Πάνος Τζώνος
Μουσείο και Νεωτερικότητα
Θεσσαλονίκη
Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα
Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία»
& Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2014
88 σ. · 26x21εκ.
ISBN 978-960-7568-36-6
τιμή: 18,35 ευρώ (περιλαμβάνεται Φ.Π.Α.)
Κυκλοφορεί, σε δεύτερη έκδοση, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (α΄: Παπασωτηρίου, 2007) το βιβλίο του Πάνου Τζώνου Μουσείο και Νεωτερικότητα.
Το βιβλίο
Όπως γράφει ο συγγραφέας:
Altes Museum, Bερολίνο
Νatural History Museum, South Kensington
Guggenheim Museum, Νέα Υόρκη
Museo di Castelvecchio, Bερόνα
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο συγγραφέας
Κεντρική διάθεση
Θεσσαλονίκη & Βόρεια Ελλάδα: Κέντρο του Βιβλίου, Λασσάνη 3, τηλ. 2310 237463
Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου, Ζαλόγγου 9, τηλ. 210 3800520
Αποστέλλεται και με αντικαταβολή από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου
πληροφορίες - παραγγελίες: entefkti@otenet.gr
βιβλιοκρισία της Αγνής Κούβελα
για την πρώτη έκδοση του βιβλίου
Μουσειολογική διάλεκτος
Το θέμα του βιβλίου, όπως το προσδιορίζει επιγραμματικά ο συγγραφέας στη σελίδα 80, είναι: «το μουσείο ως θεσμός, η μουσειολογία και η αρχιτεκτονική μουσείων και εκθέσεων στη μεταξύ τους σχέση, μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο». Αναφέρεται στα χρόνια από την Αναγέννηση ως σήμερα, στα χρόνια δηλαδή της Νεωτερικότητας ή Modernity, όπως συναντάται ο όρος στα αγγλικά. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Νεωτερικότητας που τη διαφοροποιούν από άλλες περιόδους, καθώς και η φύση του ποιοτικού άλματος από την προηγούμενη περίοδο προς αυτή, βρίσκονται κατά τον συγγραφέα στη συνάντηση της κοινωνικής, επιστημονικής, επιστημολογικής και φιλοσοφικής εξέλιξης. Τότε διαπιστώνεται η έκρηξη του θεσμού των μουσείων για την προβολή και επιβεβαίωση της δημόσιας εικόνας της μεταμοντέρνας κοινωνίας.
Για τους Έλληνες, το μουσείο ως θεσμός έχει προφανές ενδιαφέρον. Σε όσους παρακολουθούν τη διεθνή εξέλιξή του, γεννώνται ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπό του στην Ελλάδα, μια χώρα-μουσείο αρχαιοτήτων. Ποιες ιδεολογικές και εκθεσιακές ανάγκες καλείται να εξυπηρετήσει; Ποια είναι η σχέση του με τον αρχαιολογικό χώρο; Οι νέες μουσειολογικές τάσεις διεθνώς στοχεύουν στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του μουσείου με το κοινό, επιδιώκοντας την προσέλκυση μεγαλύτερου και ενεργητικότερου αριθμού επισκεπτών.
Τα αρχαιολογικά μουσεία αντιμετωπίζονται όχι ως μουσεία αρχαίας τέχνης αλλά ως μουσεία αρχαίας κοινωνίας· όχι μουσεία για τους μυημένους, αλλά μουσεία για όλους. Είναι γνωστός ο μακρύς δρόμος πού έχει να διανύσει η χώρα για τον εκσυγχρονισμό των μουσείων της. Δεν θα σταθώ σε τούτο το ζήτημα. Αρκούμαι στην επανάληψη αυτού πού συχνά επισημαίνουμε, ότι οποιαδήποτε επέμβαση πρέπει απαραίτητα να σέβεται τις μοναδικότητες του ελληνικού χώρου, όπως είναι το τοπίο και ο αρχαιολογικός πλούτος.
Επανέρχομαι στο βιβλίο. Ο συγγραφέας εξετάζει το μουσείο στην εξέλιξή του στον δυτικό πολιτισμό. Αναγνωρίζει την άρρηκτη σχέση του με το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και επιχειρεί τη διαπραγμάτευση του θέματος στο πλαίσιο αυτό. Παραθέτει πλήθος από συνδέσεις, συγκρίσεις, παραλληλισμούς σε ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό, γλωσσικό-νοηματικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η μουσειολογία συγκρίνεται με την κτιριολογία, η κοινωνική ανάγκη διαχείρισης της μνήμης συγκρίνεται με τη δημιουργία και ανάπτυξη του θεσμού των μουσείων. Η τυπολογία και η μορφή με το αντίστοιχο ιδεολογικό πλαίσιο, με την κοινωνική και επιστημονική εξέλιξη. Ιδιαίτερη ενότητα στο βιβλίο καταλαμβάνει ο συσχετισμός της εμφάνισης και εξέλιξης της μουσειολογίας με την ιστορική εξέλιξη του μουσείου.
Τέλος, τολμά μια έξοδο από το ασφαλές γνωστικό του πεδίο για να συνδέσει το φαινόμενο «μουσείο» με το πολιτικο-ιστορικό του πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό, και μέσα από αυτή τη σκοπιά γίνεται σύντομη ιστορική αναδρομή σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Γενικά, o συγγραφέας απορρίπτοντας τα στερεότυπα, οδηγεί σε θεμελιώδεις μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς σε όλα τα σημεία, η αναλυτική παράθεση αποτελεί κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου.
Η άλλη μεγάλη αρετή του είναι ο αφηγηματικός λόγος. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι ζωντανή και ρέει αβίαστα. Οι επαναλήψεις που συναντώνται στο κείμενο γίνονται σκόπιμα. Εδώ, διαφαίνεται ο Τζώνος ως καθηγητής, που τις χρησιμοποιεί για να ενισχύσει τον διδακτικό ρόλο του βιβλίου. Για να καταστήσει πιο εναργή τη σκέψη του, δανείζεται όρους από άλλους επιστημονικούς χώρους, όπως τη Φυσική. Λέει, για παράδειγμα: η «πολυεστιακή» οργάνωση των μουσειακών χώρων. Αυτό βέβαια, και όχι τυχαία, αποτελεί κοινή πρακτική πολλών θεωρητικών κειμένων γραμμένων από αρχιτέκτονες. Οι αρχιτέκτονες, όταν γράφουμε, αρεσκόμαστε στο να εκφραζόμαστε με μεταφορές. Καταφεύγουμε επίσης σε παραθέματα από λογοτεχνικά κείμενα, επιλέγοντας κατά προτίμηση αυτά που μεταδίδουν νοήματα μέσα από οπτικές αντιστοιχίες. «Ο άνθρωπος και η φύση μιλάνε την ίδια γλώσσα με χέρια που βλέπουνε και μάτια που αισθάνονται» έλεγε ο Goethe και μετέγραφε ο Άρης Κωνσταντινίδης. Σχηματοποιούμε, δηλαδή, έννοιες. Η τάση της αναζήτησης οπτικού ανάλογου προς μία έννοια απλώνεται βέβαια σε όλο το φάσμα των αισθήσεων.
Εδώ μεταφέρω κάποια ακόμη παραδείγματα σχηματοποίησης εννοιών από το κείμενο του Τζώνου: «εκθεσιακή προσέγγιση γειωμένη σε ιστορικό χρόνο και τόπο», «ιστορική γείωση», «ευθεία σύνδεση μεταξύ ιστορικών κινημάτων», «βηματισμός κοινωνιών», «θολώνουν τα όρια», «λιμνάζουσα χρονική περίοδος».
Η δράση μας όμως είναι και αμφίδρομη. Όχι μόνο σχηματοποιούμε έννοιες, αλλά και εννοιοποιούμε σχήματα (συνδέουμε δηλαδή τα σχήματά μας με έννοιες). Φέρνω ένα παράδειγμα από το βιβλίο: «Η αισθητική του κενού ιεροποιεί τον χώρο». Αυτή η διαδικασία, που για συντομία αποκάλεσα εννοιοποίηση σχημάτων, δηλαδή η αναζήτηση εννοιολογικού ανάλογου σε μια εικόνα, σε ένα σχέδιο, ακολουθείται συχνά από αρχιτέκτονες όταν επιχειρούν να αποκαλύψουν την ουσία ενός έργου τους, να μεταδώσουν τους συμβολισμούς που επιδίωξαν να περιλάβουν σε αυτό.
Είναι γνωστό πώς ο Aldo Rossi κλείνει το έργο του Επιστημονική αυτοβιογραφία λέγοντας: «Έτσι, ίσως, αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά η ιστορία ενός σχεδίου και, όπως κάθε σχέδιο, πρέπει με κάποιον τρόπο να ολοκληρωθεί.» Πρόκειται, όπως έχει ειπωθεί, για την «ευδιάθετη τάση του να ανακαλύπτει μυστικές αντιστοιχίες ― πυρήνας της αναλογικής σκέψης που χαρακτηρίζει τις θεωρητικές του θέσεις».
Η μεταφορά λοιπόν είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας και προώθησης των ιδεών μας. Προσφιλής, γιατί κατευθύνει προς ένα “περιβάλλον”, δημιουργεί ατμόσφαιρα, προκαλεί συναισθήματα, αλλά ταυτόχρονα μας επιτρέπει να ονειροπολούμε, να απελευθερώνουμε τη φαντασία. Η έλλειψη ακριβολογίας, κυριολεξίας, παρέχει, εν γνώσει μας, πολλά περιθώρια ερμηνειών. Διατηρεί παρούσα την καλλιτεχνική διάσταση της αρχιτεκτονικής και οπωσδήποτε αφήνει χώρο στην παρόρμηση.
Αυτός ο τρόπος έκφρασης, που ασφαλώς μας χαρακτηρίζει, τονίζει διάφορες επιμέρους πλευρές της αρχιτεκτονικής και, για λόγους έμφασης, κάποτε καταφεύγει σε υπερβολές και απολυτοποιήσεις. Ως υπέρβαση της εξειδίκευσης, επιτρέπει τη συμφιλίωση επιστήμης και τέχνης, αυτών των διαφορετικών μορφών κοινωνικής συνείδησης. Χαρακτηρίζει επίσης την εποχή μας, κατά την οποία η εικόνα έχει γίνει το κυριότερο μέσο επικοινωνίας. Χαρακτηρίζει όμως και την κρίση της αρχιτεκτονικής που αναζητεί διεξόδους μέσα στην τέχνη και την εικόνα. Μάταια βέβαια, διότι η κρίση δεν οφείλεται σε έλλειψη μέσων έκφρασης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διανοητές όπως ο Gaston Bachelard έχουν ιδιαίτερη απήχηση στους αρχιτέκτονες. Σε ένα από τα δοκίμιά του όπου εξετάζει πώς λειτουργεί η φαντασία, και έχει τίτλο: «Νερό και Όνειρα», γράφει: «Ας βάλουμε στην άκρη όλες τις μεταφορές, (για να πούμε ότι) πρέπει να υπάρχει ενότητα ανάμεσα στις δραστηριότητες πού παράγουν όνειρα και σ’ αυτές πού διαμορφώνουν ιδέες για να δημιουργηθεί ένα ποιητικό έργο».
Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση στο φαινόμενο, που πρέπει να επισημανθεί. Μήπως η μεταφορά στη σφαίρα του συναισθήματος περιορίζει τα όρια της αρχιτεκτονικής σκέψης; Μήπως ψυχικές ιδιότητες όπως τα συναισθήματα, η βούληση και η φαντασία έχουν παραμερίσει την κρίση; Ο καθηγητής Τζώνος δεν αφήνει να συμβεί κάτι τέτοιο: για την ενίσχυση της λεκτικής αναλογίας παραθέτει τα οπτικά ανάλογα. Με τις συνοδευτικές εικόνες από μουσεία και εκθέσεις, υποστηρίζει τις διαπιστώσεις του, ενώ κάθε επιλογή συνοδεύεται από σύντομες, αλλά εύστοχες επί μέρους κρίσεις. Παντού δίνει παραδείγματα.
Στα τελικά σχόλια αυτού του ιδιαίτερα φροντισμένου βιβλίου διατυπώνονται δύο κύριες υποθέσεις εργασίας, που κι αυτές στοιχειοθετούνται από παραλληλισμούς, συγχρονικούς και διαχρονικούς. Η πρώτη υπόθεση παραλληλίζει τις Ριζοσπαστικές πτυχές του Μοντέρνου Κινήματος του Μεσοπολέμου με τη Νέα Μουσειολογία της δεκαετίας του ’80. Εδώ, ο συγγραφέας βρίσκει άμεση τη σύνδεση μεταξύ τους. Διευκρινίζω ότι η Νέα Μουσειολογία, τάση που συνεχίζει να αναπτύσσεται, επιδιώκει τη σφαιρική ερμηνεία του μουσειακού υλικού. Η δεύτερη υπόθεση παραλληλίζει τον Μεταμοντερνισμό με τη σύγχρονή του Νέα Μουσειολογία. Εδώ επισημαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στην προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της Νέας Μουσειολογίας και στην επιπόλαια ψευδοϊστορική και μορφοκρατική προσέγγιση του Μεταμοντερνισμού.
Η τρίτη υπόθεση, υποφωτισμένη στο κείμενο, είναι αλήθεια, εκφράζει την αμφιβολία του συγγραφέα για τη δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου της ίδιας της μουσειολογίας στις μέρες μας. Αυτό το αποδίδει στο γεγονός ότι το μουσείο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία Gestalt (τη μεταφράζω ως ολότητα ― ως λειτουργική δομή). Δηλαδή, λέει ότι δεν είναι δυνατόν να αποτελεί άθροισμα των επιμέρους δράσεων των εμπλεκομένων ειδικοτήτων.
Η δική μου αντίδραση στην αμφιβολία του σχετίζεται με την υποψία μου για την ενδόμυχη βεβαιότητα του συγγραφέα ότι ο αρχιτέκτονας είναι αυτός που πρέπει να έχει το απόλυτο πρόσταγμα κατά τη δημιουργία ενός τόσο σύνθετου έργου, όπως είναι ένα μουσείο.
Το λέω αυτό γιατί διαφαίνεται, νομίζω, και σε κάποιες άλλες θέσεις του κειμένου, όπου ο συγγραφέας καταλαμβάνεται από αγωνία να πείσει για τη σπουδαιότητα της αρχιτεκτονικής, για το εύρος της. Αθέλητα, γίνεται κάπως απολογητικός. Ίσως, γιατί βλέπει την αρχιτεκτονική, στον τόπο μας ιδιαίτερα, να εμφανίζεται υποβαθμισμένη. Μήπως όμως και αυτή ακολουθεί κάποια γενικότερη έκπτωση αξιών; Μήπως τελικά η απαξίωση οφείλεται στις σημερινές δομές που προσδιορίζουν τους στόχους και τον τρόπο άσκησης της αρχιτεκτονικής;
Μουσείο και Νεωτερικότητα
Θεσσαλονίκη
Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα
Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία»
& Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2014
88 σ. · 26x21εκ.
ISBN 978-960-7568-36-6
τιμή: 18,35 ευρώ (περιλαμβάνεται Φ.Π.Α.)
Κυκλοφορεί, σε δεύτερη έκδοση, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (α΄: Παπασωτηρίου, 2007) το βιβλίο του Πάνου Τζώνου Μουσείο και Νεωτερικότητα.
Το βιβλίο
Όπως γράφει ο συγγραφέας:
Κατά
τις τελευταίες
τρεις δεκαετίες
παρατηρείται
μια πρωτοφανής και
συνεχώς επιταχυνόμενη ανάπτυξη των
μουσείων στις
οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες,
από
πλευράς
τόσο θεσμού
όσο και
κτιριακής υποδομής. Η
ανάπτυξη
αυτή είναι
τόσο ποσοτική όσο
και ποιοτική.
Το
φαινόμενο δεν
είναι χωρίς
προηγούμενο.
Από
τις αρχές
του 19ου
αιώνα, οπότε δημιουργήθηκε
ο θεσμός
του μουσείου,
με τη
σημερινή του
έννοια, και
κτίστηκαν τα
πρώτα
κτίρια μουσείων,
μέχρι το
τέλος του
αιώνα, παρατηρήθηκε, τηρουμένων
των αναλογιών,
ανάλογη έκρηξη.
Στις
σημερινές, βιομηχανικά
ανεπτυγμένες
και εύπορες, κοινωνίες
της «ύστερης
νεωτερικότητας» το
μουσείο έχει
γίνει ένα
από
τα sine
qua
non
ιδρύματα πολιτιστικού εξοπλισμού, και
μάλιστα αυτό
που
έχει τη
μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, χρησιμοποιείται ως
ναυαρχίδα μεταξύ
των κτιρίων
κύρους τόσο
σε μητροπόλεις όσο
και σε
κωμοπόλεις
ή κώμες
με στοιχειώδεις
φιλοδοξίες προβολής και
ανάπτυξης.
Το
μουσείο είναι
δημοφιλέστατος τόπος επίσκεψης σχολικών
τάξεων κατά
το πρόγραμμα μαθημάτων,
οικογενειών κατά
την έξοδο
του σαββατοκύριακου,
και φυσικά
μαζών από τουρίστες
κατά την
ατομική ή
οργανωμένη επέλαση σε
άγνωστους τόπους. Τα
εγκαίνια της
επανέκθεσης
μιας μόνιμης
συλλογής ή,
ακόμη περισσότερο, μιας
πανάκριβα
οργανωμένης θεματικής
έκθεσης γίνονται
δημόσιο θέμα
συζήτησης και
προσελκύουν
αφάνταστους αριθμούς
επισκεπτών.
Το
μουσείο αποτελεί το
πιο
περιζήτητο
αντικείμενο αρχιτεκτονικού
σχεδιασμού για
το διεθνές
αρχιτεκτονικό star
system,
έχει αναχθεί
σε αιχμή
του δόρατος
για πειραματισμό κάθε
νέας αρχιτεκτονικής
ιδέας ή
τάσης, με
απόσταση
περισσότερο
από
κάθε άλλη
κτιριακή κατηγορία.
Έχει
γίνει όργανο
αστικής ανάπλασης σε
υποβαθμισμένες
περιοχές
μεγάλων πόλεων, εργαλείο
δημοτικής ή
κρατικής πολιτικής για
τη διαμόρφωση
ή αναβάθμιση
του προσώπου
ολόκληρων μεγαλουπόλεων, όπως η
Φρανκφούρτη, το
Παρίσι ή
το Βερολίνο,
ή και
περιφερειακών
πρωτευουσών,
όπως
το Μπιλμπάο.
Το
επαγγελματικό
προφίλ
του ειδικού
για τα
μουσεία, με
δίπλωμα
οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών, δημιουργήθηκε
μόλις πριν από περίπου
τριάντα χρόνια,
και ο
όρος Μουσειολογία
μόλις πριν από περίπου
είκοσι, ακριβώς
παράλληλα
με την
τελευταία ‘έκρηξη’
του μουσείου.
Το
μουσείο μπήκε στη
ζωή μας
για τα
καλά – πήγα να
πω
«όπως
η τηλεόραση»…
Ο συγγραφέας
Ο Πάνος Τζώνος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1940. Σπουδές
αρχιτεκτονικής στην Technische Universität Karlsruhe.
Διδακτορική διατριβή στην Πολυτεχνική Σχολή A.Π.Θ.
Mεταπτυχιακές σπουδές
και έρευνα στην Architectural Association School of Architecture, London. Aπό
το 1974 καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Tμήμα Aρχιτεκτόνων
της Πολυτεχνικής Σχολής A.Π.Θ. Από το 2002 συντονιστής στη διδακτική περιοχή
του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μουσείων και εκθέσεων και ανάδειξης αρχαιολογικών
χώρων, μνημείων και συνόλων στο Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
Μουσειολογίας του Α.Π.Θ. και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Aπό το 1966 ώς το 2008
αρχιτεκτονικό γραφείο Π. Τζώνος, Γ. Χόιπελ, Ξ. Χόιπελ και από το 2008
αρχιτεκτονικό γραφείο Π. Τζώνος & Συνεργάτες.
Συμμετοχές και βραβεία σε αρχιτεκτονικούς
διαγωνισμούς και μελέτες δημοσίων και ιδιωτικών έργων, ενώ κατά την τελευταία
εικοσαετία κυρίως κτιρίων πολιτισμού, μεταξύ των οποίων περισσότερα μουσεία και
μουσειακές εκθέσεις μόνιμων συλλογών.
Έχει γράψει βιβλία για τη θεωρία και εφαρμογή της αρχιτεκτονικής, καθώς
και για την αρχιτεκτονική μουσειολογία και τον εκθεσιακό σχεδιασμό.
Κεντρική διάθεση
Θεσσαλονίκη & Βόρεια Ελλάδα: Κέντρο του Βιβλίου, Λασσάνη 3, τηλ. 2310 237463
Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου, Ζαλόγγου 9, τηλ. 210 3800520
Αποστέλλεται και με αντικαταβολή από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου
πληροφορίες - παραγγελίες: entefkti@otenet.gr
βιβλιοκρισία της Αγνής Κούβελα
για την πρώτη έκδοση του βιβλίου
Μουσειολογική διάλεκτος
Το θέμα του βιβλίου, όπως το προσδιορίζει επιγραμματικά ο συγγραφέας στη σελίδα 80, είναι: «το μουσείο ως θεσμός, η μουσειολογία και η αρχιτεκτονική μουσείων και εκθέσεων στη μεταξύ τους σχέση, μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο». Αναφέρεται στα χρόνια από την Αναγέννηση ως σήμερα, στα χρόνια δηλαδή της Νεωτερικότητας ή Modernity, όπως συναντάται ο όρος στα αγγλικά. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Νεωτερικότητας που τη διαφοροποιούν από άλλες περιόδους, καθώς και η φύση του ποιοτικού άλματος από την προηγούμενη περίοδο προς αυτή, βρίσκονται κατά τον συγγραφέα στη συνάντηση της κοινωνικής, επιστημονικής, επιστημολογικής και φιλοσοφικής εξέλιξης. Τότε διαπιστώνεται η έκρηξη του θεσμού των μουσείων για την προβολή και επιβεβαίωση της δημόσιας εικόνας της μεταμοντέρνας κοινωνίας.
Για τους Έλληνες, το μουσείο ως θεσμός έχει προφανές ενδιαφέρον. Σε όσους παρακολουθούν τη διεθνή εξέλιξή του, γεννώνται ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπό του στην Ελλάδα, μια χώρα-μουσείο αρχαιοτήτων. Ποιες ιδεολογικές και εκθεσιακές ανάγκες καλείται να εξυπηρετήσει; Ποια είναι η σχέση του με τον αρχαιολογικό χώρο; Οι νέες μουσειολογικές τάσεις διεθνώς στοχεύουν στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του μουσείου με το κοινό, επιδιώκοντας την προσέλκυση μεγαλύτερου και ενεργητικότερου αριθμού επισκεπτών.
Τα αρχαιολογικά μουσεία αντιμετωπίζονται όχι ως μουσεία αρχαίας τέχνης αλλά ως μουσεία αρχαίας κοινωνίας· όχι μουσεία για τους μυημένους, αλλά μουσεία για όλους. Είναι γνωστός ο μακρύς δρόμος πού έχει να διανύσει η χώρα για τον εκσυγχρονισμό των μουσείων της. Δεν θα σταθώ σε τούτο το ζήτημα. Αρκούμαι στην επανάληψη αυτού πού συχνά επισημαίνουμε, ότι οποιαδήποτε επέμβαση πρέπει απαραίτητα να σέβεται τις μοναδικότητες του ελληνικού χώρου, όπως είναι το τοπίο και ο αρχαιολογικός πλούτος.
Επανέρχομαι στο βιβλίο. Ο συγγραφέας εξετάζει το μουσείο στην εξέλιξή του στον δυτικό πολιτισμό. Αναγνωρίζει την άρρηκτη σχέση του με το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο και επιχειρεί τη διαπραγμάτευση του θέματος στο πλαίσιο αυτό. Παραθέτει πλήθος από συνδέσεις, συγκρίσεις, παραλληλισμούς σε ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό, γλωσσικό-νοηματικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η μουσειολογία συγκρίνεται με την κτιριολογία, η κοινωνική ανάγκη διαχείρισης της μνήμης συγκρίνεται με τη δημιουργία και ανάπτυξη του θεσμού των μουσείων. Η τυπολογία και η μορφή με το αντίστοιχο ιδεολογικό πλαίσιο, με την κοινωνική και επιστημονική εξέλιξη. Ιδιαίτερη ενότητα στο βιβλίο καταλαμβάνει ο συσχετισμός της εμφάνισης και εξέλιξης της μουσειολογίας με την ιστορική εξέλιξη του μουσείου.
Τέλος, τολμά μια έξοδο από το ασφαλές γνωστικό του πεδίο για να συνδέσει το φαινόμενο «μουσείο» με το πολιτικο-ιστορικό του πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό, και μέσα από αυτή τη σκοπιά γίνεται σύντομη ιστορική αναδρομή σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Γενικά, o συγγραφέας απορρίπτοντας τα στερεότυπα, οδηγεί σε θεμελιώδεις μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς σε όλα τα σημεία, η αναλυτική παράθεση αποτελεί κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου.
Centre Pompidou, R. Piano, R. Rogers, Παρίσι, 1977
Η άλλη μεγάλη αρετή του είναι ο αφηγηματικός λόγος. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι ζωντανή και ρέει αβίαστα. Οι επαναλήψεις που συναντώνται στο κείμενο γίνονται σκόπιμα. Εδώ, διαφαίνεται ο Τζώνος ως καθηγητής, που τις χρησιμοποιεί για να ενισχύσει τον διδακτικό ρόλο του βιβλίου. Για να καταστήσει πιο εναργή τη σκέψη του, δανείζεται όρους από άλλους επιστημονικούς χώρους, όπως τη Φυσική. Λέει, για παράδειγμα: η «πολυεστιακή» οργάνωση των μουσειακών χώρων. Αυτό βέβαια, και όχι τυχαία, αποτελεί κοινή πρακτική πολλών θεωρητικών κειμένων γραμμένων από αρχιτέκτονες. Οι αρχιτέκτονες, όταν γράφουμε, αρεσκόμαστε στο να εκφραζόμαστε με μεταφορές. Καταφεύγουμε επίσης σε παραθέματα από λογοτεχνικά κείμενα, επιλέγοντας κατά προτίμηση αυτά που μεταδίδουν νοήματα μέσα από οπτικές αντιστοιχίες. «Ο άνθρωπος και η φύση μιλάνε την ίδια γλώσσα με χέρια που βλέπουνε και μάτια που αισθάνονται» έλεγε ο Goethe και μετέγραφε ο Άρης Κωνσταντινίδης. Σχηματοποιούμε, δηλαδή, έννοιες. Η τάση της αναζήτησης οπτικού ανάλογου προς μία έννοια απλώνεται βέβαια σε όλο το φάσμα των αισθήσεων.
Εδώ μεταφέρω κάποια ακόμη παραδείγματα σχηματοποίησης εννοιών από το κείμενο του Τζώνου: «εκθεσιακή προσέγγιση γειωμένη σε ιστορικό χρόνο και τόπο», «ιστορική γείωση», «ευθεία σύνδεση μεταξύ ιστορικών κινημάτων», «βηματισμός κοινωνιών», «θολώνουν τα όρια», «λιμνάζουσα χρονική περίοδος».
Η δράση μας όμως είναι και αμφίδρομη. Όχι μόνο σχηματοποιούμε έννοιες, αλλά και εννοιοποιούμε σχήματα (συνδέουμε δηλαδή τα σχήματά μας με έννοιες). Φέρνω ένα παράδειγμα από το βιβλίο: «Η αισθητική του κενού ιεροποιεί τον χώρο». Αυτή η διαδικασία, που για συντομία αποκάλεσα εννοιοποίηση σχημάτων, δηλαδή η αναζήτηση εννοιολογικού ανάλογου σε μια εικόνα, σε ένα σχέδιο, ακολουθείται συχνά από αρχιτέκτονες όταν επιχειρούν να αποκαλύψουν την ουσία ενός έργου τους, να μεταδώσουν τους συμβολισμούς που επιδίωξαν να περιλάβουν σε αυτό.
Είναι γνωστό πώς ο Aldo Rossi κλείνει το έργο του Επιστημονική αυτοβιογραφία λέγοντας: «Έτσι, ίσως, αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά η ιστορία ενός σχεδίου και, όπως κάθε σχέδιο, πρέπει με κάποιον τρόπο να ολοκληρωθεί.» Πρόκειται, όπως έχει ειπωθεί, για την «ευδιάθετη τάση του να ανακαλύπτει μυστικές αντιστοιχίες ― πυρήνας της αναλογικής σκέψης που χαρακτηρίζει τις θεωρητικές του θέσεις».
Η μεταφορά λοιπόν είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας και προώθησης των ιδεών μας. Προσφιλής, γιατί κατευθύνει προς ένα “περιβάλλον”, δημιουργεί ατμόσφαιρα, προκαλεί συναισθήματα, αλλά ταυτόχρονα μας επιτρέπει να ονειροπολούμε, να απελευθερώνουμε τη φαντασία. Η έλλειψη ακριβολογίας, κυριολεξίας, παρέχει, εν γνώσει μας, πολλά περιθώρια ερμηνειών. Διατηρεί παρούσα την καλλιτεχνική διάσταση της αρχιτεκτονικής και οπωσδήποτε αφήνει χώρο στην παρόρμηση.
Αυτός ο τρόπος έκφρασης, που ασφαλώς μας χαρακτηρίζει, τονίζει διάφορες επιμέρους πλευρές της αρχιτεκτονικής και, για λόγους έμφασης, κάποτε καταφεύγει σε υπερβολές και απολυτοποιήσεις. Ως υπέρβαση της εξειδίκευσης, επιτρέπει τη συμφιλίωση επιστήμης και τέχνης, αυτών των διαφορετικών μορφών κοινωνικής συνείδησης. Χαρακτηρίζει επίσης την εποχή μας, κατά την οποία η εικόνα έχει γίνει το κυριότερο μέσο επικοινωνίας. Χαρακτηρίζει όμως και την κρίση της αρχιτεκτονικής που αναζητεί διεξόδους μέσα στην τέχνη και την εικόνα. Μάταια βέβαια, διότι η κρίση δεν οφείλεται σε έλλειψη μέσων έκφρασης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διανοητές όπως ο Gaston Bachelard έχουν ιδιαίτερη απήχηση στους αρχιτέκτονες. Σε ένα από τα δοκίμιά του όπου εξετάζει πώς λειτουργεί η φαντασία, και έχει τίτλο: «Νερό και Όνειρα», γράφει: «Ας βάλουμε στην άκρη όλες τις μεταφορές, (για να πούμε ότι) πρέπει να υπάρχει ενότητα ανάμεσα στις δραστηριότητες πού παράγουν όνειρα και σ’ αυτές πού διαμορφώνουν ιδέες για να δημιουργηθεί ένα ποιητικό έργο».
Υπάρχει όμως μια άλλη διάσταση στο φαινόμενο, που πρέπει να επισημανθεί. Μήπως η μεταφορά στη σφαίρα του συναισθήματος περιορίζει τα όρια της αρχιτεκτονικής σκέψης; Μήπως ψυχικές ιδιότητες όπως τα συναισθήματα, η βούληση και η φαντασία έχουν παραμερίσει την κρίση; Ο καθηγητής Τζώνος δεν αφήνει να συμβεί κάτι τέτοιο: για την ενίσχυση της λεκτικής αναλογίας παραθέτει τα οπτικά ανάλογα. Με τις συνοδευτικές εικόνες από μουσεία και εκθέσεις, υποστηρίζει τις διαπιστώσεις του, ενώ κάθε επιλογή συνοδεύεται από σύντομες, αλλά εύστοχες επί μέρους κρίσεις. Παντού δίνει παραδείγματα.
Στα τελικά σχόλια αυτού του ιδιαίτερα φροντισμένου βιβλίου διατυπώνονται δύο κύριες υποθέσεις εργασίας, που κι αυτές στοιχειοθετούνται από παραλληλισμούς, συγχρονικούς και διαχρονικούς. Η πρώτη υπόθεση παραλληλίζει τις Ριζοσπαστικές πτυχές του Μοντέρνου Κινήματος του Μεσοπολέμου με τη Νέα Μουσειολογία της δεκαετίας του ’80. Εδώ, ο συγγραφέας βρίσκει άμεση τη σύνδεση μεταξύ τους. Διευκρινίζω ότι η Νέα Μουσειολογία, τάση που συνεχίζει να αναπτύσσεται, επιδιώκει τη σφαιρική ερμηνεία του μουσειακού υλικού. Η δεύτερη υπόθεση παραλληλίζει τον Μεταμοντερνισμό με τη σύγχρονή του Νέα Μουσειολογία. Εδώ επισημαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στην προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της Νέας Μουσειολογίας και στην επιπόλαια ψευδοϊστορική και μορφοκρατική προσέγγιση του Μεταμοντερνισμού.
Η τρίτη υπόθεση, υποφωτισμένη στο κείμενο, είναι αλήθεια, εκφράζει την αμφιβολία του συγγραφέα για τη δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου της ίδιας της μουσειολογίας στις μέρες μας. Αυτό το αποδίδει στο γεγονός ότι το μουσείο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία Gestalt (τη μεταφράζω ως ολότητα ― ως λειτουργική δομή). Δηλαδή, λέει ότι δεν είναι δυνατόν να αποτελεί άθροισμα των επιμέρους δράσεων των εμπλεκομένων ειδικοτήτων.
Η δική μου αντίδραση στην αμφιβολία του σχετίζεται με την υποψία μου για την ενδόμυχη βεβαιότητα του συγγραφέα ότι ο αρχιτέκτονας είναι αυτός που πρέπει να έχει το απόλυτο πρόσταγμα κατά τη δημιουργία ενός τόσο σύνθετου έργου, όπως είναι ένα μουσείο.
Το λέω αυτό γιατί διαφαίνεται, νομίζω, και σε κάποιες άλλες θέσεις του κειμένου, όπου ο συγγραφέας καταλαμβάνεται από αγωνία να πείσει για τη σπουδαιότητα της αρχιτεκτονικής, για το εύρος της. Αθέλητα, γίνεται κάπως απολογητικός. Ίσως, γιατί βλέπει την αρχιτεκτονική, στον τόπο μας ιδιαίτερα, να εμφανίζεται υποβαθμισμένη. Μήπως όμως και αυτή ακολουθεί κάποια γενικότερη έκπτωση αξιών; Μήπως τελικά η απαξίωση οφείλεται στις σημερινές δομές που προσδιορίζουν τους στόχους και τον τρόπο άσκησης της αρχιτεκτονικής;
[περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 82, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου