28.8.16

«Με τη γύμνια της επιθυμίας και του θανάτου»



γράφει η Μαρία Στασινοπούλου

(προδημοσίευση από το περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 110, Σεπτ. 2016)

Χρήστος Χρηστίδης. Αναποδογεννημένος: Αφήγημα. Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2016, 90 σ.

«“Σήκω, Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασσό, στην Καππαδοκία.”
 “Τι λες, πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο.”
 “Πάει η μνήμη” σού λέει με σφραγισμένα χείλη.
 Έξι χρόνια μακαρίτης – στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός.»

Εβδομήντα οκτώ μονοσέλιδα αφηγήματα, από τέσσερις αράδες τα μικρότερα μέχρι μία πλήρης σελίδα τα μεγαλύτερα, συγκροτούν το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο του εξηντάχρονου Χρήστου Χρηστίδη. Σε δευτεροπρόσωπη εις εαυτόν αφήγηση, ο ηλικιωμένος κ. Νικηφόρος, που μένει σε οίκο ευγηρίας, υπομένει, περιμένει κάποια στιγμή τον θάνατο και αναπολεί τα περασμένα ή ταράζεται από αυτά. Το μακρινό χθες και το κοντινό τώρα· η μνήμη ισχυρή ή ασθενής και η ζεστή καθημερινότητα. Η γεροντική υπερμνησία που θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα παλιά και η γερασμένη πραγματικότητα που σε προσγειώνει. Οι ξέφρενες φαντασιώσεις του παιδιού παράλληλα προς την απέλπιδα αίσθηση του ηλικιωμένου. Μνήμη που ανθίζει και μνήμη που συρρικνώνεται· μνήμη που γεννά χαμόγελα ή στυφές γεύσεις. Μία αρθρωτή, μυθοπλαστικά δουλεμένη, βιογραφία για τη ζωή των παιδιών που πέρασαν εφηβεία στη δεκαετία του εξήντα.
Θέμα του κεντρικό, η κλιμακωτή συνειδητοποίηση των γηρατειών με παλιμπαιδισμούς και ξεμωράματα. Άλλοτε σαν όνειρο και άλλοτε σαν ενσυναίσθητη ανάμνηση. Γέροι ετοιμοθάνατοι που αρνούνται να φάνε και, την ώρα του δικού τους αγγελοκρούσματος, κουβαλάνε τους πεθαμένους στο δωμάτιο. Ενδιαφέρουσα ενδοσκόπηση της ηλικίας που ο άνθρωπος «γίνεται πατέρας του πατέρα του», αλλά το ίδιο ενδιαφέρουσες και οι ψυχαναλυτικού τύπου βυθοσκοπήσεις στην παιδική ηλικία.
 Πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, ο πατέρας, η μητέρα και ο παιδικός φίλος Αναστάσης που «τον φωνάζουνε Βάτραχο στο σχολείο, για τις φαρδιές διχάλες στα δάχτυλα των ποδιών του». Ύμνος στη φιλία οι σελίδες οι αναφερόμενες στον Αναστάση, ισόβια νεκρό πια φίλο.
Η γραφή του Χρηστίδη, οπτική και απτική συγχρόνως, ξέρει να σταματά όπου χρειάζεται και να φωτίζει με αδρές πινελιές τα πλάνα. Μια ιδιαίτερη εμμονή στα πόδια και δη τα γυναικεία. Οι μεταξωτές κάλτσες με ραφή μετεξελίσσονται σε νάιλον καλσόν. Φετίχ τα παπούτσια, αναφέρονται στα περισσότερα κείμενα. Σανδάλια, πέδιλα, γόβες, σκαρπίνια, συλλειτουργούν με μηρούς, γάμπες, αστραγάλους, πατούσες. «Φετιχιστής επιτηδευματίας», εξάλλου, αυτοχαρακτηρίζεται ο ίδιος, όταν, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, καταχωρίστηκε ως έμπορος γυναικείων υποδημάτων.
Μία άλλη ιδιαιτερότητα, παιδιόθεν, είναι η έλξη-άπωση με τα ζώα, και δη τα έντομα, που διακρίνει τη συμπεριφορά του Νικηφόρου.
Γραμμένα «με τη γύμνια της επιθυμίας και του θανάτου», τα κείμενα του Χρήστου Χρηστίδη οδηγούνται λυτρωτικά στο τέλος του ήρωά τους. Πόσο ωραία επέρχεται αυτό το τέλος στο καταληκτικό αφήγημα: «Χτες πέθανα κι εγώ. Συνάντησα τον πατέρα και τη μητέρα μαζί. Είχαν γίνει ένα. Μπήκα μέσα στη μητέρα, να μην πιάνουμε πολύ χώρο, αφού οι άνθρωποι ήταν πολλοί και όλα είχαν ειπωθεί.
Είναι όμορφα εδώ, ο κόσμος άνω κάτω και― ».     
        





Δεν υπάρχουν σχόλια: