6.3.13

Φοίβος Σταυρίδης

γράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

πηγή: http://www.bloglogios.blogspot.gr


Σήμερα, 6 Μαρτίου 2013, κλείνει ένας χρόνος από τον θάνατο του Φοίβου Σταυρίδη. Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα μικρό αφιέρωμα μνήμης και τιμής στον αγαπητό φίλο που μας έφυγε τόσο νωρίς. Δίδονται πρώτα τα εργοβιογραφικά, και στη συνέχεια ένα κείμενο/ανάμνηση για την πρώτη μας γνωριμία και το ξεκίνημα του Κύκλου.  


ΕργοβιογραφικάΟ Φοίβος Σταυρίδης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1938. Σπούδασε φαρμακευτική στο πανεπιστήμιο της Βηρυτού και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Δημόσια Υπηρεσία και μετά σε δικό του φαρμακείο. Συνεργάστηκε με περιοδικά,  εφημερίδες και το ραδιόφωνο και δημοσίευσε μελέτες για την κυπριακή λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα. Το 1972 εξέδωσε την ποιητική του συλλογή "Ποιήματα" η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ακολούθησε η συλλογή "Απομυθοποίηση", τετράδια του Ρήγα, 1978 και η συλλογή του "Τρίτο Πρόσωπο". Εξέδιδε το περιοδικό "ο Κύκλος", 1980-1986. Το 1982 επιμελήθηκε, σε συνεργασία με τον Θεοδόση Νικολάου, τα "Ποιήματα", του Παντελή Μηχανικού από τις εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα. Το 1988 επιμελήθηκε το "Ημερολόγιον του Βίου μου" του Σάββα Τσερκεζή από τις εκδόσεις της Λαϊκής Τράπεζας. Το 2007 έγινε δεύτερη έκδοση του έργου με ενσωμάτωση υλικού από ανευρεθέν δεύτερο χειρόγραφο του Τσερκεζή. Υπήρξε εμπνευστής και συνεκδότης του περιοδικού "Μικροφιλολογικά" το οποίο συνεχίζει την έκδοσή του. Το 1994 εξέδωσε με το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου το "Οδοιπορικόν του Μαυροβουνίου", του Επαμεινώνδα Ι. Φραγκούδη. Το 2001, μαζι με τους Σάββα Παύλου και Λευτέρη Παπαλεοντίου, έδωσαν τη Βιβλιογραφία της Κυπριακής Λογοτεχνίας (από τον Λεόντιο Μαχαιρά έως τις μέρες μας). Το 2002 εξέδωσε τη "Βιβλιογραφία της Κυπριακής Λαϊκής Ποίησης", Φυλλάδες και αυτοτελείς εκδόσεις, (1884-1960).


Ένας «κύκλος» χωρίς περιφέρεια

(ανάμνηση)
του Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ


[Το κείμενο δημοσιεύεται στο αφιέρωμα των μικροφιλολογικών Τετραδίων, τ.13, Άνοιξη 2013] 

Ιανουάριος του 1980. Ξεκίνημα μιας ακόμα χρονιάς με διάρκεια αιώνα! Εκείνη την εποχή ξυπνούσαμε με την ελπίδα ότι θα ήταν η τελευταία μας μέρα μακριά από τα σπίτια μας. Πού να φανταστούμε! Απογοήτευση, αγωνία και αβέβαια βήματα, χωρίς ρυθμό, με το βλέμμα και τη σκέψη μας πάντα εκεί. Είχα κλείσει έναν περίπου χρόνο στη Λάρνακα, ζούσα με την οικογένειά μου κοντά στην Αλυκή και τη γραφική εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου του Μακρή, απέκτησα το πρώτο μου παιδί και ζωγράφιζα ασταμάτητα.

Ένα πρωινό μπήκε στην τράπεζα όπου εργαζόμουν ένας ατημέλητος κύριος με γενειάδα και ζήτησε να κάνει κατάθεση. Ξεκίνησα τις ερωτήσεις ρουτίνας: 

– Πού θέλετε να κάνετε την κατάθεση; 

Η απάντηση ήρθε μιλώντας αργά και καθαρά: 

– Στον λογαριασμό Πορεία Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του τρίτου

– Ποιος καταθέτει

– Καταθέτει το Γυμνάσιον Παραλιμνίου, συνέχισε στον ίδιο αργό ρυθμό ο άγνωστος πελάτης. Κάτι μου θύμιζε αυτή η φωνή, μα δεν μπορούσα ακόμα να προσδιορίσω. Καθώς έγραφα, σκεφτόμουν την καθαρότητα, την ακρίβεια του λόγου του, που δεν είχε καμιά σχέση με την εμφάνισή του. 

– Το όνομά σας; είπα τέλος, προσπαθώντας να «δω» το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τα χοντρά γυαλιά και τη γενειάδα. 

– Θεοδόσης Νικολάου, ήρθε αμέσως η απάντηση και έκπληκτος πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, αναγνωρίζοντας τον παλιό μου καθηγητή στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Τον αγαπητό μας Σάκη. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, γιατί εγώ ο άρτι αφιχθείς από το εξωτερικό, που ένιωθα συγκίνηση και μόνο που έβλεπα τις πινακίδες που έδειχναν «προς Αμμόχωστο», τώρα για πρώτη φορά είχα μπροστά μου ένα ατόφιο κομμάτι από τη ψυχή της Αμμοχώστου. Ήταν σαν να ζωντάνεψε η αγαπημένη μας πόλη. Και για ένα άλλο λόγο: μια δυο μέρες πριν είχα αγοράσει από ένα βιβλιοπωλείο της Λάρνακας το βιβλίο του Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα, πράγμα που τον χαροποίησε, όταν τον πληροφόρησα. Σε παρατήρησή μου – αφού τελειώσαμε – «να μη χαθούμε και καμιά φορά να τα πούμε», η αντίδρασή του ήταν ακαριαία: με προσκάλεσε να συναντηθούμε το ίδιο εκείνο απόγευμα σε κεντρική καφετέρια. 

Καθίσαμε ώρες εκεί, μιλώντας μόνο για βιβλία και ζωγραφική. Τέλος, με ρώτησε αν γνώριζα τον Φοίβο Σταυρίδη. Στην αρνητική απάντηση που έδωσα, σηκώθηκε αμέσως και μου είπε: «Μα πρέπει να τον γνωρίσεις! Να πάμε τώρα∙ δεν είναι μακριά» – και σε μερικά λεπτά, πράγματι, φτάσαμε στο φαρμακείο του Φοίβου, στην κεντρική πλατεία της Λάρνακας. 

Η πρώτη συνάντηση ήταν πολύ εγκάρδια. Ο Φοίβος, βέβαια, κάθε τόσο σηκωνόταν από το μικρό γραφείο του – το φορτωμένο γραφειάκι του με εκλεκτές εκδόσεις φίλων – για να δώσει κάποιο φάρμακο ή κάποια συμβουλή, μα ήταν διαρκώς μέσα στη συζήτηση. Δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε, αλλά το σίγουρο είναι ότι εκείνη την ημέρα αναπτύχθηκε η χημεία και τέθηκαν οι γερές βάσεις για τη δημιουργική συνεργασία που είχαμε τα επόμενα έξι χρόνια που παρέμεινα στη Λάρνακα. Και μπορώ να πω ότι εκείνη η συνεργασία δεν έχει εξαντληθεί με το τελευταίο τεύχος του Κύκλου, αλλά υπάρχουν ακόμα θέματα που δεν έχουν κλείσει και ενδεχομένως θα δουν το φως, π.χ. μια εργασία μου – που προοριζόταν για δημοσίευση στον Κύκλο, φυσικά – για τα «Μικρά χαρακτικά του Τηλέμαχου Κάνθου», που ήταν ιδέα του Φοίβου, στον οποίο μάλιστα οφείλονται και πάρα πολλές εγγραφές. 

Οι συναντήσεις μας γίνονταν όλο και πιο πυκνές και σε λίγο έγιναν σχεδόν καθημερινές, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί από ένα τυχαίο γεγονός συνδέθηκα και συνεργάστηκα δημιουργικά με δύο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, σε μια στιγμή που βημάτιζα χωρίς ρυθμό· και, ακόμα, μου δόθηκε η ευκαιρία – και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Φοίβο – να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους (σημ 1) των γραμμάτων από την Ελλάδα οι οποίοι έρχονταν για διαλέξεις –πολλές φορές με δική του πρωτοβουλία – και να αναπτυχθούν φιλίες. 

Έμαθα για τον Κύκλο πριν ακόμα εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Είχα επισκεφθεί τον Θεοδόση Νικολάου στο σπίτι του, για να του δείξω τα σχέδιά μου, προκειμένου να μου εγκαινιάσει την έκθεση ζωγραφικής (σημ 2) που ήθελα να κάνω στη Λάρνακα και μου μίλησε σχετικά. Μου έδειξε το εξώφυλλο που είχε ετοιμάσει, τον λογότυπο του περιοδικού, με την υπέροχη χαρακτηριστική γραφή του, που γνώριζα, βέβαια, από τα γυμνασιακά μου χρόνια, αλλά και από το λεύκωμα του Γ. Πολ. Γεωργίου, (σημ 3) που είχα αποκτήσει αργότερα. Τον Κύκλο τον είχα αγαπήσει πριν εκδοθεί το πρώτο τεύχος. Δεν έπεσα έξω, με το πρώτο τεύχος – το αφιέρωμα στον Παντελή Μηχανικό – έδειξε την ποιότητά του: ήταν ένα έργο τέχνης από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, έστω και αν η εκτύπωση γινόταν σ’ ένα μικρό τυπογραφείο με πάρα πολλές δυσκολίες. Ενδιαφέρουσα η ύλη του από το πρώτο ανέκδοτο ποίημα του Μηχανικού ώς τη βιβλιοκρισία της τελευταίας σελίδας. Το δεύτερο τεύχος – με σχέδια και κείμενα του Χριστόφορου Σάββα – έγινε ανάρπαστο. Ήταν φανερό πια ότι είχε τεθεί ένα ορόσημο στα εκδοτικά πράγματα του τόπου, ο Κύκλος έγραφε ιστορία. Η συνέχεια ήταν όχι μόνο εξίσου καλή, μα και καλύτερη από το ξεκίνημα. Γινόταν προσπάθεια σε κάθε καινούριο τεύχος να μη επαναλαμβάνονται σφάλματα που εντοπίζονταν σε προηγούμενα. Π.χ. το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους είναι «κεντραρισμένο», ενώ από το επόμενο τεύχος έγινε διόρθωση, μετατοπίστηκε στα αριστερά για να συνάδει με τη θεωρία του Θεοδόση Νικολάου: όταν ανοίγουμε ένα βιβλίο, έχουμε την αίσθηση δύο σελίδων και, κατά συνέπεια, για να «ενοποιηθούν» οι δύο σελίδες, έπρεπε τα εσωτερικά περιθώρια να είναι πιο μικρά από τα εξωτερικά, άρα και το εξώφυλλο έπρεπε και αυτό να είναι στην ίδια θέση όπως μια δεξιά σελίδα. 

Ο Φοίβος είχε κάποια εκδοτική εμπειρία, που είχε αποκτήσει από τον Αντώνη Μυστακίδη (Μεσεβρινό), με την έκδοση των «Τετραδίων του Ρήγα» και της ποιητικής συλλογής του, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, αλλά ο Κύκλος δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την εμπειρία. Έχει πιο πολύ την αισθητική του Θεοδόση, η οποία διαμορφώθηκε από τη σχέση που είχε με τον Φώτη Κόντογλου και την προσεχτική μελέτη σπουδαίων εκδόσεων που είχε στη βιβλιοθήκη του στην Αμμόχωστο ή άλλων. Είναι μια διαφορετική προσέγγιση, την οποία ο Φοίβος είχε αποδεχτεί και αφομοιώσει. Στο ιστολόγιό του μιλά για «το ψηλό εκδοτικό αισθητήριο του Θεοδόση Νικολάου που μαρτυρείται και από όλες τις εκδόσεις βιβλίων του που φέρουν τη σφραγίδα της δικής του αισθητικής» και μνημονεύει την καθοριστική του συμβολή στους προβληματισμούς του στην εκδοτική του πορεία. Ο ίδιος είχε, επίσης, στη βιβλιοθήκη του σπουδαίες εκδόσεις, από τις οποίες μάθαινε. Σε μια έκδοση υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να προσεχτούν: το χαρτί, οι διαστάσεις, το χρώμα, οι αποχρώσεις και οι συνδυασμοί των χρωμάτων, οι γραμματοσειρές κτλ. Όλα αυτά τα συζητούσαμε είτε στο φαρμακείο είτε το βράδυ στη βιβλιοθήκη του Φοίβου. 

Πολλές ιδέες για τεύχη του Κύκλου γεννήθηκαν στο φαρμακείο όπως π.χ. το αφιέρωμα για τον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου. (σημ 4) Μαζί κάναμε την καταγγελία για την καταστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, (σημ 5) με κείμενο του Φοίβου, χειρογράφηση από τον Θεοδόση και με δύο σχέδια δικά μου. Η ενεργός εμπλοκή μου είχε γίνει από το τρίτο τεύχος, με ένα σχέδιο για το διήγημα του Πάνου Ιωαννίδη «Ντράυ μαρτίνι», συνεχίστηκε στα επόμενα τεύχη με το πρώτο μου διήγημα, «Το σταυρόλεξο», και ακολούθησαν τα εξώφυλλα για τα αφιερωματικά τεύχη για τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Καβάφη και τον Γ. Πολ. Γεωργίου. Φυσικά, ήταν και τα δύο εξώφυλλα για τα «Τετράδια ποίησης», τα οποία ο Φοίβος θεωρούσε ως τα καλύτερα, και για τον λόγο αυτό, σε έκθεση που διοργάνωσε ο ίδιος στην Αθήνα, τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. 

Με το ξεκίνημα του δεύτερου τόμου είδα με έκπληξή μου (αλλά και κρυφή χαρά) ότι το όνομά μου είχε προστεθεί στην πνευματική ομάδα του περιοδικού, πράγμα που είχα αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου μου. Στην παρατήρησή μου «γιατί όχι και ο κύριος Θεοδόσης;» η απάντηση του Φοίβου ήταν αφοπλιστική: «Ξέρεις τον Θεοδόση!» Η έκπληξή μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν καθυστερούσε να γίνει η πρώτη συνάντησή μου με την ομάδα. Τέτοια συνάντηση δεν έγινε ποτέ· και όταν κάποτε ρώτησα γιατί, ο Φοίβος δεν μου απάντησε. Έτσι θεωρούσα ότι συναντούσε ξεχωριστά καθέναν από την ομάδα στο φαρμακείο ή στη βιβλιοθήκη του. Ο ίδιος, όμως, σημειώνει στο ιστολόγιό του ότι «δεν είχε συστηματική βοήθεια από μέλη της εκδοτικής ομάδας, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων». 

Ο Κύκλος καθυστέρησε την έκδοσή του για ένα διάστημα, αλλά συνέχισε αργότερα με την ένδειξη Περίοδος Β΄· όμως, ύστερα από τρία διπλά τεύχη, τερμάτισε οριστικά την πορεία του. Για τη δεύτερη περίοδο, είχα την τιμητική πρόσκληση από τον Φοίβο να αποτελέσουμε μόνο οι δυο μας τη νέα πνευματική ομάδα του Κύκλου, να του δώσουμε μια καινούρια πνοή· όμως η μετάθεσή μου στη Λευκωσία, που είχε ήδη έρθει απρόσμενα, ματαίωσε κάθε σκέψη. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του: «... το περιοδικό έκλεισε όχι γιατί απέτυχε, αλλά απλά συμπλήρωσε την τροχιά του. Όταν ξεκίνησε ο Κύκλος το 1980, στόχος ήταν να φέρει στον τόπο μια καινούρια εκδοτική και αισθητική αντίληψη στα φιλολογικά περιοδικά του τόπου». (σημ 6)

Ο Κύκλος πέτυχε τον σκοπό του. Πέτυχε, γιατί ένας άνθρωπος με όραμα είχε αναλάβει το οικονομικό βάρος και γενικά όλη την ευθύνη της έκδοσής του, εργαζόμενος εξαντλητικά σε ώρες που κανονικά έπρεπε να ξεκουράζεται λόγω του εξουθενωτικού ωραρίου του φαρμακείου του, αλλά και λόγω των πολλών άλλων ευθυνών που ήταν φορτωμένος. Η χαρά του δεν ήταν μόνο από τον δίκαιο έπαινο που έπαιρνε από τους ελληνιστές στα πέρατα του κόσμου και τα σπουδαστήρια νεοελληνικής φιλολογίας στα οποία έστελλε – πάντα με δικά του έξοδα – τον Κύκλο∙ η χαρά του ήταν γιατί η τιμή αυτή επεκτεινόταν και στην πόλη του, με την οποία είχε μια αμφίδρομη σχέση αγάπης – και ακόμα πιο πλατιά, επεκτεινόταν στην ίδια την πατρίδα του. 

Εμείς, που τώρα προσπαθούμε με κόπο να φωτίσουμε κάποιες λεπτομέρειες με οδηγό τα σπαράγματα μιας μνήμης που διαλύεται σε βάθος τριών δεκαετιών, με κίνδυνο μάλιστα να εκληφθεί κάτι ως προσπάθεια κάρπωσης αλλότριου μόχθου, πρέπει συμπερασματικά να το δηλώσουμε ξεκάθαρα: ο Κύκλος είναι, τελικά, το … κέντρο του και μόνο! Είναι ένας κύκλος χωρίς περιφέρεια. Είναι μόνο ο εμπνευστής και δημιουργός του με την πολυακτινική δράση και πολυεπίπεδη προσφορά του, που χρησιμοποίησε μόνο λίγα μικρά δικά μας λιθαράκια. Είναι ο Φοίβος Σταυρίδης∙ που, για τα λίγα αυτά πετραδάκια που του προσφέραμε, μας επέστρεψε αμέριστη χαρά μέσω της ποιότητας της δικής του δημιουργικής εργασίας. ΝΝ-Χ



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Ενδεικτικά αναφέρω τους Γιώργο Π. Σαββίδη, Αντώνη Σαμαράκη, Νάσο Βαγενά, Γιώργο Κεχαγιόγλου και Μεσεβρινό. Για την πρώτη επίσκεψη του Σαββίδη στη Λάρνακα (ο Φοίβος και ο Θεοδόσης τον γνώριζαν από άλλες επισκέψεις στην Κύπρο), δες το σχετικό κείμενό μου «Περίπατος στη Λάρνακα», Ύλαντρον 6-7 (Χριστούγεννα 2005) 18-23. 

2. Η έκθεση έγινε στο Δημοτικό Μέγαρο Λάρνακας, από τις 19-24 Μαρτίου 1980, υπό την αιγίδα της Πολιτιστικής Επιτροπής του Δήμου Λάρνακας και του Δημητρίειου Πολιτιστικού Κέντρου, στους οποίους με είχε παραπέμψει ο Φοίβος Σταυρίδης. Τα εγκαίνια είχε τελέσει ο Θεοδόσης Νικολάου· το κείμενο της εισήγησής του δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Κύπρος (241, Οκτ.1980, σ. 10). Χωρίς τη βοήθεια των δύο φίλων, η έκθεση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. 

3. Το λεύκωμα που σχεδίαζε ο ζωγράφος, αλλά δεν πρόλαβε να εκδώσει. Εκδόθηκε τελικά το 1973, μετά τον θάνατό του, στο Harlem της Ολλανδίας, με επιμέλεια του Θεοδόση Νικολάου. Το μεγαλύτερο μέρος της έκδοσης έμεινε στην Αμμόχωστο και καταστράφηκε. 

4. Αφιέρωμα στον ζωγράφο Γ. Πολ. Γεωργίου, Ο Κύκλος 14-16 (Μάρτ.-Αύγ. 1982). Έτσι ξεκίνησε: στο φαρμακείο του Φοίβου. Είχα μαζί μου έναν μεγάλο χακί φάκελο – από φίλο στην Αθήνα – που μόλις είχα παραλάβει από το ταχυδρομείο και που, όπως φάνηκε σε λίγα λεπτά, περιείχε ένα ολοκαίνουριο «Μονόγραμμα» του Ελύτη – την πρώτη χειρόγραφη έκδοση της συλλογής που είχε κάνει ο Ευάγγελος Λουίζος στις περίφημες εκδόσεις του «L’Oiseau». Αφού το πήραμε και οι τρεις μας και το ζεστάναμε στα χέρια μας – ή το αντίστροφο∙ δηλαδή το βιβλίο μάς ζέστανε τα χέρια – είπα ότι αυτό είναι το δεύτερο «διαμάντι» στη βιβλιοθήκη μου. Μετά άρχισα να εξιστορώ στον Φοίβο το πώς είχα αποκτήσει το πρώτο «διαμάντι», δηλαδή το Λεύκωμα του Γεωργίου. Έλεγα, λοιπόν, ότι το 1976 είχα επισκεφθεί μια έκθεση κυπριακού βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, δίπλα από την Νομική Σχολή, και ξαφνικά είδα μπροστά μου το Λεύκωμα. Το περιεργαζόμουν, το έβλεπα και το ξανάβλεπα και δεν το χόρταινα, πήγαινα παρακάτω, μα πάλι ξαναγύριζα και το έπιανα στα χέρια μου. Δεν ήταν φτηνό, οι 5 λίρες που στοίχιζε ήταν αρκετά χρήματα, κι εγώ δεν είχα στην τσέπη ούτε δραχμή. Φαίνεται είχα πολύ λυπημένο ύφος, γιατί ο υπεύθυνος με πλησίασε και, χωρίς πολλές κουβέντες, το έβαλε στο χέρι μου λέγοντας μου ότι μπορούσα να το πληρώσω αργότερα. «Πήγαινε στο καλό», μου είπε, «και όταν βρεις χρήματα, αν θέλεις στείλε μου τα μέσω της Πρεσβείας». Δεν είχε ζητήσει να μάθει ούτε το όνομά μου ούτε άλλα στοιχεία μου. Τον επόμενο μήνα, φυσικά, το πλήρωσα. Ο Θεοδόσης, που γνώριζε πολύ καλά τον Γεωργίου, άρχισε να μιλά στον Φοίβο για τον ζωγράφο και, όταν τελείωσε, ο Φοίβος είχε γοητευθεί απ’ όλα αυτά, γύρισε προς το μέρος μου και είπε: «Ξεκινάμε». Ξεκινήσαμε και το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα πιο όμορφα τεύχη του Κύκλου. Μπορεί να υπάρχουν μερικά λάθη, στην εργογραφία κυρίως, αλλά για τριάντα τόσα χρόνια το τεύχος αυτό αποτελεί τον πρώτο οδηγό γι’ αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν τον Γεωργίου. Αυτό ήταν το κλίμα και ο τρόπος που γεννήθηκαν οι ιδέες για αρκετά τεύχη του Κύκλου. 

5. Η καταγγελία προέκυψε από τον συγκλονισμό μας, τον δικό μου ιδιαίτερα (γιατί γεννήθηκα «εκεί που ρίχνει τη σκιά του ο βυζαντινός ναός της Παναγίας της Κανακαρίας», όπως είπε ο Θεοδόσης εγκαινιάζοντας την έκθεση ζωγραφικής μου), όταν διάβασα το σχετικό καταγγελτικό κείμενο «Τουρκικοί βανδαλισμοί στην Κύπρο» του Β. Καραγιώργη στο θαυμάσιο περιοδικό Ζυγός (42, Ιούλ.-Αύγ. 1980, σ. 10). 

6. Από το ιστολόγιο του Φ. Σταυρίδη retalia et alia: http://kitieus.wordpress.com/


------------------------------------------------------------------------------------------------

Δύο εξώφυλλα του Κύκλου για τα οποία είχα την τιμή να φιλοτεχνήσω τα σχέδια:






Ο πιο κάτω σύνδεσμος παραπέμπει στην ανάρτηση της 8ης Φεβρουαρίου: 


Read more: http://bloglogios.blogspot.com/#ixzz2MkNQ6ats

Δεν υπάρχουν σχόλια: