παρουσίαση και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης
Con hombres como tú el comercio sería
Cosa leve y tan pura que, sin sudor ni sangre
De ninguno comprada, dejaría a la tierra
Intactos sus veneros. Pero a tu pobreza
El comercio podría allanarle un camino.
Durante las tardes meridionales del verano,
A través de una clara ciudad, solas las calles,
Llevarías en cestillo guirnaldas de jazmines,
Y magnolias, por un nido fragante de hojas verdes
Oculto su blancor, como alas de paloma.
Tras de las rejas bajas, si una mujer quisiera
Para su gracia oscura tal vez la fresca gala
De una flor, y prenderla en su pelo o en su pecho,
Donde ha de parecer nieve sobre la tierra,
Una moneda a cambio dejaría en tus manos.
Así, al ponerse la tarde, tú podrías
De un vino trasparente beber el calor rubio,
Mordiendo la delicia de un pan y de una fruta,
Y luego silencioso, tendido junto al río,
Ver latir en la honda noche las estrellas.
Ο Λουίς Θερνούδα (Luis Cernuda) γεννιέται
στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 στη Σεβίλλη. Ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’27 της
ισπανικής ποίησης, μαζί με ποιητές όπως ο Λόρκα, ο Αλμπέρτι, ο Γκιγιέν.
Σπουδάζει νομικά στη Σεβίλλη και παρακολουθεί τα μαθήματα λογοτεχνίας που παραδίδει
ο καθηγητής και ποιητής Πέδρο Σαλίνας, ο οποίος τον στηρίζει και ενθαρρύνει την
ενασχόλησή του με την ποίηση. Ο Θερνούδα, μέσω του Σαλίνας, έρχεται σε επαφή με
τη γαλλική λογοτεχνία. Σημαντικός συγγραφέας γι’ αυτόν αποδεικνύεται ο Αντρέ
Ζιντ, καθώς η επαφή με τα έργα του βοηθά τον Θερνούδα να συμφιλιωθεί με την
ομοφυλοφιλία του. Το 1928 ο ποιητής μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου έρχεται σε
επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια του
Εμφυλίου, ο Θερνούδα συνεργάζεται με επαναστατικά περιοδικά και ραδιοφωνικούς
σταθμούς. Το 1938 αυτοεξορίζεται από την Ισπανία για να μην ξαναγυρίσει ποτέ
πια. Το αίσθημα της εξορίας ―όχι μόνο, στενά εννοούμενο, από την πατρίδα― είναι
διαρκές στην ποίηση του Θερνούδα. Ο ποιητής διδάσκει κάποιες περιόδους στο Πανεπιστήμιο
της Γλασκώβης, με θέση λέκτορα της ισπανικής γλώσσας, κατόπιν στις Ηνωμένες
Πολιτείες και αργότερα καταλήγει στο Μεξικό, όπου και μένει μέχρι το τέλος της
ζωής του, το 1963.
Χαρακτηριστικοί
τίτλοι συλλογών του είναι «Η κατατομή του αέρα» (1927), «Εκεί που κατοικεί η
λησμονιά» (1932), «Η απόγνωση της χίμαιρας» (1962). Πρέπει να σημειωθεί ότι
κατά διαστήματα ο Θερνούδα εκδίδει το σύνολο του έργου του, αναθεωρημένο, κάτω
από τον τίτλο «Η πραγματικότητα και η επιθυμία» (La realidad y el deseo). Το δίπολο
αυτό αποτελεί και ένα από τα κλειδιά για την προσέγγιση και κατανόηση της
ποίησής του.
Στην Ελλάδα
αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών στον ποιητή έχουν γίνει από τον «Εκηβόλο»
(τ. 10, 1982) και το «Πλανόδιον» (τ. 22, 1995), ενώ υπάρχουν μεταφρασμένα δύο
βιβλία του από τις Εκδόσεις Ίκαρος, «Παραλλαγές πάνω σε ένα μεξικάνικο θέμα»
(1994) και «Όκνος» (2001).
El indolente
Cosa leve y tan pura que, sin sudor ni sangre
De ninguno comprada, dejaría a la tierra
Intactos sus veneros. Pero a tu pobreza
El comercio podría allanarle un camino.
Durante las tardes meridionales del verano,
A través de una clara ciudad, solas las calles,
Llevarías en cestillo guirnaldas de jazmines,
Y magnolias, por un nido fragante de hojas verdes
Oculto su blancor, como alas de paloma.
Tras de las rejas bajas, si una mujer quisiera
Para su gracia oscura tal vez la fresca gala
De una flor, y prenderla en su pelo o en su pecho,
Donde ha de parecer nieve sobre la tierra,
Una moneda a cambio dejaría en tus manos.
Así, al ponerse la tarde, tú podrías
De un vino trasparente beber el calor rubio,
Mordiendo la delicia de un pan y de una fruta,
Y luego silencioso, tendido junto al río,
Ver latir en la honda noche las estrellas.
Ο νωθρός
Με ανθρώπους σαν εσένα το εμπόριο θα ήταν
Πράγμα ελάχιστο και τόσο καθαρό που, αγορασμένο
χωρίς ιδρώτα ούτε αίμα κανενός, θα άφηνε στη γη
Πράγμα ελάχιστο και τόσο καθαρό που, αγορασμένο
χωρίς ιδρώτα ούτε αίμα κανενός, θα άφηνε στη γη
Ανέγγιχτες τις φλέβες της. Αλλά στη φτώχεια
σου
Το εμπόριο θα μπορούσε να ανοίξει ένα δρόμο.
Τα νότια μεσημέρια του καλοκαιριού,
Μέσα από μια πόλη ολόφωτη, άδειοι οι δρόμοι,
Θα κρατούσες σε καλάθι στεφάνια από γιασεμιά,
Και μανόλιες, από μια ευωδιαστή φωλιά πράσινων
φύλλων
κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.
κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.
Πίσω από τα χαμηλά κάγκελα, αν μια γυναίκα
ήθελε
Ίσως για τη σκοτεινή της χάρη το δροσερό
στολίδι
Ενός λουλουδιού, να το πιάσει στα μαλλιά ή στο
στήθος της,
Όπου θα ’μοιαζε χιόνι πάνω στο χώμα,
Ένα νόμισμα για αντάλλαγμα θα άφηνε στα χέρια
σου.
Έτσι, πέφτοντας το σούρουπο, θα μπορούσες εσύ
Από ένα διάφανο κρασί να πιεις τη χρυσαφένια
ζέστη,
Δαγκώνοντας την απόλαυση ενός ψωμιού κι ενός φρούτου,
Και μετά σιωπηλός, ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι,
Να βλέπεις να πάλλονται στη βαθιά νύχτα τα αστέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου