4.9.13

Ο Μπόρχες είναι πάντα εδώ

των Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη και Κ. Μαργαρίτη

πηγή: http://www.andro.gr




«Μιλάμε για τον Μπόρχες, με πιάνει η συγκίνηση, λέω ”Ο Καλοκύρης μ’ έμαθε τόσα γράμματα!”, γυρίζει ο Μαυρουδής, μειδιά, λέει ”Και τι κατάλαβες; Από τόσα γράμματα μόνο τα J&Β σο΄ έμειναν”, βάζουμε τα γέλια…» (Γ.-Ι. Μ.) 
Φωτογραφία: mediodescocido/Flickr



Κυλάνε τα χρόνια, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες έμεινε, μένει, θα μείνει, παρέα μ’ άλλους αλλά ξεχωριστός ανάμεσα στους ξεχωριστούς.

Μια Ανάσα για τον Μπόρχες Μνήμες από τα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα: με εντυπωσιάζει το όνομα Μπόρχες και όσα γράφονται σε σκόρπιες παρουσιάσεις της Συντεχνίας του Βαγενά. Στο Δέντρο δημοσιεύεται ένα απαστράπτον κείμενο του Αρανίτση, συσχετίζει τον Μπόρχες με τον Καβάφη. Ο Ερμής εκδίδει ανθολογία κειμένων του Μπόρχες, διαβάζω το Άλεφ, ο κόσμος εντός μου πολλαπλασιάζεται, γίνεται πολλά παλλόμενα πολλαπλασιαζόμενα παλίμψηστα. Ο Πιερ Μενάρ, ο Ειρηναίος Φούνες, η Σύντομη Ιστορία της Αλητείας, εκδόσεις Ερατώ, ένα από τα κείμενα το μεταφράζει κατεπειγόντως η Μόνικα, ο Ευγένιος την τσιγκλάει, Ο Άντρας της Ρόδινης Γωνιάς, Αναγνωστοπούλου, Φωκυλλίδου, συναζόμαστε στο σπίτι μιας φίλης της, απέναντι βγαίνει και καπνίζει άφιλτρα ο Κάρολος Κουν, rien n’est vrai/tout est permis, αγοράζω ένα βαρύ σιδερένιο ποδήλατο με δερμάτινη σέλα, το λέω Μπόρχες, αγκομαχάω ανηφορίζοντας με τον Μπόρχες ίσαμε την Κοσμά Μελωδού, μετά Ειρήνης Αθηναίας, κατόπιν Τσαμαδού, πάω κι αγοράζω ό,τι βρίσκω του Μπόρχες, σε Penguin, από τον μακαρίτη τον Θωμά στη Φωλιά, μεταφράσεις Norman Thomas di Giovanni, μέρες και νύχτες πίνω οίνο, κόκκινο οίνο, και παλεύω με τον Μπόρχες, ανακαλύπτω αργότερα ότι έχει μεταφράσει Μπόρχες κι ο Καρούζος, βγαίνει ο Δημιουργός, Καλοκύρης/Καρούζος, μετά Κυριακίδης, κάμποσα κάππα κερδισμένα, όλα για τον Μπόρχες, γράφει ο άλλος για τον Μπολάνιο ότι είναι Κέρουακ και Μπόρχες κοκτέιλ, στο μεταξύ έχω πιει δύο τάνκερ ουίσκι και μια μαούνα βότκες, συναντιόμαστε Καλοκύρης Κυριακίδης Μαυρουδής Γουδέλης, μιλάμε για τον Μπόρχες, με πιάνει η συγκίνηση, λέω «Ο Καλοκύρης μ’ έμαθε τόσα γράμματα!», γυρίζει ο Μαυρουδής, μειδιά, λέει «Και τι κατάλαβες; Από τόσα γράμματα μόνο τα J&Β σου έμειναν», βάζουμε τα γέλια, κυλάνε τα χρόνια, ο Μπόρχες έμεινε, μένει, θα μείνει, παρέα μ’ άλλους αλλά ξεχωριστός ανάμεσα στους ξεχωριστούς, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες ο Σαίξπηρ Συγγραφέας Σύμπαν. ΓΙΜ * * * Μοτέλ Μπόρχες Δεν ήταν έρωτας από την πρώτη ματιά, ή από την πρώτη σελίδα, όχι στη δική μου περίπτωση, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν κόντρες, απορρίψεις, επιστροφές, χρειάστηκε, κυρίως, να μεσολαβήσουν κάτι δαιμόνιοι ενδιάμεσοι, κάτι όλο μεράκι προξενητές, ο Σάμπατο, ο Βίλα-Μάτας, ο Μπολάνιο, ώσπου να αποφασίσω, εν τέλει, να πλησιάσω άνευ όρων άνευ ορίων την μπορχεσιανή επικράτεια που ίσως είναι μια Ατλαντίδα, έτσι το σκέφτομαι, μια πεδιάδα έρημη, με κάκτους, με καρτουνίστικα κογιότ, και με κοράκια, ανάμεσα Μπουένος Άιρες και Παρίσι, ή Βερολίνο, ή Αθήνα. Έτσι διασχίζοντας, και κατακτώντας, την έρημο του φανταστικού (του φανταστικού, έχει σημασία!), άρχισα να υποψιάζομαι τη μυστική εργασία αυτού του τυφλού προφήτη που μπορούσε να εποπτεύει τα πάντα, αόμματος, άοκνος, και, κυρίως, άγρυπνος, φύλακας των εγκόσμιων ερειπίων, παρατηρητής των μετασχηματισμών μας, των περιπλανήσεων, των αναζητήσεών μας, και μέτοχος, σύγκορμα μέτοχος, του κοινού, και εξόριστου, πεπρωμένου μας. Αναλαμβάνοντας, λοιπόν, την υιοθεσία από τον πατέρα Μπόρχες, και βαφτίζοντας Μπόρχες Μπράδερς τα παιχνίδια μας εδώ πέρα με τον (νονό) Μπαμπασάκη, μου φαίνεται ότι ανταποκρίνομαι, όψιμα και, όμως, εγκαίρως, στις υποψίες για το εργοστάσιο, για τη βιομηχανία (τη βιωμένη) των λέξεων και των συνειρμών, από τα ποιήματα μέχρι τα φανταστικά όντα, για τη λαβυρινθώδη βιβλιοθήκη της Βαβέλ με τις στοές και τα τοιχώματα που δονούνται, όχι καταξιώνοντας, βεβαίως, την ασυνεννοησία, παρά επικαλούμενα εμμόνως την Πεντηκοστή της επαφής, και του έρωτά μας –μ’ εκείνες τις γλώσσες της φωτιάς ζωγραφισμένες πάνω απ’ τα κρανία μας. Το σύμπαν του Μπόρχες, θέλω να πω, δεν είναι κανένα ιλιγγιώδες κατασκεύασμα για να τρυπώσεις και να ξεφύγεις απ’ το πραγματικό, ένα καλύβι είναι, μια εκκλησούλα που γίνεται όσο ανοίγεται, ένα μοτέλ στην έρημο, για να γλιτώσουμε απ’ τις ονειροφαντασίες της άρνησης και να ξαποστάσουμε, μαζί με την πραγματικότητα, αυτήν που θέλει να στεγάσει το Μοτέλ Μπόρχες, δηλαδή την άλλη, την αληθινή, δηλαδή την πραγματική πραγματικότητα. Ώστε ήταν ωραίος τύπος, και παραμένει. Ένας φιλόξενος τύπος. Ο οικοδεσπότης μας, ο πατήρ Μπόρχες. ΚΜ   


Κάθε Παρασκευή, ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης και ο Κυριάκος Μαργαρίτης συνοδοιπορούν στους λαβυρίνθους της Βιβλιοθήκης της Βαβέλ με πένες καλά κουρδισμένες και μπόρχειες συγχορδίες να δονούν το κυβερνοσύμπαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: