21.9.13

Η Τζένη Μαστοράκη διαβάζει ποίημα

του Άκη Δήμου

πηγή: www.parallaximag.gr



«Τα σπίτια που έφτιαχναν άλλοτε, έμεναν κούφια από κάτω, και τους χώρους εκείνους τούς έλεγαν τότε «κελάρι». Εκεί μέσα φυλάγονταν διάφορα πράγματα: παλαιός ρουχισμός, υποδήματα, τιμαλφή και ωραία γυαλιά, παγερά νυφικά και λευκώματα, υπολείμματα επίπλων με δύσκολο όνομα και, συχνά, κάποια πρόσωπα
που πολύ αγαπήθηκαν.
Στην περίπτωση αυτή, τα φιλούσαν σφιχτά και τα κλείδωναν, και αμέσως μετά
χτίζαν όλες τις πόρτες, για να μην τις ανοίξουν και φύγουν.
Και καθώς δεν υπήρχε διέξοδος, και οι τοίχοι γερά μαγκωμένοι, εκρατούσαν καλά των παλιών οι αγάπες, και τις νόμιζαν όλοι γι’ αθάνατες.»
Τριάντα χρόνια με ακολουθεί αυτό το ποίημα. Από το 1983, που το βρήκα τυπωμένο στις «Ιστορίες για τα βαθιά», ένα σωρό φορές πήγα κι ήρθα μεταφέροντας το κρυμμένο φορτίο του. Με τα πολλά, το ‘μαθα πια απ’ έξω και  σε ανύποπτο χρόνο με πιάνω να το νοσταλγώ, απορώντας που δεν έχει ακόμη θαμπώσει η πρώτη μου εντύπωση. Τις «Ιστορίες..» εκείνες, ακολούθησαν μερικές άλλες, έξι χρόνια μετά, τυπωμένες όλες σε μια συλλογή που τη λένε «Μ’ ένα στεφάνι φως». Κάποιες τις έμαθα και κείνες και τις περπατάω κανένα απόγευμα, δεν είναι τώρα η ώρα… Από τότε, η Τζένη Μαστοράκη δεν έγραψε άλλο ποίημα. Ή μπορεί και να έγραψε, μπορεί, ανάμεσα στα «έγγραφά της» να φέγγουν κάποια ακόμα και μερικά βράδια, αργά, πολύ αργά, να σκύβει και να τα διορθώνει ξανά και ξανά, αποφασισμένη, ωστόσο, να τα κρατήσει θαμμένα. Σίγουρα έχει τους λόγους της. Εξάλλου, «κανένας στίχος δεν παρηγόρησε στ’ αλήθεια κανέναν», η ίδια το λέει.  Μπορεί και να ‘χει δίκιο, αν και κάποιους που ξέρω, μερικοί στίχοι τους σήκωσαν λίγο, καλύτερα να πεις τους έσπρωξαν - πώς καμιά φορά εκεί που περπατάς περνάει ένας αέρας δίπλα σου κι αλλάζεις για μια στιγμή βλέμμα και βήμα για να τον κρατήσεις και να κρατηθείς από πάνω του;

Ας είναι. Το θέμα είναι ότι η Τζένη Μαστοράκη δεν τα θέλει πια τα ποιήματα, κερδίζει αλλιώς το παιχνίδι των χρησμών, μεταφράζει για το θέατρο, μεταφράζει λογοτεχνία, καταπιάνεται πάλι με το τον Salinger και το “Catcher in the rye”, καιρό πολύ μετά την πρώτη της εκείνη μυθική μετάφραση συνεχίζει να ξεφλουδίζει τη σάρκα των  λέξεων, πεισμωμένη που «καμιά λέξη δεν διαρκεί για πάντα». Τα βράδια, λέω, το σπίτι της θ’ ανοίγει σαν δάσος κι  εκείνη, κουλουριασμένη, θα παραφυλάει στις κουφάλες επίθετα, ρήματα και ουσιαστικά, διώχνοντας κάθε τόσο τους ξυλοκόπους που πάνε να την ξεγελάσουν με τα τρισβάρβαρα ελληνικά τους. 
Πολλές φορές αναρωτήθηκα πόση καθημερινότητα χωράει σ’ όλο αυτό κι ύστερα ξεχνούσα να ρωτήσω, ξεχνούσα και την ίδια τη Μαστοράκη, για να την ξαναθυμηθώ μετά –όλο και κάποια αφορμή επινοούσα-  και ν’ αρχίσω να την ψάχνω από δω κι από κει, συλλέγοντας πληροφορίες κι αδέσποτα λόγια της από συνεντεύξεις και κείμενά της.
Την Κυριακή που μας πέρασε ανέβηκα στην Καλαμαριά να την ακούσω. Είχε αναγγελθεί η ανάγνωση ποιημάτων της από την ίδια, σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις της, που πρέπει να πιστωθεί στον Γιώργο Κορδομενίδη που την έπεισε. Στη Λογοτεχνική του Σκηνή εξάλλου, και στη σκηνή του θεάτρου Μελίνα Μερκούρη θα συνέβαινε.
Στο λεωφορείο σκεφτόμουν δυο – τρία πράγματα που ήξερα γι’ αυτήν: ότι  στα πιο κρυφά της όνειρα ήθελε να γίνει μπαλαρίνα και κάποιος συγγενής της δώρισε ένα ζευγάρι  ροζ πουέντ που αποδείχτηκαν δυο νούμερα μικρότερες. Ότι δεν πιστεύει στις αρετές (αλλά εκτιμάει πολύ τη γενναιοδωρία) κι ότι στην παιδική της ηλικία ένα κουνέλι –που την αγαπούσε δυο μήνες και την έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν - την επηρέασε καθοριστικά. Ότι έκλαψε στο τελευταίο επεισόδιο του Homeland και, πολύ πιο μικρή, στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» με τη Βουγιουκλάκη κι ότι, αν ήταν να ξαναγυρίσει στη ζωή, θα ήθελε να βρεθεί αδέσποτη γάτα σε ζωόφιλη γειτονιά – στίξεις μιας βιογραφίας ανορθόδοξης, που ίσως και να την περιγράφουν καλύτερα. Θυμήθηκα κι ένα άλλο ποίημά της, αυτό για τον Δούρειο Ίππο που είπε «όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους, κι είπαν γιατί, κι είπε πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό. Κι ύστερα, εκείνος έτρωγε ελαφρά τα βράδια και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα παρκ.»
Με τούτα και με κείνα, κατέβηκα δυο στάσεις παρακάτω. Γύρισα πίσω κι έκατσα στην πλατεία. Μια ομάδα μουσικών (καθηγητών στο Α.Π.Θ.) έπαιζαν τζαζ. Δεν ήμασταν πολλοί, ήμασταν τόσοι όσοι έπρεπε, πράγμα που μου φάνηκε λογικό και απολύτως συνεπές για μια γυναίκα που αποτελεί κεφάλαιο, το οποίο ποτέ δεν διανοήθηκε να εξαργυρώσει με οποιασδήποτε μορφής δημοσιότητα, για μια στιλπνή, αθόρυβη γυναίκα, τέλος πάντων, που ανέβηκε στη σκηνή με κάτι απ’ τη σιγουριά του έφηβου που τον βλέπει το φράχτη μπροστά του αλλά λέει από μέσα του δεν υπάρχει κανένας φράχτης, πάρε τα πόδια σου, οι μπίλιες είναι στην άλλη μεριά, κατρακυλάνε, μη χάνεις χρόνο…  
Περίμενα ότι θα διαβάσει «Τα κελάρια», ήθελα δηλαδή να τα διαβάσει. Δεν τα διάβασε. Διάβασε ενότητες από το « Μ’ ένα στεφάνι φως», μερικές σελίδες για αρχαία φονικά, πνιχτούς έρωτες και επιτάφια νερά, πάνε χρόνια που τα ‘γραψε σαν τα τελευταία της, επιθυμώντας να εμποδίσει (ίσως) μια πληγή να κλείσει οριστικά.
Εκεί, ανάμεσα στις άδειες θέσεις των μουσικών και στις ανοιχτές θήκες των οργάνων τους, ημιφωτισμένη, μπροστά σ’ ένα αναλόγιο, τζιν, λευκό πουκάμισο κι αθλητικά (μου φάνηκαν, δεν καλοέβλεπα) παπούτσια, χαμηλόφωνα, ίχνος ναρκισσισμού ή πόζας, καμία αγωνία για την ανταπόκριση, καμία κωλοτούμπα «για να κερδίσουμε το κοινό», να το κρατήσουμε στη θέση του αποσβολωμένο, προς τι, εξάλλου; Κανένας στίχος δεν παρηγορεί κανέναν, τα ‘παμε αυτά.
Όταν τελείωσε, ο κόσμος χειροκρότησε.
Είναι περίεργο αλλά δε θυμάμαι να τη χειροκρότησα κι εγώ.
Βγήκα έξω πατώντας στα νύχια.
Είχε δροσίσει.
Στη Θεσσαλονίκη  η Έκθεση κατέβαζε τα ρολά της.
Νομίζω ότι είχε φεγγάρι, δεν παίρνω όρκο.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: