14.7.14

Πάνος Τζώνος: Μουσείο και Νεωτερικότητα (2η έκδοση)

Πάνος Τζώνος

Μουσείο και Νεωτερικότητα

Θεσσαλονίκη


Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα 

         Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία» 
& Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2014

88 σ. · 26x21εκ.


ISBN 978-960-7568-36-6 


τιμή: 18,35 ευρώ (περιλαμβάνεται Φ.Π.Α.)





Κυκλοφορεί, σε δεύτερη έκδοση, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (α΄: Παπασωτηρίου, 2007) το βιβλίο του Πάνου Τζώνου Μουσείο και Νεωτερικότητα.




Το βιβλίο

Όπως γράφει ο συγγραφέας:


Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες παρατηρείται μια πρωτοφανής και συνεχώς επιταχυνόμενη ανάπτυξη των μουσείων στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, από πλευράς τόσο θεσμού όσο και κτιριακής υποδομής. Η ανάπτυξη αυτή είναι τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική.

Το φαινόμενο δεν είναι χωρίς προηγούμενο. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός του μουσείου, με τη σημερινή του έννοια, και κτίστηκαν τα πρώτα κτίρια μουσείων, μέχρι το τέλος του αιώνα, παρατηρήθηκε, τηρουμένων των αναλογιών, ανάλογη έκρηξη.

Στις σημερινές, βιομηχανικά ανεπτυγμένες και εύπορες, κοινωνίες της «ύστερης νεωτερικότητας» το μουσείο έχει γίνει ένα από τα sine qua non ιδρύματα πολιτιστικού εξοπλισμού, και μάλιστα αυτό που έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, χρησιμοποιείται ως ναυαρχίδα μεταξύ των κτιρίων κύρους τόσο σε μητροπόλεις όσο και σε κωμοπόλεις ή κώμες με στοιχειώδεις φιλοδοξίες προβολής και ανάπτυξης.

Altes Museum, Bερολίνο

Νatural History Museum, South Kensington

Guggenheim Museum, Νέα Υόρκη

Museo di Castelvecchio, Bερόνα

Το μουσείο είναι δημοφιλέστατος τόπος επίσκεψης σχολικών τάξεων κατά το πρόγραμμα μαθημάτων, οικογενειών κατά την έξοδο του σαββατοκύριακου, και φυσικά μαζών από τουρίστες κατά την ατομική ή οργανωμένη επέλαση σε άγνωστους τόπους. Τα εγκαίνια της επανέκθεσης μιας μόνιμης συλλογής ή, ακόμη περισσότερο, μιας πανάκριβα οργανωμένης θεματικής έκθεσης γίνονται δημόσιο θέμα συζήτησης και προσελκύουν αφάνταστους αριθμούς επισκεπτών.

Το μουσείο αποτελεί το πιο περιζήτητο αντικείμενο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού για το διεθνές αρχιτεκτονικό star system, έχει αναχθεί σε αιχμή του δόρατος για πειραματισμό κάθε νέας αρχιτεκτονικής ιδέας ή τάσης, με απόσταση περισσότερο από κάθε άλλη κτιριακή κατηγορία.
Έχει γίνει όργανο αστικής ανάπλασης σε υποβαθμισμένες περιοχές μεγάλων πόλεων, εργαλείο δημοτικής ή κρατικής πολιτικής για τη διαμόρφωση ή αναβάθμιση του προσώπου ολόκληρων μεγαλουπόλεων, όπως η Φρανκφούρτη, το Παρίσι ή το Βερολίνο, ή και περιφερειακών πρωτευουσών, όπως το Μπιλμπάο.

Το επαγγελματικό προφίλ του ειδικού για τα μουσεία, με δίπλωμα οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών, δημιουργήθηκε μόλις πριν από περίπου τριάντα χρόνια, και ο όρος Μουσειολογία μόλις πριν από περίπου είκοσι, ακριβώς παράλληλα με την τελευταίαέκρηξητου μουσείου.
Το μουσείο μπήκε στη ζωή μας για τα καλάπήγα να πω «όπως η τηλεόραση»…

Γιατί συμβαίνει αυτό;


Ο συγγραφέας



Ο Πάνος Τζώνος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1940. Σπουδές αρχιτεκτονικής στην Technische Universität Karlsruhe.
Διδακτορική διατριβή στην Πολυτεχνική Σχολή A.Π.Θ. Mεταπτυχιακές σπουδές και έρευνα στην Architectural Association School of Architecture, London. Aπό το 1974 καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Tμήμα Aρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής A.Π.Θ. Από το 2002 συντονιστής στη διδακτική περιοχή του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μουσείων και εκθέσεων και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και συνόλων στο Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μουσειολογίας του Α.Π.Θ. και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Aπό το 1966 ώς το 2008 αρχιτεκτονικό γραφείο Π. Τζώνος, Γ. Χόιπελ, Ξ. Χόιπελ και από το 2008 αρχιτεκτονικό γραφείο Π. Τζώνος & Συνεργάτες.
Συμμετοχές και βραβεία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και μελέτες δημοσίων και ιδιωτικών έργων, ενώ κατά την τελευταία εικοσαετία κυρίως κτιρίων πολιτισμού, μεταξύ των οποίων περισσότερα μουσεία και μουσειακές εκθέσεις μόνιμων συλλογών.
Έχει γράψει βιβλία για τη θεωρία και εφαρμογή της αρχιτεκτονικής, καθώς και για την αρχιτεκτονική μουσειολογία και τον εκθεσιακό σχεδιασμό.

Κεντρική διάθεση

Θεσσαλονίκη & Βόρεια Ελλάδα: Κέντρο του Βιβλίου, Λασσάνη 3, τηλ. 2310 237463

Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου, Ζαλόγγου 9, τηλ. 210 3800520


Αποστέλλεται και με αντικαταβολή από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου

πληροφορίες - παραγγελίες: entefkti@otenet.gr


βιβλιοκρισία της Αγνής Κούβελα 
για την πρώτη έκδοση του βιβλίου


Μουσειολογική διάλεκτος

Το θέμα του βιβλίου, όπως το προσδιο­ρίζει επιγραμματικά ο συγγραφέας στη σελίδα 80, είναι: «το μουσείο ως θεσμός, η μουσειολογία και η αρχιτεκτονική μουσείων και εκθέσεων στη μεταξύ τους σχέση, μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο». Αναφέρεται στα χρό­νια από την Αναγέννηση ως σήμερα, στα χρόνια δηλαδή της Νεωτερικό­τη­τας ή Modernity, όπως συναντάται ο όρος στα αγγλικά. Τα ποιοτικά χαρακτηρι­στικά της Νεωτερικότητας που τη διαφοροποιούν από άλλες περιόδους, κα­θώς και η φύση του ποιοτικού άλ­μα­τος από την προηγούμενη περίοδο προς αυτή, βρίσκονται κατά τον συγγραφέα στη συνάντηση της κοινωνι­κής, επιστη­μονικής, επιστημολογικής και φιλο­σοφικής εξέλιξης. Τότε διαπιστώνε­ται η έκρηξη του θεσμού των μουσείων για την προβολή και επιβεβαίωση της δημόσιας εικόνας της μεταμοντέρνας κοινωνίας.

Για τους Έλληνες, το μουσείο ως θε­σμός έχει προφανές ενδιαφέρον. Σε ό­σους παρακολουθούν τη διεθνή εξέλιξή του, γεννώνται ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπό του στην Ελλάδα, μια χώρα-μουσείο αρχαιοτήτων. Ποιες ιδεολογικές και εκθεσιακές ανάγκες καλείται να εξυπηρετήσει; Ποια είναι η  σχέση του με τον αρχαιολογικό χώρο; Οι νέες μουσειολογικές τάσεις διεθνώς στοχεύουν στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του μουσείου με το κοινό, επιδιώκοντας την προσέλκυση μεγαλύ­τε­ρου και ενεργητικότερου αριθμού επι­σκεπτών. 

Τα αρχαιολογικά μουσεία αντιμετωπίζονται όχι ως μουσεία αρ­χαί­ας τέ­χνης αλλά ως μουσεία αρχαίας κοινω­νίας· όχι μουσεία για τους μυημέ­νους, αλλά μουσεία για όλους. Είναι γνω­στός ο μακρύς δρόμος πού έχει να δια­νύσει η χώρα για τον εκσυγχρο­νι­σμό των μου­σεί­ων της. Δεν θα σταθώ σε τού­­το το ζή­τη­μα. Αρκούμαι στην επα­­νάληψη αυτού πού συ­χνά επισημαί­νουμε, ότι οποιαδήποτε επέμβαση  πρέ­πει απαραί­τητα να σέβε­ται τις μοναδικότητες του ελληνικού χώρου, όπως εί­ναι το τοπίο και ο αρχαι­ολογικός πλού­τος.
Επανέρχομαι στο βιβλίο. Ο συγγρα­φέας εξετάζει το μουσείο στην εξέλιξή του στον δυτικό πολιτισμό. Αναγνω­ρίζει την άρρηκτη σχέση του με το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και επιχειρεί τη διαπραγμάτευση του θέματος στο πλαίσιο αυτό. Παραθέτει πλήθος από συνδέσεις, συγκρίσεις, παραλληλι­σμούς σε ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό, γλωσσικό-νοηματικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η μουσειολογία συγκρίνεται με την κτιριολογία, η κοινω­νι­κή ανά­γκη διαχείρισης της μνήμης συγκρίνε­ται με τη δημιουργία και ανά­πτυξη του θεσμού των μουσείων. Η τυπολογία και η μορφή με το αντίστοιχο ιδεολογικό πλαίσιο, με την κοινωνική και επιστημονική εξέλιξη. Ιδιαίτερη ενότητα στο βιβλίο καταλαμβάνει ο συσχετισμός της εμφάνισης και εξέλιξης της μουσειο­λογίας με την ιστορική εξέλιξη του μουσείου.

Τέλος, τολμά μια έξοδο από το ασφα­λές γνωστικό του πεδίο για να συνδέσει το φαινόμενο «μουσείο» με το πολιτικο-ιστορικό του πλαίσιο. Για τον λόγο αυ­τό, και μέσα από αυτή τη σκοπιά γίνε­ται σύντομη ιστορική αναδρομή σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Γενικά, o συγγρα­φέ­ας απορρίπτοντας τα στερεότυπα, ο­δη­γεί σε θεμελιώδεις μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Ανεξάρτητα από το αν συμ­φω­νεί κανείς σε όλα τα σημεία, η αναλυτι­κή παράθεση αποτελεί κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη αρετή του βι­βλίου.




Centre Pompidou, R. Piano, R. Rogers, Παρίσι, 1977

Η άλλη μεγάλη αρετή του είναι ο α­φη­­γηματικός λόγος. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι ζω­ντανή και ρέει αβίαστα. Οι επαναλή­ψεις που συναντώνται στο κείμενο γίνονται σκόπιμα. Εδώ, διαφαίνεται ο Τζώ­­νος ως καθηγητής, που τις χρησιμοποιεί  για να ενισχύσει τον διδακτικό ρόλο του βιβλίου. Για να καταστήσει πιο εναργή τη σκέψη του, δανείζεται όρους από άλλους επιστημονικούς χώ­ρους, όπως τη Φυσική. Λέει, για παράδειγμα: η «πολυεστιακή» οργάνωση των μουσειακών χώρων. Αυτό βέβαια, και όχι τυχαία, αποτελεί κοινή πρα­κτι­κή πολ­λών θεωρητικών κειμένων γραμ­­μέ­νων από αρχιτέκτονες. Οι αρχιτέκτο­νες, όταν γρά­φουμε, αρεσκόμα­στε στο να εκφραζόμα­στε με μεταφο­ρές. Καταφεύγουμε επί­σης σε παραθέ­ματα από λο­γοτεχνικά κείμενα, επιλέγοντας κα­τά προτίμηση αυτά που μεταδίδουν νο­ή­ματα μέσα από οπτικές αντιστοι­χί­ες. «Ο άνθρωπος και η φύση μιλάνε την ίδια γλώσσα με χέρια που βλέπουνε και μάτια που αισθάνονται» έλεγε ο Goethe και μετέγραφε ο Άρης Κωνστα­ντινί­δης. Σχηματοποι­ούμε, δη­λαδή, έν­νοιες. Η τάση της αναζήτησης οπτικού ανά­λο­γου προς μία έννοια α­πλώνεται βέ­βαια σε όλο το φά­σμα των αισθήσεων. 

Εδώ μεταφέρω κάποια ακόμη παραδείγματα σχηματοποίησης εννοιών από το κείμενο του Τζώνου: «εκθεσιακή προ­σέγγιση γειωμένη σε ιστορικό χρό­νο και τόπο», «ιστορική γείωση», «ευ­θεία σύνδεση μεταξύ ιστορικών κινη­μά­των», «βηματισμός κοινωνιών», «θολώ­νουν τα όρια», «λιμνάζουσα χρονική περίοδος».

Η δράση μας όμως είναι και αμφί­δρο­μη. Όχι μόνο σχηματοποιούμε έν­νοιες, αλλά και εννοιοποιούμε σχήματα (συνδέουμε δηλαδή τα σχήματά μας με έν­νοιες). Φέρνω ένα παράδειγμα από το βιβλίο: «Η αισθητική του κενού ιερο­ποι­εί τον χώρο». Αυτή η διαδικασία, που για συντομία αποκάλεσα εννοιο­ποί­ηση σχημάτων, δηλαδή η αναζήτη­ση εννοιολογικού ανάλογου σε μια ει­κόνα, σε ένα σχέδιο, ακολουθείται συ­χνά από αρχιτέκτονες όταν επιχειρούν να αποκαλύψουν την ουσία ενός έργου τους, να μεταδώσουν τους συμβολι­σμούς  που επιδίωξαν να περιλάβουν σε αυτό.

Είναι γνωστό πώς ο Aldo Rossi κλεί­νει το έργο του Επιστημονική αυτοβιο­γραφία λέγοντας: «Έτσι, ίσως, αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά η ιστορία ενός σχε­δίου και, όπως κάθε σχέδιο, πρέπει με κάποιον τρόπο να ολοκληρωθεί.»  Πρόκειται, όπως έχει ειπωθεί, για την «ευδιάθετη τάση του να ανακαλύπτει μυστικές αντιστοιχίες ― πυρήνας της αναλογικής σκέψης που χαρακτηρίζει τις θεωρητικές του θέσεις».

Η μεταφορά λοιπόν είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας και προώθησης των ιδεών μας. Προσφιλής, γιατί κατευ­θύ­νει προς ένα “περιβάλλον”, δημιουργεί ατμό­σφαιρα, προκαλεί συναισθήματα, αλλά ταυτόχρονα μας επιτρέπει να ονειροπολούμε, να απελευθερώνουμε τη φαντασία. Η έλλειψη ακριβολογίας, κυ­ριολεξίας, παρέχει, εν γνώσει μας, πολλά περιθώρια ερμηνειών. Διατηρεί παρού­σα την καλλιτεχνική διάσταση της αρχιτεκτονικής και οπωσδήποτε αφήνει χώρο στην παρόρμηση. 

Αυτός ο τρό­πος έκφρασης, που α­σφαλώς μας χαρακτηρίζει, τονίζει διά­φορες επιμέ­ρους πλευρές της αρχιτεκτο­νικής και, για λόγους έμφασης, κά­ποτε καταφεύ­γει σε υπερβολές και α­πο­λυτοποι­ήσεις. Ως υπέρβαση της εξει­δίκευσης, επιτρέπει τη συμφιλίω­ση ε­πι­στήμης και τέχνης, αυ­τών των δια­φορετικών μορ­φών κοινωνικής συνεί­δησης. Χαρακτηρίζει επί­σης την ε­πο­χή μας, κατά την οποία η εικόνα έχει γίνει το κυριότερο μέσο επικοινωνίας. Χαρακτη­ρί­ζει όμως και την κρίση της αρχιτεκτονικής που αναζητεί διεξό­δους μέσα στην τέχνη και την εικό­να. Μά­ταια βέ­βαια, διότι η κρίση δεν οφεί­λε­ται σε έλλειψη μέσων έκφρασης. 

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διανοητές όπως ο Gaston Bachelard έχουν ιδιαίτερη απήχηση στους αρχιτέκτονες. Σε ένα από τα δοκίμιά του όπου εξετάζει πώς λειτουργεί η φαντασία, και έχει τί­τλο: «Νερό και Όνειρα», γράφει: «Ας βά­λουμε στην άκρη όλες τις μεταφορές, (για να πούμε ότι) πρέπει να υπάρχει ενότητα ανάμεσα στις δραστηριότητες πού παράγουν όνειρα και σ’ αυτές πού διαμορφώνουν ιδέες για να δημιουρ­γη­θεί ένα ποιητικό έργο».

Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση στο φαινόμενο, που πρέπει να επισημανθεί. Μήπως η μεταφορά στη σφαίρα του συναισθήματος περιορίζει τα όρια της αρχιτεκτονικής σκέψης; Μήπως ψυχι­κές ιδιότητες όπως τα συναισθήματα, η βού­­ληση και η φαντασία έχουν παραμε­ρίσει την κρίση; Ο καθηγητής Τζώ­νος δεν αφήνει να συμβεί κάτι τέτοιο: για  την ενίσχυση της λεκτικής αναλο­γί­ας  παραθέτει τα οπτικά ανάλογα. Με τις συνοδευτικές εικόνες από μουσεία και εκθέσεις, υποστηρίζει τις διαπιστώ­σεις του, ενώ κάθε επιλογή συνοδεύ­ε­ται από σύντομες, αλλά εύστοχες επί μέ­­ρους κρίσεις. Παντού δίνει παραδείγματα.

Στα τελικά σχόλια αυτού του ιδιαί­τε­ρα φρο­ντισμένου βιβλίου διατυπώνονται δύο κύριες υποθέσεις εργασίας, που κι αυτές στοιχειοθετούνται από πα­ραλληλισμούς, συγχρονικούς και δια­χρονικούς. Η πρώτη υπόθεση παραλληλίζει τις Ριζοσπαστικές πτυχές του Μοντέρνου Κινήματος του Μεσοπολέμου με τη Νέα Μουσειολογία της δεκαετίας του ’80. Εδώ, ο συγγραφέας βρίσκει άμεση τη σύνδεση μεταξύ τους. Διευκρινίζω ότι η Νέα Μουσειολογία, τάση που συνεχίζει να αναπτύσσεται, επιδιώκει τη σφαιρική ερμηνεία του μου­σειακού υλικού. Η δεύτερη υπό­θε­ση παραλληλίζει τον Μεταμοντερνισμό με τη σύγχρονή του Νέα Μου­σειολο­γία. Εδώ επισημαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στην προσπάθεια ερμηνευτι­κής προσέγ­γισης της Νέας Μουσειολο­γίας και στην επιπόλαια ψευδοϊστο­ρι­κή και μορ­φοκρατική προσέγγιση του Μεταμοντερνισμού.

Η τρίτη υπόθεση, υποφωτισμένη στο κείμενο, είναι αλήθεια, εκφράζει την αμφιβολία του συγγραφέα για τη δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου της ίδιας της μουσειολογίας στις μέρες μας. Αυτό το αποδίδει στο γεγονός ότι το μουσείο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία Gestalt (τη μεταφράζω ως ολό­τητα ― ως λειτουργική δομή). Δη­λα­δή, λέει ότι δεν είναι δυνατόν να απο­τε­λεί άθροισμα των επιμέρους δρά­σ­εων των εμπλεκομένων ειδικοτήτων.
Η δική μου αντίδραση στην αμφι­βο­λία του σχετίζεται με την υποψία μου για την ενδόμυχη βεβαιότητα του συγγραφέα ότι ο αρχιτέκτονας είναι αυτός που πρέπει να έχει το απόλυτο πρόσταγ­­μα κατά τη δημιουργία ενός τόσο σύν­θετου έργου, όπως είναι ένα μου­σείο.
Το λέω αυτό γιατί διαφαί­νε­ται, νο­μίζω, και σε κάποιες άλλες θέ­σεις του κειμένου, όπου ο συγγραφέας καταλαμ­­βάνεται από αγωνία να πείσει για τη σπουδαιότητα της αρχιτεκτο­νικής, για το εύρος της. Αθέλητα, γίνεται κά­πως απολογητικός. Ίσως, γιατί βλέ­πει την αρχιτεκτονική, στον τόπο μας ιδιαίτε­ρα, να εμφανίζεται υποβαθμι­σμέ­νη. Μή­­πως όμως και αυτή ακολου­θεί κά­ποια γενικότερη έκπτωση αξιών; Μή­­πως τελικά η απαξίωση οφείλεται στις σημερινές δομές που προσδιορί­ζουν τους στόχους και τον τρόπο ά­σκη­­σης της αρχιτεκτονικής;

[περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 82, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια: