20.7.14

«Οι άφαντοι» του Δημήτρη Χαρίτου

του Λευτέρη Ξανθόπουλου

πηγή: http://www.oanagnostis.gr


Γι’ αυτό και θα αντιδικώ με τη λήθη ανυποχώρητα
αναζητώντας επίμονα σημάδια των αφάντων…
Δημ. ΧαρίτοςΟι άφαντοι, σελ. 20
Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή, για να μην παρεξηγηθώ: ο ποιητής Δημήτρης Χαρίτος είναι φίλος, παλιός φίλος, και ως εκ τούτου αυτά που θα πω παρακάτω δεν ακολουθούν τα στερεότυπα μιας κοινής βιβλιοπαρουσίασης, παρά μόνο υπακούουν στη δική μου ανάγκη να εκφράσω τη βαθιά συγκίνηση και την απροσδόκητη έκπληξη και έλξη που δοκίμασα με το πολύσημο συνθετικό ποίημα του Χαρίτου Οι άφαντοι (Κίχλη, 2014, σελ. 28), που μας μιλάει με αγάπη και κατανόηση για πράγματα πολύ παλαιά και ξεχασμένα, και όμως εντελώς του παρόντος και σημερινά.
Τον Χαρίτο του συγκεκριμένου βιβλίου δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω παρά μόνο με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους όρους που ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του. Άλλη μέθοδος δεν υπάρχει. Εδώ, τώρα, τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο με εξαιρετική συχνότητα, διαύγεια και ταχύτητα.
Είναι δυνατόν ο ποιητής να ισχυρίζεται και να υποστηρίζει με γαλήνη ψυχής και με αταλάντευτη βεβαιότητα ότι είμαστε ωσεί παρόντες στον παρόντα χρόνο και ότι ταυτόχρονα είμαστε και κάπου αλλού, ωσεί απόντες και άφαντοι; Νομιμοποιείται ο Χαρίτος να παινεύει και να υμνεί αυτόν τον σημερινό κόσμο, καθώς και τον άφαντο κόσμο, με τον ίδιο τρόπο λογουχάριν που γοητεύεται κάποιος από μια όμορφη και μοιραία γυναίκα, βγαλμένη από φιλμ νουάρ, ντυμένη την καταστροφή;
Παραδοξολογώ; Δεν είμαι σίγουρος. Ο χωρομέτρης Χαρίτος οριοθετεί· και για να γίνω πιο ακριβής, θα έλεγα ότι νομοθετεί. Όμως, κανονιστικές διατάξεις ευρείας αποδοχής ευδοκιμούν στην ποίηση; Ένα το ζητούμενο. Δεύτερον, δίνει απάντηση το συγκεκριμένο βιβλίο με χρησμούς που εξαργυρώνονται τυφλά;
Και αν διαφαίνεται μια απάντηση, τότε ο Χαρίτος δικαιούται να χρησμοδοτεί ως άλλος σαμάνος και να μας προτρέπει να στραφούμε προς την προσωπική του μυθολογία ή καλύτερα προς την προσωπική του κοσμογονία μέσα στις οχτώ μόλις ποιητικές ενότητες του ολιγοσέλιδου βιβλίου του, που φέρουν μονολεκτικές κεφαλίδες – οδηγούς; Τρίτο και τελευταίο, μπορεί ο ποιητής να υμνεί σε κοινό δοξαστικό μέλος τόσο τον ασίγαστο έρωτα και πόθο προς τη ζωή, προς τη φυλή του και προς το χώμα που πατά όσο και το δέος του και την έκσταση μπροστά στο ανερμήνευτο μεγαλείο και το τελεσίδικο του θανάτου αξεχώριστα;
Ας απομονώσουμε τούς τίτλους των επί μέρους ενοτήτων και τους τοποθετήσουμε στη σειρά οριζοντίως προκύπτει το εξής πολύ ενδιαφέρον γράφημα που ζητάει την αποκρυπτογράφησή του: 1. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ → 2. ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ → 3. ΓΕΕΝΑ → 4. ΝΗΠΕΝΘΕΣ → 5. ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟ → 6. ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ → 7. CANTABILE → 8. NEKYIA.
Πέρα από τη συγκεκριμένη διαδρομή και τους σταθμούς αυτής της διαδρομής που εισηγούνται οι παραπάνω έννοιες, ιδιαίτερα όταν οι λέξεις διαβάζονται φωναχτά, επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά, αισθάνεται κανείς να αναβλύζει μια μουσικότητα ιερατικής υφής, που προέρχεται λες από μελωδικές φωνές καλογήρων της ορθοδοξίας που αγρυπνούν, δάσος πυκνό και λόγκος από τεριρέμ χαμένο στο σκότος και την ερημία του απρόβλεπτου αιώνα και όμως ψάλλουσες όντως οι άχρονες σκιές το θαύμα της ζωής και υμνούσες την παρουσία της Απουσίας και την υπέρβαση του θανάτου.
Σύσσωμη η ελληνική γραμματεία, αρχαία και νεότερη, λόγια και δημώδης, ένα πυκνό και συμπαγές παρακατάθεμα αιώνων από γενιά σε γενιά, διαπερνά σαν αιφνιδιαστική έλευση ηλεκτρικού φορτίου την ποίηση του Δημήτρη Χαρίτου και αφήνει εντός μας το στίγμα της και το χνάρι της διά παντός.
Τώρα ο Χαρίτος απλώνει το χέρι να ψηλαφήσει το σύμπαν, όμως πριν καν το αγγίξει συναντά τη δική του εσωτερική αρμονία και τάξη κατά τις εντολές των εποχών και συμφιλιώνεται με τον βασιλέα των βασιλέων, την ανεπίστρεπτη Απουσία.
Αν Οι άφαντοι δεν είναι προ πάντων ποίηση εξόχως ελληνική μέχρι και το εσώτατο νεύρο, που η πρώτη ύλη της κατάγεται από μακρινούς και παμπάλαιους αιώνες, απλώνεται αργά σαν πυρωμένη λάβα και φτάνει μέχρι τους σημερινούς άλλους καιρούς που σε ξεγελάνε, και ταυτόχρονα δεν είναι ποίηση οικουμενική και παγκόσμια, τότε τι είναι αυτή η ποίηση του Χαρίτου;
Σε ποιούς πλέον ανήκουμε, Δημήτρη, και τι μας απομένει μιας και τα ποιήματα δεν είναι ονειροκρίτες; Μόνο το φύσημα του απηλιώτη;

Δεν υπάρχουν σχόλια: