13.7.14

Μισέλ Φάις: Πώς έγραψα το πρώτο μου βιβλίο



του Άρη Δημοκίδη

πηγή: http://www.lifo.gr





Τετράδιο μου από την πρώτη δημοτικού (1963). Επιστράτευση ενός αχανούς και ετερογενούς αρχείου. Τελικός σκοπός: η πρώτη σκηνή, η πρώτη συγκίνηση, η πρώτη γραφή. Ανάκληση.


Όταν μπέρδεψα τα φαντάσματα...     

«Τα βιβλία έχουν ψυχή. Είναι πασίγνωστη η παράδοση που τα θεωρεί πρόσωπα: βιβλία που γεννιούνται και ζουν, βιβλία που ταξιδεύουν, πάσχουν ή ευτυχούν, αρρωσταίνουν βιβλία που, με φυσικό ή βίαιο τρόπο, πεθαίνουν». Αυτές τις πρώτες αράδες στο οπισθόφυλλο της Αυτοβιογραφίας ενός βιβλίου τις έγραψε ο Κωστής Παπαγιώργης (μετά λύθηκα και το συνέχισα μόνος), δηλαδή αυτός που πρότεινε και το βιβλίο στον Θανάση Καστανιώτη (από το 2005 κυκλοφορεί σε 4η αναθεωρημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη). 

Γράφω με μολύβι στις πρώτες σελίδες: «5 Ιουλίου 1994 στα χέρια μου» (μια χαρακιά μνήμης που συνηθίσω και στα υπόλοιπα βιβλία μου). 

Είναι η πρώτη μου κάθοδος στην πρόζα. Μπήκα 27 χρονών στον λαβύρινθο αυτού του μυθιστορήματος και βγήκα 37. Δέκα χρονάκια έγραφα και ταυτόχρονα μάθαινα να γράφω. Σήμερα με οχτώ-δέκα βιβλία στην καμπούρα μου (αθροίζω και τα φωτογραφικά λευκώματα) το θεωρώ ως μήτρα όλου του έργου μου. Δηλαδή, δεν είναι απλώς το εναρκτήριο λάκτισμα μιας αφηγηματικής περιπέτειας αλλά ένας εμμονικός κύκλος, όπου τα ριζικά μοτίβα μιας γραφής―το ιστορικό, οικογενειακό και ερωτικό «σφαγείο», όπως έχω ξαναπεί―παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά. 

Το πρώτο σπέρμα αυτού του χαοτικού και φιλόδοξου εγχειρήματος έπεσε σ' ένα άρθρο μου για τον φωτογράφο της Κομοτηνής Ξενοφώντα Ν. Παπαζέκο στο Τέταρτο («Ο άνθρωπος που μιλούσε με εικόνες», Αύγουστος 1987). Το εξώφυλλο μού έφτιαξε ο φίλος ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος.



Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.
Αυγοτέμπερα του Χρήστου Μποκόρου.

Πρώτη συνέντευξη μου ζήτησε ο Νίκος Βατόπουλος (Καθημερινή, 26.8.1994). Θυμάμαι συναντηθήκαμε στα γραφεία της Σωκράτους, σ' ένα ξύλινο σκούρο καφέ γραφείο. Ένα μικρό θραύσμα απάντησης: «Το βιβλίο είναι τόσο αυτοβιογραφικό ώστε στο τέλος αποξενώθηκα από το υλικό του, από τη γραφή του».

Όταν το έγραφα ήμουν σε αφασία, σε άγνοια κινδύνου. Μην ξεχνάμε ότι επί των ημερών μου έκαναν θραύση συγγραφείς που είχαν εμφανιστεί από τα είκοσι, εικοσί ένα και στα τριάντα τους είχαν ήδη σπείρει μια αρμαθιά μυθιστορήματα. 

Τι γύρευε λοιπόν ένας 37χρονος με πρωτόλειό του; Κι αν επί δέκα χρόνια βάραγα στο γάμο του Καραγκιόζη; Ευτυχώς δεν πήγαν τόσο άσχημα τα πράγματα. Δηλαδή έκανα τρεις εκδόσεις και στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη καταχωρίστικα ως δύσβατος συγγραφέας. 

Η Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου ευτύχησε από κριτικές. Πρώτος έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Ελευθεροτυπία, 12.10.94) και μετά ακολούθησαν πολλοί κριτικοί και πανεπιστημιακοί (Μουλλάς, Τσακνιάς, Μπουκάλας, Αθανασόπουλος...). Όπως και ομότεχνοι ή καλλιτέχνες που μίλησαν δημόσια (θυμάμαι έντονα στο Γκαίτε Θεσσαλονίκης τον σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου και στο Αετοπούλειο στο Χαλάνδρι την Τζένη Μαστοράκη και τον Χρόνη Μπότσογλου). Πυροδότησε επίσης εκτενή δοκίμια (με σημαντικότερο αυτό του Ηλία Γιούρη «Μυθοπλασίες της ταυτότητας: οι αυτοβιογραφίες του Μισέλ Φάις», «Νέα Εστία», 2008) αλλά γονιμοποίησε και μεταπτυχιακές εργασίες στο μήκος του χρόνου (στέκομαι ιδιαίτερα στην αφοσίωση και στη μέθοδο του Βέλγου νεοελληνιστή Bart Soethaert, που σήμερα ζει και εργάζεται στο Βερολίνο). 

Είναι αξιοπερίεργο και συγκινητικό μαζί ότι μέχρι και σήμερα μου φτάνουν μαντάτα για μικρές ή εκτενείς αναφορές του σε μελέτες λογοτεχνικές ή ιστορικές (Robert Shannan Peckham «National Historiew, Natural States», 2008, Gerasimus Catsan «History and National Ideology in Greek postmodernist fiction», 2013). Συν τοις άλλοις, αυτό το βιβλίο, στάθηκε η αφορμή να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους που ζούσαν εκτός συνόρων, με κάποιους εκ των οποίων συνδέθηκα πιο προσωπικά. Στέκομαι ιδιαίτερα στον Δημήτρη Τζιόβα, στον Βασίλη Λαμπρόπουλο, στον Mark Mazower, στον Παναγιώτη Κονδύλη, στον Αλέξανδρο Νεχαμά, στον Βρασίδα Καραλή―τους αναφέρω με τη σειρά που ξεδιπλώθηκε η επικοινωνία μας.


Η γαλλική έκδοση


Ενδεικτικά, μνημονεύω θραύσμα από κριτική του Μαρκ: «Ολόκληρο το βιβλίο το διατρέχει σαν μαύρο νήμα, χωρίς όμως ποτέ να υπερτονίζεται, η εκτόπιση της εβραικής κοινότητας της Κομοτηνής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Φάις πετυχαίνει εκεί που πολλές ιστορικές εργασίες αποτυγχάνουν» («Bulletin of Judae―Greek Studies University of Cambridge», 1995). 

Ακόμη θυμάμαι την κατακλείδα από το γράμμα του Παναγιώτη Κονδύλη: «Για να φτάσει κανείς στην καρδιά τού σήμερα, δηλαδή της κερματισμένης εποχής μας, της κερματισμένης ψυχής μας και των κερματισμένων εκφραστικών μας τρόπων, δεν χρειάζεται να ξεκινήσει από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα• εξίσου καλά μπορεί να ξεκινήσει, αν βαστάνε τα πόδια του, από μια ελληνική επαρχιακή πόλη, το μαράζι της και το μεράκι της. Άραγε σημαίνει ότι ο τόπος μας ενηλικιώθηκε; Ή μήπως σημαίνει ότι μερικοί από εμάς έγιναν στο μεταξύ πιο ώριμοι από τον τόπο τους κι ο τόπος αυτός πια δεν τους χωρά;» (23.7.1994, Heidelberg). 

Το μυθιστόρημα μιας φθίνουσας πολυπολιτισμικής πόλης, μιας σκοτεινής βαλκανικής Ελλάδας, μιας δύσκολης ενηλικιώσης και μιας δυσκολότερης μαθητείας στη θρυμματισμένη γραφή, στις μάσκες της αυτοβιογραφίας και στη λογοτεχνία ντοκουμένων μεταφράστηκε στα γαλλικά (Hatier, μτφρ. Φρανσουάζ Αρβανίτη, 1996) και στα ρουμάνικα (Omonia, μτρφ. Έλενα Λάζαρ, 2007), ενώ μέρη του στα αγγλικά και στα γερμανικά.



Συντελεστές της σκηνικής μεταφοράς της "Αυτοβιογραφίας ενός βιβλίου" στα ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής & Πάτρας (1995) Χρήστος Μποκόρος, Θοδωρής Γκόνης, Μ.Φ, 
Γιώργος Μωρογιαννης, Μάνια Παπαδημητρίου, Νίκος Ξυδάκης 
(από τη φωτογράφιση λείπει η Δώρα Μασκλαβάνου.


Ο Θοδωρής Γκόνης το ανέβασε (στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα) στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής και Πάτρας (12.5 & 20.5 1995, αντιστοίχως) σε διανομή: Μάνια Παπαδημητρίου, Γιώργο Μωρόγιαννη και Δώρα Μασκλαβάνου, μουσική Νίκου Ξυδάκη και σκηνικά Χρήστου Μποκόρου. 

Το να μιλάς για το πρώτο σου βιβλίο, να σκαλίζεις χνάρια, σιωπές, να ανακαλείς πειθαρχίες και περιέργιες, ξαφνιάσματα, δυσκολίες και χαρές φέρνει κάτι από μνημόσυνο• ένα ιδιότυπο μνημόσυνο που άλλοτε πέφτει πάνω σου σαν φτερό, άλλοτε σαν αμόνι. 

Άρχισα να μαζεύω υλικό από το '84. Χωρίς μπούσουλα. Σαν το παιδί που μαζεύει ότι του γυαλίζει στο μάτια. Και μετά, σαν τον γεροξούρα που δεν πετάει ούτε τη σκόνη από τα παπούτσια του, δεν ήθελα να πετάξω τίποτα. Για χρόνια αρχειοθετούσα, ταξινομούσα, φωτογράφιζα, μαγνητοφωνούσα, διασταύρωνα. 

Άρχισα να το γράφω όταν άρχισα να ξεχνάω, όταν μπερδεψα δηλαδή τα φαντάσματα της Ιστορίας, της καταγωγής και της γραφής, όταν, μ' άλλα λόγια, πέρασα από τη μέθοδο της μνήμης στον κλονισμό της, στον πυρετό της... 


Η πιο πρόσφατη, αναθεωρημένη έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια: