πηγή: http://www.poiein.gr
Έλεγα λοιπόν στον Σεφέρη όταν γνωριστήκαμε, ότι ήταν γραφτό να βρεθώ πολύ κοντά του από την παιδική μου ηλικία. «Πόσο κοντά;» απόρησε. «Όσο απείχε η βεράντα του Κατσίμπαλη από την κούνια του Γεράσιμου» του είπα γελώντας.
Ήταν σαν να βρεθήκαμε έπειτα από τόσα χρόνια κοντοχωριανοί!
Το σπίτι πουλήθηκε στην Κατοχή σε έναν μαυραγορίτη. Άραγε η μπουλντόζα που πέρασε από πάνω μας κατάπιε και τη μαρμαρένια πλάκα;
Ο πόλεμος και η Κατοχή. Τα σκληρά ζωντανά χρόνια. Φως και παρηγοριά τα βιβλία και τα εφηβικά μας όνειρα. Από την πολλή αποστήθιση σκεφτόμασταν με στίχους. Αλησμόνητες σχεδόν μουσικές συγκινήσεις από τα διαβάσματα. Τα βαθιά νοήματα μπορούσαν να περιμένουν. Τι ζεστά που ήταν τότε τα βιβλία! Από τότε αγάπησα τον Σεφέρη οριστικά.
Αυτά όλα τα έγραψα πολύ πιο καλά πριν σαράντα χρόνια. (Μας βγάζει ο χρόνος τη γλώσσα του ή μου φαίνεται;) στο αφιέρωμα για τον Σεφέρη. Με παίρνει, μια Δευτέρα, ο Σαββίδης τηλέφωνο και με ρωτάει γιατί δεν του έστειλα ακόμη το κείμενό μου. Του λέω γιατί δεν το έγραψα ακόμη· μου λέει: «Κόψε το λαιμό σου, το θέλω ως το Σάββατο». Με το μαχαίρι στον λαιμό, το γράφω σε τρεις μέρες και το στέλνω. Πιστεύω ότι το ετοίμαζα μια ζωή αυτό το κείμενο για τον Σεφέρη του το χρωστούσα, γι’ αυτό βγήκε τόσο αβίαστα, σε χρόνο ρεκόρ για μένα.
Αρχές του ‘62 μου στέλνει ο Σεφέρης τις Δοκιμές του, στις εκδόσεις Φέξη, με αφιέρωση. Ευγενική ανταπόδοση ήταν, όμως εγώ συγκινήθηκα πολύ γιατί για μένα οι Δοκιμές ήταν σχολείο και πανεπιστήμιο μαζί.
Ο Σεφέρης ήταν ενσυνειδήτως διδακτικός. Μετά τον Παλαμά, ο τελευταίος διδάσκαλος του γένους. Δεν θα υπάρξει άλλος. Μας τελείωσε το είδος. Δίδαξε τα στοιχειώδη και τα σπουδαία με σπάνια εντιμότητα: χωρίς απλουστεύσεις και εκλαϊκεύσεις. Με οξύνοια και απόλυτη ακρίβεια διατύπωσε και τα πλέον δύσκολα με απλή ρέουσα γλώσσα, χωρίς ίχνος φραστικής εκζήτησης ή νοηματικής υπερβολής, σχεδόν ταπεινά, χωρίς πνευματική πόζα ή αλαζονεία. Ο λόγος του είχε τη θερμότητα και τη φυσικότητα της προφορικής ομιλίας, χωρίς να αισθηματολογεί ή να ασημαντολογεί. Υπηρέτησε, όσο ελάχιστοι, το ουσιώδες. Δεν υπάρχουν σκουπίδια στη γλώσσα του. Ήξερε καλά τις θεωρίες αλλά δεν ζούσε γι’ αυτές· απλώς τις χρησιμοποιούσε, όταν χρειαζόταν. Δεν ήταν ανιαρά αφηρημένος. Το συγκεκριμένο ήταν ο στόχος του και είχε πάντα κάτι να πει. Δεν μιλούσε για να μιλάει. Ακόμη και για τα πιο πνευματικά θέματα νόμιζες πως είχε μιαν αμεσότητα σωματικής επαφής σαν να εισέπραττε το καθετί με ολόκληρη τη σωματική του υπόσταση και όχι μόνο με το πνεύμα του. Η παιδεία του ήταν μεγάλη αλλά δεν υπήρξε δούλος της πολυμάθειας. Από τη συσσώρευση των γνώσεων προτιμούσε τη σωστή τους χρήση. Μιλώ φυσικά για τη μέθοδο και το ήθος της γραφής του και όχι για όσα μας δίδαξε. Αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, όχι αυτής της στιγμής.
Πάντως και σαν άνθρωπος έμοιαζε πολύ στα γραφτά του. Στις συζητήσεις του με τον Έλιοτ ισοπαλία.
Έρχεται στη Θεσσαλονίκη το ‘62, στο τελευταίο μάθημα που έκανε γι’ αυτόν ο Σαββίδης. Τον βλέπω για πρώτη φορά. Το σώμα του έδινε πιο πολύ την εντύπωση του βάρους και όχι του πάχους. Βαρύ σώμα, βαρύ κεφάλι, σοβαρά βυζαντινά μάτια, πολύ μελαχρινός. Μιλούσε αργόσυρτα με κάποιους μελωδικούς τόνους στη φωνή. Μειλίχιος και ευγενικός στους τρόπους. Η ομορφιά της Μαρώς εξέπεμπε ακόμη κύματα σαγήνης. Γαλανά τα μάτια και η ξανθή κοτσίδα των μαλλιών της στεφάνωνε σαν διάδημα το κεφάλι της. Έχω τρακ. Ο Σαββίδης με λυπάται και μου λέει γελώντας: «Μη φοβάσαι, απόψε σκίζεις!». Ο Σεφέρης μου λέει ότι βρήκε ενδιαφέρον το γράμμα μου και εγώ λέω σεμνά: «Ήταν ειλικρινές». Διαμαρτύρεται: «Για ότι είναι γραμμένο καλύτερα να αφήνουμε κατά μέρος την ειλικρίνεια». (Φυσικά, σκέφτομαι, αλλού οφείλεται η εμβέλεια των γραφομένων μας. Έχει δίκιο.)
Μετά το μάθημα του Σαββίδη λέει και ο Σεφέρης λίγα λόγια και τελειώνει με ένα: «Ο Θεός μαζί σας» που με προβληματίζει. Δεν τον είχα για θεοσεβούμενο. Πίστευα ότι ήταν ειδωλολάτρης και παγανιστής. Τώρα, ψάχνοντας λιγάκι βρίσκω και άλλες επικλήσεις στον Θεό. Το χειρόγραφο Σεπ. ‘41 τελειώνει με τη φράση: «Ο Θεός να βοηθήσει». Η δήλωση εναντίον της χούντας κλείνει με τη φράση «Παρακαλώ τον Θεό…». Η αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου πιστεύει πως «η πίστη στην παρουσία του Θεού ήταν ζωντανή γι’ αυτόν σ’ όλη του τη ζωή». Και παραθέτει ένα ποίημα του Σεφέρη για την Παναγία που της έστειλε από το Παρίσι το 1920. Ίσως λοιπόν να μην ήταν συμβατικές αυτές οι επικλήσεις όπως όλοι τις χρησιμοποιούμε αυθόρμητα σε κάποιες δύσκολες ώρες. Χρειάζεται έρευνα. Κάποτε πέρασε από το μυαλό μου ότι ο Σεφέρης διακατεχόταν από την ιδέα μιας ιερής αποστολής απέναντι στον ελληνισμό και στις αξίες του. Και αν όντως ήταν τόσο αποστολικός, μήπως αυτό οφειλόταν σε αυτή τη βαθιά κρυμμένη χριστιανική του φλέβα;
Το επόμενο μεσημέρι Σεφέρηδες, Σαββίδηδες και εμείς στη «Νεράιδα του γιαλού». Ο Σαββίδης παραγγέλνει συνέχεια και τρώμε ό,τι εκλεκτό παράγει ο Θερμαϊκός και η μαγειρική τέχνη της Σαλονίκης. Η ατμόσφαιρα οικεία. Μας επαινεί το περιοδικό μας, την «Κριτική», πρώτον, γιατί ήταν ανοιχτό στις αξίες καταργώντας τις κομματικές ταυτότητες και, δεύτερον, για την παρακολούθηση των εκτός Ελλάδος, σύγχρονων πνευματικών ρευμάτων. Μας ψιλορωτάει για πολλά και έχω την εντύπωση πως κρυφά μας βαθμολογεί. Φεύγοντας τον ρωτώ τι θα κάνει τώρα που τελείωσαν οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις και γύρισε στην πατρίδα. Μου απαντάει σκυθρωπός: «Μετρώ τις μέρες».
Το σπίτι του στην οδό Άγρας πίσω από το Στάδιο, απλό «σα νησιώτικο» όπως έλεγε ο ίδιος, με μια γοργόνα σε δικό του σχέδιο στο υπέρθυρο της εισόδου. Χώροι χωρίς πολυτέλεια, τα στοιχειώδη έπιπλα και παντού στους τοίχους βιβλία. Το σαλόνι και το γραφείο βγάζουν σε μιαν αυλίτσα με λίγα καχεκτικά φυτά στις παρυφές της και ένα μεγάλο χαμηλό τραπέζι στο κέντρο της γεμάτο κοχύλια και μια γλάστρα φουντωμένο βασιλικό στη μέση. Μικρή συντροφιά. Κάθομαι δίπλα του και με ρωτάει τι δυσκολίες έχω όταν γράφω. Του λέω πως μόνιμη δυσκολία μου είναι η γλωσσική διατύπωση. Πώς θα βρω τις κατάλληλες λέξεις που θα αποδώσουν με ακρίβεια τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. «Αυτή είναι η ουσία της γραφής» μου απαντά. «Οι λέξεις είναι τα εργαλεία της. Φτάνει να έχεις κάτι να πεις. Δεν βλέπεις πόσο εύκολα γράφουν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτα;».
Πιστεύω πως τα ημερολόγιά του ήταν περισσότερο μια καθημερινή άσκηση γραφής παρά ανάγκη καταγραφής συμβάντων και σκέψεων.
Παίρνει το Νομπέλ. Του γράφω ένα γράμμα και τον παρακαλώ να μην ξεχνά τα γραπτά του Αρτεμιδώρου. Μου στέλνει μια κάρτα από τη Στοκχόλμη και μου απαντά ότι δεν τα ξεχνάει.
Γυρίζουν και πάω να τους δω. Μου δείχνουν το μετάλλιο του Νομπέλ ολόχρυσο και μεγάλο σαν πιατάκι του καφέ και πολλές φωτογραφίες. Μιλούν και οι δυο μαζί για τη θερμή υποδοχή των Σουηδών, για την παιδική χορωδία που τους είπε «καλημέρα» το πρωί της απονομής, για τη συγκινητική μεγαλοπρέπεια της τελετής, αλλά και για την πρωτοφανή αγνόηση της βράβευσης από το ελληνικό κράτος. Κανείς στο σπίτι, στην απονομή του βραβείου, στο αεροδρόμιο. «Μα καλά δεν κατάλαβαν καθόλου ότι στο πρόσωπό μου βραβευόταν η Ελλάδα;» αναρωτιέται. (Τι να πω, ότι εκτός από αδαείς περί την τέχνην είναι και κόπανοι ως πολιτικοί;) Σκέψου ότι ακούστηκε και αυτό: «Ότι οι Σουηδοί μου έδωσαν το Νομπέλ επειδή πούλησα την Κύπρο στους Εγγλέζους!». Πρώτη φορά τον βλέπω να μιλάει τόσο ζωηρά με πικρία, απορία, αγανάκτηση και αηδία.
Έτσι ο λόγος του Χέντερλιν «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό;» βρήκε επιτέλους το αληθινό του νόημα: Δεν χρειάζονται.
Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω.«Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά» του λέω, «ξέρετε γιατί». Ήξερε.
Μετά την έκδοση των 18 κειμένων στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: «Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα». Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: «Let the enemies entertain us!».
Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: «Αθάνατος» και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: «Αθάνατος». Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.
Λίγο καιρό μετά έρχεται η Μαρώ ένα βραδάκι στο μαγαζί με το τουρμπάνι στο κεφάλι. «Ήρθα να σας φέρω κάτι πράγματα για να μας θυμάστε» μου λέει. «Αυτή την πίπα του Γιώργου για τον Μανόλη και αυτό το κολιέ από κοράλλι για σένα. Το είδα σε μια βιτρίνα στο Λονδίνο και μου άρεσε τόσο που ο Γιώργος μπήκε μέσα και μου το αγόρασε. Τι το κοιτάς; Φόρεσέ το». Πήγαινε ωραία με το άσπρο πουλόβερ μου. Κλείσαμε το μαγαζί και πήγαμε στο σπίτι. Ήπιαμε άσπρο κρασί και είπαμε πολλά.
Ο Χειμωνάς μού είπε ότι στο νοσοκομείο κάνα δυο μέρες πριν πεθάνει, τον είδε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Τι πιο ανθρώπινο;
Η τελευταία εικόνα του που μου έρχεται τώρα. Καλοκαίρι μεσημέρι στο σπίτι του. Είναι όρθιος, φοράει ριχτό πουκάμισο, κοντομάνικο και κατακίτρινα πάνινα παπούτσια που ταιριάζουν πολύ ωραία με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Μια νότα ροκ που ειρωνευόταν τη σοβαροφάνεια, τα κίτρινα πάνινα παπούτσια.
Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, ανηφορίζοντας από το Μαρούσι προς το δάσος της Μαγκουφάνας, αριστερά βρισκόταν η στάνη του μπαρμπα-Αποστόλη και δεξιά, στο υψωματάκι, δέσποζε, το σπίτι του Κατσίμπαλη, απλό, διώροφο, με μια μεγάλη βεράντα στο πάνω πάτωμα. Στην πίσω μάντρα του σπιτιού ήταν εντοιχισμένη μια μαρμάρινη πλάκα που έγραφε με κεφαλαία: Τριανέμι - Ο ομφαλός της Αττικής. Ο Κατσίμπαλης (ο κολοσσός του Μαρουσιού, όπως τον αποκαλούσε ο Χένρι Μίλερ στο ομότιτλο βιβλίο του) ήταν ο μέντωρ της γενιάς του τριάντα. Σε αυτό το σπίτι (που το βάφτισε Τριανέμι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) τους μάζευε όλους και εκεί κουβεντιάζανε τα ζέοντα λογοτεχνικά θέματα της εποχής. Δίπλα στο σπίτι, μέσα στα πεύκα, ήταν το καφενεδάκι του Γεράσιμου και εκεί τα καλοκαίρια ξημεροβραδιαζόμαστε τα παιδιά για τραμπάλα, γκαζόζες και υποβρύχια.
Έλεγα λοιπόν στον Σεφέρη όταν γνωριστήκαμε, ότι ήταν γραφτό να βρεθώ πολύ κοντά του από την παιδική μου ηλικία. «Πόσο κοντά;» απόρησε. «Όσο απείχε η βεράντα του Κατσίμπαλη από την κούνια του Γεράσιμου» του είπα γελώντας.
Ήταν σαν να βρεθήκαμε έπειτα από τόσα χρόνια κοντοχωριανοί!
Το σπίτι πουλήθηκε στην Κατοχή σε έναν μαυραγορίτη. Άραγε η μπουλντόζα που πέρασε από πάνω μας κατάπιε και τη μαρμαρένια πλάκα;
Η κυρία Νόρα Αναγνωστάκη
Ο πόλεμος και η Κατοχή. Τα σκληρά ζωντανά χρόνια. Φως και παρηγοριά τα βιβλία και τα εφηβικά μας όνειρα. Από την πολλή αποστήθιση σκεφτόμασταν με στίχους. Αλησμόνητες σχεδόν μουσικές συγκινήσεις από τα διαβάσματα. Τα βαθιά νοήματα μπορούσαν να περιμένουν. Τι ζεστά που ήταν τότε τα βιβλία! Από τότε αγάπησα τον Σεφέρη οριστικά.
Αυτά όλα τα έγραψα πολύ πιο καλά πριν σαράντα χρόνια. (Μας βγάζει ο χρόνος τη γλώσσα του ή μου φαίνεται;) στο αφιέρωμα για τον Σεφέρη. Με παίρνει, μια Δευτέρα, ο Σαββίδης τηλέφωνο και με ρωτάει γιατί δεν του έστειλα ακόμη το κείμενό μου. Του λέω γιατί δεν το έγραψα ακόμη· μου λέει: «Κόψε το λαιμό σου, το θέλω ως το Σάββατο». Με το μαχαίρι στον λαιμό, το γράφω σε τρεις μέρες και το στέλνω. Πιστεύω ότι το ετοίμαζα μια ζωή αυτό το κείμενο για τον Σεφέρη του το χρωστούσα, γι’ αυτό βγήκε τόσο αβίαστα, σε χρόνο ρεκόρ για μένα.
Δίδαξε τα σπουδαία
Αρχές του ‘62 μου στέλνει ο Σεφέρης τις Δοκιμές του, στις εκδόσεις Φέξη, με αφιέρωση. Ευγενική ανταπόδοση ήταν, όμως εγώ συγκινήθηκα πολύ γιατί για μένα οι Δοκιμές ήταν σχολείο και πανεπιστήμιο μαζί.
Ο Σεφέρης ήταν ενσυνειδήτως διδακτικός. Μετά τον Παλαμά, ο τελευταίος διδάσκαλος του γένους. Δεν θα υπάρξει άλλος. Μας τελείωσε το είδος. Δίδαξε τα στοιχειώδη και τα σπουδαία με σπάνια εντιμότητα: χωρίς απλουστεύσεις και εκλαϊκεύσεις. Με οξύνοια και απόλυτη ακρίβεια διατύπωσε και τα πλέον δύσκολα με απλή ρέουσα γλώσσα, χωρίς ίχνος φραστικής εκζήτησης ή νοηματικής υπερβολής, σχεδόν ταπεινά, χωρίς πνευματική πόζα ή αλαζονεία. Ο λόγος του είχε τη θερμότητα και τη φυσικότητα της προφορικής ομιλίας, χωρίς να αισθηματολογεί ή να ασημαντολογεί. Υπηρέτησε, όσο ελάχιστοι, το ουσιώδες. Δεν υπάρχουν σκουπίδια στη γλώσσα του. Ήξερε καλά τις θεωρίες αλλά δεν ζούσε γι’ αυτές· απλώς τις χρησιμοποιούσε, όταν χρειαζόταν. Δεν ήταν ανιαρά αφηρημένος. Το συγκεκριμένο ήταν ο στόχος του και είχε πάντα κάτι να πει. Δεν μιλούσε για να μιλάει. Ακόμη και για τα πιο πνευματικά θέματα νόμιζες πως είχε μιαν αμεσότητα σωματικής επαφής σαν να εισέπραττε το καθετί με ολόκληρη τη σωματική του υπόσταση και όχι μόνο με το πνεύμα του. Η παιδεία του ήταν μεγάλη αλλά δεν υπήρξε δούλος της πολυμάθειας. Από τη συσσώρευση των γνώσεων προτιμούσε τη σωστή τους χρήση. Μιλώ φυσικά για τη μέθοδο και το ήθος της γραφής του και όχι για όσα μας δίδαξε. Αυτή είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, όχι αυτής της στιγμής.
Πάντως και σαν άνθρωπος έμοιαζε πολύ στα γραφτά του. Στις συζητήσεις του με τον Έλιοτ ισοπαλία.
Έρχεται στη Θεσσαλονίκη το ‘62, στο τελευταίο μάθημα που έκανε γι’ αυτόν ο Σαββίδης. Τον βλέπω για πρώτη φορά. Το σώμα του έδινε πιο πολύ την εντύπωση του βάρους και όχι του πάχους. Βαρύ σώμα, βαρύ κεφάλι, σοβαρά βυζαντινά μάτια, πολύ μελαχρινός. Μιλούσε αργόσυρτα με κάποιους μελωδικούς τόνους στη φωνή. Μειλίχιος και ευγενικός στους τρόπους. Η ομορφιά της Μαρώς εξέπεμπε ακόμη κύματα σαγήνης. Γαλανά τα μάτια και η ξανθή κοτσίδα των μαλλιών της στεφάνωνε σαν διάδημα το κεφάλι της. Έχω τρακ. Ο Σαββίδης με λυπάται και μου λέει γελώντας: «Μη φοβάσαι, απόψε σκίζεις!». Ο Σεφέρης μου λέει ότι βρήκε ενδιαφέρον το γράμμα μου και εγώ λέω σεμνά: «Ήταν ειλικρινές». Διαμαρτύρεται: «Για ότι είναι γραμμένο καλύτερα να αφήνουμε κατά μέρος την ειλικρίνεια». (Φυσικά, σκέφτομαι, αλλού οφείλεται η εμβέλεια των γραφομένων μας. Έχει δίκιο.)
Μετά το μάθημα του Σαββίδη λέει και ο Σεφέρης λίγα λόγια και τελειώνει με ένα: «Ο Θεός μαζί σας» που με προβληματίζει. Δεν τον είχα για θεοσεβούμενο. Πίστευα ότι ήταν ειδωλολάτρης και παγανιστής. Τώρα, ψάχνοντας λιγάκι βρίσκω και άλλες επικλήσεις στον Θεό. Το χειρόγραφο Σεπ. ‘41 τελειώνει με τη φράση: «Ο Θεός να βοηθήσει». Η δήλωση εναντίον της χούντας κλείνει με τη φράση «Παρακαλώ τον Θεό…». Η αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου πιστεύει πως «η πίστη στην παρουσία του Θεού ήταν ζωντανή γι’ αυτόν σ’ όλη του τη ζωή». Και παραθέτει ένα ποίημα του Σεφέρη για την Παναγία που της έστειλε από το Παρίσι το 1920. Ίσως λοιπόν να μην ήταν συμβατικές αυτές οι επικλήσεις όπως όλοι τις χρησιμοποιούμε αυθόρμητα σε κάποιες δύσκολες ώρες. Χρειάζεται έρευνα. Κάποτε πέρασε από το μυαλό μου ότι ο Σεφέρης διακατεχόταν από την ιδέα μιας ιερής αποστολής απέναντι στον ελληνισμό και στις αξίες του. Και αν όντως ήταν τόσο αποστολικός, μήπως αυτό οφειλόταν σε αυτή τη βαθιά κρυμμένη χριστιανική του φλέβα;
Πικρία μετά το Νομπέλ
Το επόμενο μεσημέρι Σεφέρηδες, Σαββίδηδες και εμείς στη «Νεράιδα του γιαλού». Ο Σαββίδης παραγγέλνει συνέχεια και τρώμε ό,τι εκλεκτό παράγει ο Θερμαϊκός και η μαγειρική τέχνη της Σαλονίκης. Η ατμόσφαιρα οικεία. Μας επαινεί το περιοδικό μας, την «Κριτική», πρώτον, γιατί ήταν ανοιχτό στις αξίες καταργώντας τις κομματικές ταυτότητες και, δεύτερον, για την παρακολούθηση των εκτός Ελλάδος, σύγχρονων πνευματικών ρευμάτων. Μας ψιλορωτάει για πολλά και έχω την εντύπωση πως κρυφά μας βαθμολογεί. Φεύγοντας τον ρωτώ τι θα κάνει τώρα που τελείωσαν οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις και γύρισε στην πατρίδα. Μου απαντάει σκυθρωπός: «Μετρώ τις μέρες».
Το σπίτι του στην οδό Άγρας πίσω από το Στάδιο, απλό «σα νησιώτικο» όπως έλεγε ο ίδιος, με μια γοργόνα σε δικό του σχέδιο στο υπέρθυρο της εισόδου. Χώροι χωρίς πολυτέλεια, τα στοιχειώδη έπιπλα και παντού στους τοίχους βιβλία. Το σαλόνι και το γραφείο βγάζουν σε μιαν αυλίτσα με λίγα καχεκτικά φυτά στις παρυφές της και ένα μεγάλο χαμηλό τραπέζι στο κέντρο της γεμάτο κοχύλια και μια γλάστρα φουντωμένο βασιλικό στη μέση. Μικρή συντροφιά. Κάθομαι δίπλα του και με ρωτάει τι δυσκολίες έχω όταν γράφω. Του λέω πως μόνιμη δυσκολία μου είναι η γλωσσική διατύπωση. Πώς θα βρω τις κατάλληλες λέξεις που θα αποδώσουν με ακρίβεια τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. «Αυτή είναι η ουσία της γραφής» μου απαντά. «Οι λέξεις είναι τα εργαλεία της. Φτάνει να έχεις κάτι να πεις. Δεν βλέπεις πόσο εύκολα γράφουν αυτοί που δεν έχουν να πουν τίποτα;».
Πιστεύω πως τα ημερολόγιά του ήταν περισσότερο μια καθημερινή άσκηση γραφής παρά ανάγκη καταγραφής συμβάντων και σκέψεων.
Παίρνει το Νομπέλ. Του γράφω ένα γράμμα και τον παρακαλώ να μην ξεχνά τα γραπτά του Αρτεμιδώρου. Μου στέλνει μια κάρτα από τη Στοκχόλμη και μου απαντά ότι δεν τα ξεχνάει.
Γυρίζουν και πάω να τους δω. Μου δείχνουν το μετάλλιο του Νομπέλ ολόχρυσο και μεγάλο σαν πιατάκι του καφέ και πολλές φωτογραφίες. Μιλούν και οι δυο μαζί για τη θερμή υποδοχή των Σουηδών, για την παιδική χορωδία που τους είπε «καλημέρα» το πρωί της απονομής, για τη συγκινητική μεγαλοπρέπεια της τελετής, αλλά και για την πρωτοφανή αγνόηση της βράβευσης από το ελληνικό κράτος. Κανείς στο σπίτι, στην απονομή του βραβείου, στο αεροδρόμιο. «Μα καλά δεν κατάλαβαν καθόλου ότι στο πρόσωπό μου βραβευόταν η Ελλάδα;» αναρωτιέται. (Τι να πω, ότι εκτός από αδαείς περί την τέχνην είναι και κόπανοι ως πολιτικοί;) Σκέψου ότι ακούστηκε και αυτό: «Ότι οι Σουηδοί μου έδωσαν το Νομπέλ επειδή πούλησα την Κύπρο στους Εγγλέζους!». Πρώτη φορά τον βλέπω να μιλάει τόσο ζωηρά με πικρία, απορία, αγανάκτηση και αηδία.
Έτσι ο λόγος του Χέντερλιν «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό;» βρήκε επιτέλους το αληθινό του νόημα: Δεν χρειάζονται.
Η ψώρα της χούντας
Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω.«Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά» του λέω, «ξέρετε γιατί». Ήξερε.
Μετά την έκδοση των 18 κειμένων στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: «Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα». Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: «Let the enemies entertain us!».
Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: «Αθάνατος» και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: «Αθάνατος». Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.
Λίγο καιρό μετά έρχεται η Μαρώ ένα βραδάκι στο μαγαζί με το τουρμπάνι στο κεφάλι. «Ήρθα να σας φέρω κάτι πράγματα για να μας θυμάστε» μου λέει. «Αυτή την πίπα του Γιώργου για τον Μανόλη και αυτό το κολιέ από κοράλλι για σένα. Το είδα σε μια βιτρίνα στο Λονδίνο και μου άρεσε τόσο που ο Γιώργος μπήκε μέσα και μου το αγόρασε. Τι το κοιτάς; Φόρεσέ το». Πήγαινε ωραία με το άσπρο πουλόβερ μου. Κλείσαμε το μαγαζί και πήγαμε στο σπίτι. Ήπιαμε άσπρο κρασί και είπαμε πολλά.
Ο Χειμωνάς μού είπε ότι στο νοσοκομείο κάνα δυο μέρες πριν πεθάνει, τον είδε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Τι πιο ανθρώπινο;
Η τελευταία εικόνα του που μου έρχεται τώρα. Καλοκαίρι μεσημέρι στο σπίτι του. Είναι όρθιος, φοράει ριχτό πουκάμισο, κοντομάνικο και κατακίτρινα πάνινα παπούτσια που ταιριάζουν πολύ ωραία με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Μια νότα ροκ που ειρωνευόταν τη σοβαροφάνεια, τα κίτρινα πάνινα παπούτσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου