21.6.13

Ο Χάινριχ Μπελ, τα ΜΜΕ και η ελληνική τηλεόραση

του Θανάση Μπαντέ

πηγή: http://eranistis.net/wordpress



Γιατί ο Μπελ στην «Κατερίνα Μπλουμ» δεν λογοτεχνίζει, ούτε αφηγείται, αλλά καταγράφει σαν δημοσιογραφικό κασετόφωνο, μετατρέποντας το αφήγημα σε ντοκουμέντο.
Γιατί ο Μπελ στην «Κατερίνα Μπλουμ» δεν λογοτεχνίζει, ούτε αφηγείται, αλλά καταγράφει σαν δημοσιογραφικό κασετόφωνο, μετατρέποντας το αφήγημα σε ντοκουμέντο.
Πέραν κάθε αμφιβολίας, όταν ο Μπελ έγραφε τη «Χαμένη Τιμή της Κατερίνα Μπλουμ» ήταν εξοργισμένος. Η οργή του δεν περιορίζεται μόνο στον εναλλακτικό τίτλο του έργου «Πώς γεννιέται η βία και πού μπορεί να οδηγήσει», ούτε στο, έτσι κι αλλιώς, καυστικό περιεχόμενο που κατακρημνίζει κάθε έννοια προσωπικής ελευθερίας. Η οργή διαγράφεται μέσα στον ίδιο το χειρισμό της γλώσσας που είναι κοφτή, επιθετική, ξερή, τελεσιγραφική. Γιατί ο Μπελ στην «Κατερίνα Μπλουμ» δεν λογοτεχνίζει, ούτε αφηγείται, αλλά καταγράφει σαν δημοσιογραφικό κασετόφωνο, μετατρέποντας το αφήγημα σε ντοκουμέντο. Η ντοκουμενταρισμένη οπτική της λογοτεχνίας είναι η σκληρή απάντηση του λογοτέχνη απέναντι στη βία των Μέσων, που προβάλλουν την αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα της αμετάκλητης αλήθειας, η οποία δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη δημοσιογραφική αυθεντία της ενυπόγραφης είδησης, αλλά και από το ίδιο το ύφος, που οφείλει να είναι αδιαπραγμάτευτο, αφού μόνο το αδιαπραγμάτευτο εξασφαλίζει την απήχηση. Μιλάμε δηλαδή για τον αυτοπροσδιορισμό της αυθεντίας που έχει χρέος να καθηλώσει το κοινό (μετατρέποντας την πληροφόρηση σε υπόθεση καθαρά προσωπική) διαπλάθοντάς το, αφού η διάπλαση είναι ο ασφαλέστερος τρόπος της επιβολής. Υπό αυτή την έννοια ο δημοσιογράφος δεν αρκείται απλώς να ενημερώνει. Οφείλει, αν θέλει να επιβιώσει, να κατευθύνει το κοινό, να παίξει το ρόλο του καθοδηγητή, να μετατραπεί σε κοινωνικός μέντορας. Η δύναμη της τηλεοπτικής – κι όχι μόνο – επανάληψης, αποδεικνύεται ανίκητη κι επιβεβαιώνεται από τον πανίσχυρο μηχανισμό της διαφήμισης που στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό. Ο ίδιος μηχανισμός αναδεικνύει δημοσιογράφους παντογνώστες, που διαξιφίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και ουρλιάζουν, προβάλλοντας τον ευτελέστερο λαϊκισμό ως ενημέρωση και καθιστώντας σαφές ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι το δημοσιογραφικό γεγονός, αλλά η δική τους άποψη που πρέπει με κάθε τρόπο να γίνει δημόσια άποψη. Κι αυτό είναι η βία της χειραγώγησης.
Οι διαστρεβλώσεις των λόγων του δημιουργούν ανεπανόρθωτη σύγχυση. Ο Μπελ παραθέτει, σαν δελτία τύπου, τις ακριβείς δηλώσεις του Μπλόρνα και τις ακριβείς δημοσιεύσεις της εφημερίδας.
Οι διαστρεβλώσεις των λόγων του δημιουργούν ανεπανόρθωτη σύγχυση. Ο Μπελ παραθέτει, σαν δελτία τύπου, τις ακριβείς δηλώσεις του Μπλόρνα και τις ακριβείς δημοσιεύσεις της εφημερίδας.
Σ’ αυτή τη βία απαντά ο Μπελ με την ιστορία της Κατερίνα Μπλουμ, η οποία διασύρεται καθημερινά από το δημοσιογράφο Ταίτγκες, στερούμενη κάθε είδους ιδιωτικότητας, και μετατρέπεται σε εξιλαστήριο θύμα μιας ενημέρωσης που μόνο ως αρένα μπορεί να εκληφθεί. Η Μπλουμ φλερτάρει με άγνωστο άντρα σε κοσμικό πάρτι και καταλήγει στο σπίτι της μαζί του. Το πρωί την ξυπνά η αστυνομία, μπουκάρει στο σπίτι της και το κάνει φύλλο και φτερό αναζητώντας το συγκεκριμένο άντρα, που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο πιο διάσημος επικηρυγμένος της Γερμανίας. Αρχίζουν οι ανακρίσεις. Πού τον ήξερε; Πώς έφυγε; Τι σχέσεις είχε μαζί του; Ο Ταίτγκες, δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η υπόθεση έχει ψωμί και ξεκινάει τους κλισαρισμένους πηχυαίους τίτλους «η ερωμένη του φονιά», «το κορίτσι που συγκαλύπτει την παρανομία», «η γυναίκα μυστήριο», «το κλειδί των υποθέσεων» και πάει λέγοντας. Ο δικηγόρος Μπλόρνα, εργοδότης της Κατερίνα, προσπαθεί να μεσολαβήσει με δηλώσεις που κάνει στην εφημερίδα, ευελπιστώντας ότι θα αποκαταστήσει τη «Χαμένη Τιμή της Κατερίνας Μπλουμ». Οι διαστρεβλώσεις των λόγων του δημιουργούν ανεπανόρθωτη σύγχυση. Ο Μπελ παραθέτει, σαν δελτία τύπου, τις ακριβείς δηλώσεις του Μπλόρνα και τις ακριβείς δημοσιεύσεις της εφημερίδας. Η επιστημονικά ανεπαίσθητη αλλοίωση των λέξεων, συνιστά την ανεπανόρθωτη διαστρέβλωση κάθε αλήθειας, καθιστώντας τον Μπλόρνα απολύτως ανίσχυρο μπροστά σ’ ένα αδιαπέραστο πλέγμα. Οτιδήποτε κι αν δηλώσει, προς διόρθωση των προηγούμενων, στρέφεται εναντίον του, δημιουργώντας έναν αξεπέραστο φαύλο κύκλο. Τόσο ο Μπλόρνα όσο και η Μπλουμ αφανίζονται από τον ίδιο αδηφάγο μηχανισμό. Βρισκόμαστε μπροστά στο φασισμό των Μέσων που τρέφουν το κοινό με πτώματα. Στη δημοσιογραφική κατανάλωση που μετατρέπει τα πάντα σε μαζική παραγωγή θεαμάτων. Υπό αυτούς τους όρους κάθε έννοια δεοντολογίας ή πληροφόρησης ή σεβασμού ή προσωπικής αξιοπρέπειας ή οτιδήποτε άλλο ματαιώνεται ανεπιστρεπτί. Κι αν ως εδώ στοιχειοθετείται το χρονικό της ατομικής συντριβής, για χάρη της δημοσιογραφικής εμπορικότητας, με την εμπλοκή του Στρόυμπλέντερ η υπόθεση παίρνει νέες διαστάσεις, αφού ο Στρόυμπλέντερ είναι μεγαλοπαράγοντας με συγκεκριμένα συμφέροντα που επιβάλλουν ειδικούς χειρισμούς, τους οποίους η εφημερίδα γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά στη δημοσιογραφική δραστηριότητα που έχει ξεκάθαρα όρια, τα οποία από θέση αρχής, απαγορεύεται να ξεπεράσει. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην ωμή δυναμική της κοινωνικής ισχύος που καθορίζει με τρόπο απόλυτο τα γεγραμμένα ή αλλιώς στην απροσχημάτιστη κατασκευή του δημόσιου μύθου που γίνεται αναντίρρητη αλήθεια. Από τη στιγμή που η εμπλοκή συγκεκριμένων συμφερόντων διαμορφώνει τη δημόσια άποψη, η τραγωδία που εκτυλίσσεται παίρνει ξεκάθαρα συλλογικό χαρακτήρα, αφού δεν αφορά μόνο την Μπλουμ ή τον Μπλόρνα, αλλά κάθε πολίτη που τρέφεται με ψέματα. Μιλάμε για έναν αλάνθαστο προσχεδιασμένο μηχανισμό κοινωνικής εκτόνωσης και μια ανεξέλεγκτη γενεσιουργία ομαδικών ψευδαισθήσεων. Το δίπολο της ατομικής καταστροφής, που εκφράζει η Μπλουμ, και της μαζικής αυταπάτης, που εκφράζει η τεχνητά διαμορφωμένη κοινή γνώμη, αποτελεί την καταβαράθρωση όλων των αξιών παίρνοντας ξεκάθαρα πολιτικές διαστάσεις, αφού η ενημέρωση μετατρέπεται σε διαμόρφωση της κοινωνικής αντίληψης, που από θέση αρχής είναι θέμα πολιτικό. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από το σύνολο των διαμορφωμένων αντιλήψεων. Υπό αυτή την έννοια η κατάλυση της πληροφόρησης είναι κατάλυση της δημοκρατίας, αφού η στρατευμένη ενημέρωση εξυπηρετεί στρατευμένες πολιτικές κατευθύνσεις, λειτουργώντας ως προπαγάνδα, δηλαδή ως μέγιστη δημαγωγία. Μοιραία δημιουργούνται πολίτες που στρέφονται στην αδιαφορία, στην απαξίωση ή στην πόλωση απέναντι σε οποιαδήποτε διαβαλλόμενη ομάδα ή άτομο, κι αυτές είναι οι δύο όψεις της ανθρωποφαγίας. Η Μπλουμ δολοφονεί εν ψυχρώ τον Ταίτγκες. Η ανθρωποφαγία έχει συντελεστεί προς όλες τις κατευθύνσεις.
            Αν ο Μπελ μας έδωσε, από το 1974, μια δυναμική εικόνα της αυθαιρεσίας των Μέσων, που προσβάλλει τη δημοκρατία, τις τελευταίες ώρες παρακολουθούμε απίθανες αυθαιρεσίες καταστολής των Μέσων, που λειτουργούν επίσης αντιδημοκρατικά.  Φαινομενικά σε χρόνο ρεκόρ, γιατί οι προεργασίες κινήθηκαν στο παρασκήνιο, ανακοινώθηκε το κλείσιμο της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης (και ραδιοφωνίας) και η απόλυση όλων των εργαζομένων, προκαλώντας την ακαριαία απάντηση του κόσμου. Τρομερά μαζικές συγκεντρώσεις στην Αθήνα, δυναμικές διαδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, απεργιακές κινητοποιήσεις, παγκόσμια συμπαράσταση στους εργαζόμενους από όλο τον πλανήτη, συγκινητικά μηνύματα από τον απόδημο ελληνισμό. Η διεκδίκηση της δημόσιας ραδιοφωνίας και τηλεόρασης δεν είναι παρά η διεκδίκηση στην ελευθερία των Μέσων, δηλαδή η συνείδηση του κοινωνικού ρόλου των Μέσων. Η κατάργηση της ελληνικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης είναι σαφώς βαθύτατο πλήγμα στη δημοκρατία, αφού η δημοκρατία δεν καθορίζεται μόνο από την πολυφωνία των Μέσων, αλλά και από την ποιότητα αυτής της πολυφωνίας. Φυσικά για την ποιότητα των ιδιωτικών καναλιών δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος. Μηδαμινή πολιτιστική προσφορά με τρομερής ευτέλειας ξενόφερτες σειρές, πρωινάδικα, κατινάδικα και φαιδρές εκπομπές – διαγωνισμοί τύπου ριάλιτι. Όσο για το κομμάτι της ειδησεογραφίας καλύτερα να μην γίνουν σχόλια. Μοιραία το θέμα παίρνει διαστάσεις πολιτικές. Οι εκπομπές επιπέδου διαμορφώνουν και πολίτες επιπέδου και οι συζητήσεις επιπέδου διαμορφώνουν και συζητητές επιπέδου. Ο ποιοτικός διάλογος, η κριτική σκέψη και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα είναι η μαγιά της δημοκρατίας. Οι εκπομπές του συρμού, του κουτσομπολιού και της χυδαίας δημοσιογραφικής θρασύτητας είναι ο ασφαλέστερος δρόμος της ηλιθιοποίησης.      
Η πολιτική υποκρισία των ανθρώπων που διόρισαν κόσμο με υπέρογκους μισθούς και που μετά επικαλούνται την αδιαφάνεια, που οι ίδιοι δημιούργησαν, για να κλείσουν τη δημόσια τηλεόραση δεν αποτελεί ούτε το ελάχιστο εχέγγυο για τη νέα τηλεόραση που ευαγγελίζονται.
Η πολιτική υποκρισία των ανθρώπων που διόρισαν κόσμο με υπέρογκους μισθούς και που μετά επικαλούνται την αδιαφάνεια, που οι ίδιοι δημιούργησαν, για να κλείσουν τη δημόσια τηλεόραση δεν αποτελεί ούτε το ελάχιστο εχέγγυο για τη νέα τηλεόραση που ευαγγελίζονται.
Όμως το θέμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο, αν αναλογιστούμε – πέρα από την τραγωδία των απολύσεων – την έννοια της δημόσιας τηλεόρασης. Η δημόσια τηλεόραση υπάρχει για να διασφαλίζει και να διαθέτει τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας που ανήκει στο λαό και που δεν είναι δυνατό να αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης – πόσο μάλλον ιδιοκτησίας – οποιουδήποτε ιδιώτη. Το κλείσιμο του διαδικτυακού αρχείου της δημόσιας τηλεόρασης δεν είναι παρά η αποκοπή του κόσμου από την πολιτιστική του κληρονομιά, πράγμα εξοργιστικό κι επικίνδυνο. Η πολιτική υποκρισία των ανθρώπων που διόρισαν κόσμο με υπέρογκους μισθούς και που μετά επικαλούνται την αδιαφάνεια, που οι ίδιοι δημιούργησαν, για να κλείσουν τη δημόσια τηλεόραση δεν αποτελεί ούτε το ελάχιστο εχέγγυο για τη νέα τηλεόραση που ευαγγελίζονται. Η αντίληψη από μερίδα του κόσμου ότι η δημόσια τηλεόραση είναι κέντρο διαφθοράς και καλά θα κάνει να κλείσει, είναι η ανθρωποφαγία της πόλωσης που θέλει μαζικά θύματα κι όχι εξυγίανση. Όσο για την αντίληψη ότι η δημόσια τηλεόραση πρέπει να κλείσει γιατί δεν αξίζει να λειτουργεί με τα χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης που έχει, δεν είναι τίποτε άλλο από την ανθρωποφαγία της αδιαφορίας, που αδυνατεί να σκεφτεί ότι ο ρόλος της δημόσιας τηλεόρασης δεν είναι να ανταγωνιστεί την ευτέλεια της ιδιωτικής, αλλά να αντισταθεί σ’ αυτήν. Ότι οι υψηλές τηλεθεάσεις της σαβούρας δε σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν όλα σαβούρα. Ότι ο δημόσιος χαρακτήρας δεν πρέπει να έχει ως πρώτη προτεραιότητα το κέρδος, αλλά την κοινωνική προσφορά. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η δημόσια τηλεόραση υπήρξε αθώα. Ότι δεν ακολούθησε πολλές φορές την κυβερνητική γραμμή. Η στάση που κράτησε στην περίπτωση των μεταλλείων χρυσού στη Χαλκιδική είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η δημόσια τηλεόραση πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί αποκόβοντας εντελώς τον ομφάλιο λώρο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Υπό αυτή την έννοια ίσως να ζει τις μεγαλύτερες στιγμές της. Γιατί κατάφερε να συσπειρώσει τον κόσμο. Γιατί έγινε ένα σύμβολο αγώνα αυτές τις δύσκολες στιγμές. Γιατί της δίνεται η ευκαιρία να κάνει την αυτοκριτική της για τη συνέχεια. Γιατί θα υπάρξει συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: