονός, κουμπάρος ή και θείος. «Παντρεμένη είσαι ή χηράμενη, έχεις παιδιά, εγγόνια;»
Και προς επίρρωση των ερωτήσεων προσθέτουν:
«Γιατί ίντα είναι η γυναίκα δίχως άντρα, ίντα είναι η ζωή δίχως παιδιά κι εγγόνια;
Ma γιάντα δεν παντρεύτηκες, καημένη;» Εδώ είναι αυτονόητο πως είναι καημένη όποια δεν έχει άντρα· κάποιο κουσούρι θα έχει, δεν μπορεί…  Ή τάχατες πολλά γυρεύει; Διπλώματα, δουλειά και μεγαλεία; Να τα παραιτήσει ετούτα, αυτά είναι για τσι άντρες!
Από άλλον πλανήτη, υποτίθεται, εγώ, καταλαβαίνω ωστόσο τη δική τους γλώσσα· την ίδια ομιλούσε και η Φυσικός μας στο Θηλέων:
«Όσα πτυχία και να πάρετε, στον νεροχύτη θα καταλήξετε!» Να μας προστατέψει από τις ψευδαισθήσεις ήθελε αυτή, λέω τώρα, εμείς ωστόσο τη μισούσαμε, αφού τα λόγια της στα αυτιά μας βγάζαν κακία και χαρά μαζί.


[5]

«Τον Τσιτσεκλή τον Σταμάτη κατέχεις τονε; Με τη γυναίκα του την Κατινάρα; Ντούρος και πανδούρος ο Σταμάτης! Κι η Κατινάρα με τα κάλλη τση και τα κιλά τση!», ρωτά και προσθέτει εμφατικά ο κύριος Μανώλης Αγριμάκης «από το χωρίον Όρος πλησίον των Αρμένων», όπως διευκρινίζει ο ίδιος, μαυροντυμένος, αραιογένης, γύρω στα 80.
Η επίσης μαυροντυμένη, ερωτώμενη 45άρα, παίρνει προσωπικά τα κιλά της αναφερθείσας κυρίας Κατίνας και απαντά μελιστάλακτα:
 «Ε, εμάς, μας καλοπεριποιούνται οι άντρες μας, γι’ αυτό τα έχουμε τα κιλά μας! Σε εκείνους αρέσουμε και παχουλές!», λέει και λικνίζεται νωχελικά στον Θ213, μπροστά στην Κ1, όπου κείται η υπέργηρη και αφυδατωμένη μητέρα της. Όταν μένει ακίνητη, θυμίζει Αναγέννηση, Τζοκόντα, έτσι όπως έχει χτενισμένα τα μακριά, λιτά μαλλιά της και χαμογελά αινιγματικά, ωστόσο με εγχώριο νάζι.
Στη διπλανή κλίνη απλώνει τα δικά της κάλλη η στεατοπυγική κυρία Στέλλα, σύζυγος του ιδιαιτέρως επικοινωνιακού κυρίου Αγριμάκη.
«Έτσα είναι βέβαια, ετσά πρέπει και να ‘ναι! Εμένα η κερά μου πέντε κοπέλια μού ‘καμε, τρεις θυγατέρες και δυο γιους, πώς να μην ντη προσέχω!», λέει ο κύριος Αγριμάκης αργά προφέροντας τις συλλαβές και στρέφεται προς την κερά του, γύρω στα 75, άνω των 120 κιλών, ρωτώντας τρυφερά: «Θες να σου φέρω πράμα από το σούπερ; Κρουσανάκια, που τα αγαπάς;» Γυρίζει προς το μέρος μου και επεξηγεί: «Τση αρέσουνε, το φαΐ επαέ είναι άνοστο». Έχει μια ξύλινη, βαριά φωνή που γίνεται βελούδινη, όταν απευθύνεται στην κερά του. Την περιποιείται συνεχώς, γεμάτος έγνοια αφουγκράζεται τα άναρθρα λόγια της που μόνο ο ίδιος αποκωδικοποιεί, ακυρώνοντας κάθε προσπάθειά μου να κατατάξω συμπεριφορές σε συμβατικές ιστορικές περιόδους.
Είχανε καταφτάσει την προηγούμενη νύχτα με τόσο θόρυβο που νόμιζα πως μάλωναν οι θεοί στην Ίδη. Ειδικά, όταν η τεράστια γυναίκα παραχώρησε το κρεβάτι της στον μαυροντυμένο συνοδό της κι η ίδια με βογγητά αποκοιμήθηκε στην καρέκλα, ήμουνα βέβαιη πως ζούσα τη στιγμή που οι πατριαρχικοί θεοί είχαν επικρατήσει της μητριαρχίας. Στο φως του ήλιου, ωστόσο, παραδέχτηκα πως έκανα λάθος· κάθε στιγμή διαπίστωνα τον σεβασμό του νέου καθεστώτος για το παλιό.


[6]

Πλήθος ξεβράστηκε από τη μηχανή του χρόνου σήμερα. Στα μαύρα όλοι, πένθιμα και γιορτινά μαζί. Ώρες κυρίευσαν όλο τον χώρο στα επείγοντα, ώσπου ο εικοσάχρονος εξέπνευσε. Επέστρεφε από γλέντι ξημερώματα, πλήρης εγχώριου κι αλλοδαπού οινοπνεύματος, προσέκρουσε σε δύο άλλα οχήματα στο αντίθετο ρεύμα. Συνολικά πέντε νεκροί. Φίλοι και συγγενείς απ’ τη γιορτή κυλήσανε στον θρήνο. Τα μαύρα ρούχα, που είχαν φορέσει αποβραδίς, ταίριαξαν και στις δύο περιπτώσεις, μόνο κάνα-δυο στρας παράταιρα γυαλίζουν.
Το γλέντι εδώ φλερτάρει πάντα με τον θάνατο, ημέτερο κι αλλούτερο. Στον γαλαξία αυτόν ακόμα κι η χαρά στοιχηματίζει ακραία. Αρχέγονες και νεωτερικές συνάψεις δόμησαν τον εγκέφαλο πέραν της λογικής, τελετουργίες ενηλικίωσης 'χάσαν το νόημα τους: Είναι ανδρεία να παραβγαίνεις σε ταχύτητα τον Χάρο. Είναι παλικαριά εδώ να οδηγείς πιωμένος, είναι ανδρισμός να κάνεις «σούζες», για ζώνη, κράνος ούτε λόγος, και η συνεπιβάτιδα, αν δεν προλάβει να σφιχτεί στο αρσενικό κορμί σου, να πέφτει ανάσκελα στην άσφαλτο, να σκάει το κρανίο ωσάν καρπούζι· νεορεαλισμός, νεοελληνισμός, σκασμένα καρπούζια στην άσφαλτο, είτε από σούζες, είτε από Ντάτσουν στη γιορτή των Ολυμπιακών του Παπαϊωάννου ή σε εγκατάσταση του Τσόκλη ή όποιου άλλου. Η χώρα μου ένα Ντάτσουν με καρπούζια. Κι ο θάνατος να φορά εναλλάξ τα προσωπεία του έρωτα, της έκστασης, του πόνου, της χαράς. Και οι μανάδες να θρηνούνε στωικά. Στην κεφαλή μου μέσα χιλιάδες μυρμήγκια χορεύουν τρελά.  Χρειάζομαι καινούριο γαλαξία.

[συνεχίζεται]

πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου ]


* Καίτη Στεφανάκη (Ρέθυμνο 1951).
Ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια της γερμανικής γλώσσας, μεταφράστρια. Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή εικονογραφία. Επιμελήθηκε εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών σε Γερμανία και Ελλάδα, καθώς και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της γερμανικής συμμετοχής στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα «Θεσσαλονίκη 1997». Δίδαξε τη γερμανική γλώσσα στο Ινστιτούτο Goethe Θεσσαλονίκης [1989-2010]. Έχει μεταφράσει κυρίως καταλόγους εικαστικών εκθέσεων και άρθρα περί διδακτικής ξένων γλωσσών.
Το 2015 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου το βιβλίο της Όζα ροζ: Μικρά πεζά.
 Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Εντευκτήριο και Θεσσαλονικέων Πόλις, καθώς και στο διαδίκτυο: www.eyelands.gr, http://entefktirio.blogspot.com, http://ppirinas.blogspot.gr, http://yannisvaitsaras.blogspot.gr
Διακρίθηκε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς της ιστοσελίδας Eyelands [Ιστορίες για την Ελλάδα, 2012: Ποιητικό Ημερολόγιο, 2013: Έρως και κρίση, 2014].
Πήρε μέρος στη Λογοτεχνική Σκηνή 2014, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Παρά θιν’ αλός» του Δήμου Καλαμαριάς, με υπεύθυνο τον Γιώργο Κορδομενίδη.
Προσωπικό ιστολόγιο: http://aikstef1.blogspot.gr/

[ φωτο: Σάκης Καρακασίδης ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: