γράφει ο Δημήτρης Πολιτάκης
πηγή: www.tanea.gr
πηγή: www.tanea.gr
Ενα νέο, ανέλπιστο άλμπουμ και μια μεγάλη αναδρομική έκθεση της μοναδικά εκλεκτικής πορείας του σηματοδοτούν τη μεγάλη επιστροφή ενός από τους πιο εμβληματικούς δημιουργούς της σύγχρονης ποπ κουλτούρας
Ο Μπάουι ως «Λεπτός Λευκός Δούκας» την εποχή του άλμπουμ «Station to Station» στα μέσα της δεκαετίας του '70
Πριν
από περίπου δύο χρόνια το συγκρότημα Flaming Lips είχε συμπεριλάβει στο
πιο πρόσφατο άλμπουμ του το τραγούδι «Is David Bowie Dying?» («Πεθαίνει
ο Ντέιβιντ Μπάουι;»), μια ατμοσφαιρική ελεγεία στην οποία έμοιαζαν να
μην μπορούν να συλλάβουν ένα σύμπαν από το οποίο θα απουσίαζε η
προσωπικότητα, η ευαισθησία, οι καινοτομίες, η βαθιά φωνή ενός από τους
πιο σημαντικούς, πολυσχιδείς και αγαπημένους δημιουργούς της σύγχρονης
μουσικής εδώ και σχεδόν μισό αιώνα. Δεν μπορεί κανείς να πει με
βεβαιότητα φυσικά, αλλά ίσως η «χειρονομία» αυτή από το διάσημο
εναλλακτικό σχήμα υπήρξε ένας από τους καταλύτες που δρομολόγησαν τη
«μεγάλη επιστροφή» με νέο άλμπουμ δέκα χρόνια μετά την τελευταία
δουλειά του. Κακά τα ψέματα, όμως, οι περισσότεροι αντέδρασαν στην
είδηση σαν να ήταν χαμένος όχι 10 αλλά 30 χρόνια, αφού το έργο του από
τα μέσα της δεκαετίας του '80 και μετά υπήρξε – με κάποιες σημαντικές
εξαιρέσεις – εξαιρετικά άνισο, συχνά αμήχανο, και πάντως μακριά από τις
πολύ υψηλές προσδοκίες των φανατικών οπαδών του (μια πολύ υπολογίσιμη
δύναμη αριθμητικά) αλλά και του ευρύτερου κοινού.
Ο Μπάουι ζει, είναι (κατά πάσα πιθανότητα) καλά στην υγεία του, παραμένει δημιουργικός (όσο σνομπ και ξινός και αν είναι κάποιος, οφείλει να δεχτεί ότι η νέα δουλειά του με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η επόμενη ημέρα» στέκεται πολύ καλά), δεν έχει γίνει αναχωρητής, ούτε αργοπεθαίνει. Αβάσιμες επομένως οι ανησυχίες και οι μακάβριες υποθέσεις. Από την πρώτη ημέρα που «διέρρευσε», στις 8 Ιανουαρίου, ημέρα των 66ων γενεθλίων του, χωρίς καμία απολύτως προαναγγελία το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ (η μυστικότητα είναι το νέο μάρκετινγκ, θα μπορούσε να πει κανείς) η αγάπη, η συμπάθεια και η νοσταλγία του κόσμου ξεχειλίζουν από τα σοκάκια του Ιντερνετ. Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ανάλογα συναισθήματα θα επικρατούσαν ακόμη και αν ο δίσκος ήταν κατώτερος. Είναι κοινός τόπος, πάντως, ότι ο Μπάουι είναι υπεράνω της θλιβερής τάσης που ισχύει εδώ και χρόνια με τους ροκ δεινόσαυρους να βγαίνουν ξανά στη γύρα με άρπα κόλλα επανενώσεις, πρόχειρα άλμπουμ και τουρνέ για το εφάπαξ, αρμέγοντας τη νοσταλγία κυρίως του μεγαλύτερου ηλικιακά κοινού για το «ένδοξο παρελθόν» (του συγκροτήματος ή καλλιτέχνη, αλλά και του ίδιου του κοινού).
Ο ροκ σταρ που έπεσε στη Γη
Οχι ότι το παρελθόν απουσιάζει από τη θεματική (μουσικά και στιχουργικά) του άλμπουμ. Το «Next Day» είναι ένα μωσαϊκό αναφορών που στοιχειώνεται από τις προηγούμενες δουλειές του, φανερώνοντας όμως παράλληλα τις σύγχρονες ευαισθησίες και «τον κόσμο ενός ανθρώπου που είναι μέχρι τον λαιμό χωμένος στην κουλτούρα και στην ιστορία», όπως γράφτηκε σε μια κριτική. Κάθε τραγούδι μοιάζει με μια βινιέτα που προ(σ)καλεί τον ακροατή να ερμηνεύσει τις στιχουργικές προθέσεις (δύσκολη δουλειά) του δημιουργού του και να το τοποθετήσει μουσικά σε όποια από τις περιόδους του νομίζει ότι ταιριάζει. Ακόμη και το φάντασμα του Μέιτζορ Τομ (ο χαρακτήρας του μοναχικού αστροναύτη που πρωταγωνιστεί στα τραγούδια «Space Oddity» του 1969, «Ashes to Ashes» του 1980 και «Hello Spaceboy» του 1996) επιστρέφει τρόπον τινά στο «Heat», το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ, αλλά μοιάζει να κλείνει και ολόκληρο τον κύκλο της πορείας του Μπάουι.
Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η δεκαετία του 1970 υπήρξε δισκογραφικά όχι μόνο η πιο σημαντική για τον Ντέιβιντ Μπάουι, αλλά ίσως και το πιο δημιουργικό διάστημα που έχει να επιδείξει οποιοσδήποτε ροκ καλλιτέχνης ή συγκρότημα. Κάθε νέο άλμπουμ άλλαζε όλο το παιχνίδι στη σύγχρονη μουσική και όσο και αν θεωρούνται (και είναι) υποτιμημένα κάποια από τα άλμπουμ των δεκαετιών που ακολούθησαν, η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά ο Μπάουι επιχείρησε να ακολουθήσει τις τάσεις (ειδικά στον ηλεκτρονικό ήχο) αντί να τις δημιουργεί. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και από το 1965 έως το 1969, όταν ως νεαρός λάτρης του ροκ εν ρολ προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του στο νέο ακόμη είδος που άλλαζε διαρκώς. Η πρώτη επιτυχία ήρθε με το τραγούδι «Space Oddity», το οποίο εκμεταλλεύτηκε τη χρονική συγκυρία της ταινίας «Οδύσσεια του Διαστήματος», αλλά και της προσεδάφισης του «Απόλλων 11» στη Σελήνη. Τα επόμενα δύο άλμπουμ – το «σκληρό» ηχητικά «The Man Who Sold the World» και το ακουστικό «Hunky Dory» – είναι αριστουργηματικά, αλλά η τεράστια επιτυχία ήρθε με το «Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars» του 1972, το άλμπουμ που κατοχύρωσε την ενέργεια και τη λάμψη του γκλαμ ροκ. Ο ίδιος, με τον χαρακτήρα του «Ζίγκι» ως alter ego, μεταμορφώθηκε στον ιδανικό απόκοσμο, αμφιλεγόμενο ροκ σταρ: άνδρας-γυναίκα, βασιλιάς-βασίλισσα, άνθρωπος-εξωγήινος. Η απογείωση είχε ξεκινήσει και η πτήση προς τα αστέρια θα κρατούσε για μία δεκαετία – ως το «Let's Dance» του 1983 –, με τις απαραίτητες φυσικά αναταράξεις.
Ο «Ziggy Stardust» υπήρξε το εισιτήριο για τη φήμη, δεν δίστασε όμως έπειτα από 18 μήνες δόξας να τον «σκοτώσει» για να προχωρήσει στα υπόλοιπα «εννοιακά» άλμπουμ που έκανε έως το τέλος της δεκαετίας, πάντα με διαφορετικές περσόνες: «Alladin Sane», «Diamond Dogs», «Young Americans», «Station to Station» («κατοικώντας» στον χαρακτήρα του Λεπτού Λευκού Δούκα, σε μια εποχή όπου έφτασε κοντά στην παραφροσύνη ή ακόμη και στον θάνατο εξαιτίας της αποκλειστικής δίαιτας με κοκαΐνη και άφιλτρα Gitanes). Επίσης, η περίφημη Τριλογία του Βερολίνου (πόλης όπου έμενε με τον Ιγκι Ποπ) σε συνεργασία με τον Μπράιαν Ινο: «Low», «Heroes» και «Lodger». Εργα που επηρέασαν τους πάντες, χωρίς καμία υπερβολή, και αποτέλεσαν τη βασική παλέτα για τον εκλεκτισμό του μεταπάνκ έως τις ημέρες μας. «Η φήμη μπορεί να αρπάξει ένα ενδιαφέρον άτομο και να το καταντήσει μια μετριότητα», είχε πει κάποτε ο Μπάουι. Παρά το άνοιγμά του σε καινούργια μέσα από τη δεκαετία του '80 και μετά, καθώς και την αμέριστη γενναιοδωρία του προς τις νέες ενδιαφέρουσες μπάντες, έμοιαζε συχνά κουρασμένος ή απλώς ικανοποιημένος με την ήρεμη ζωή και τις σποραδικές εμφανίσεις ως γκεστ σουπερστάρ.
Παντρεμένος εδώ και 20 χρόνια με τη σομαλικής καταγωγής Ιμάν, σούπερ μόντελ, ο Μπάουι παραμένει όλα αυτά τα χρόνια μόνιμος κάτοικος Μανχάταν μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη τους Αλεξάντρια. Εξάλλου, η σχέση του με τον γιο του, τον 40χρονο σκηνοθέτη Ντάνκαν Τζόουνς (προϊόν της μακρόχρονης σχέσης του με την Αντζι Μπάουι, η οποία ήταν συγχρόνως σύζυγος, μάνατζερ και πρόθυμη παρτενέρ στα αμφισεξουαλικά παιχνίδια των 70s), θεωρείται υποδειγματική. Διατηρεί επίσης τακτική φιλική σχέση με τον Λου Ριντ (ο οποίος δήλωσε πρόσφατα ότι «η αίσθηση μελωδίας του Μπάουι δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου στο ροκ σύμπαν»), αλλά και με τον Τόνι Βισκόντι, τον παλαιό παραγωγό του που βρέθηκε ξανά στο τιμόνι της κονσόλας για το νέο άλμπουμ. Ακόμη όμως και στις λιγότερο σημαντικές δουλειές του έκανε κάθε φορά μετάγγιση υλικού από το σινεμά, το θέατρο, τη μόδα, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά.
«Δεν είμαι χαμαιλέοντας»
Η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, η οποία θα διαρκέσει από τις 23 Μαρτίου έως τις 11 Αυγούστου και ονομάζεται «Ο Ντέιβιντ Μπάουι είναι», συγκεντρώνει πληθώρα στοιχείων έμπνευσης στο έργο του, από το θέατρο Καμπούκι έως τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Οι επιμελητές της έκθεσης έχουν επιλέξει πάνω από 300 αντικείμενα, τα οποία συγκεντρώνονται για πρώτη φορά και περιλαμβάνουν χειρόγραφους στίχους, πρωτότυπα κοστούμια, μόδα, φωτογραφία, φιλμ, μουσικά βίντεο, σκηνικά, μουσικά όργανα και εικονογραφήσεις των δίσκων.
«Καμιά φορά αισθάνομαι ότι δεν είμαι ένα συγκεκριμένο άτομο», είχε εξομολογηθεί ήδη από το 1972, «αλλά ένας συνδυασμός αντιλήψεων που υπάρχουν για μένα». Αυτό που δεν του αρέσει να τον αποκαλούν (παρότι έχει γίνει κατά καιρούς «καραμέλα» στο στόμα όσων επιχειρούν να τον προσδιορίσουν στερεοτυπικά) είναι «χαμαιλέοντας». «Μου φαίνεται παράλογος ο χαρακτηρισμός “ροκ χαμαιλέοντας”. Νόμιζα ότι οι χαμαιλέοντες καταβάλλουν τρομακτική ενέργεια για να καμουφλάρονται και να μην ξεχωρίζουν από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Η περίπτωσή μου είναι μάλλον η αντίθετη».
Ο Μπάουι ζει, είναι (κατά πάσα πιθανότητα) καλά στην υγεία του, παραμένει δημιουργικός (όσο σνομπ και ξινός και αν είναι κάποιος, οφείλει να δεχτεί ότι η νέα δουλειά του με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η επόμενη ημέρα» στέκεται πολύ καλά), δεν έχει γίνει αναχωρητής, ούτε αργοπεθαίνει. Αβάσιμες επομένως οι ανησυχίες και οι μακάβριες υποθέσεις. Από την πρώτη ημέρα που «διέρρευσε», στις 8 Ιανουαρίου, ημέρα των 66ων γενεθλίων του, χωρίς καμία απολύτως προαναγγελία το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ (η μυστικότητα είναι το νέο μάρκετινγκ, θα μπορούσε να πει κανείς) η αγάπη, η συμπάθεια και η νοσταλγία του κόσμου ξεχειλίζουν από τα σοκάκια του Ιντερνετ. Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ανάλογα συναισθήματα θα επικρατούσαν ακόμη και αν ο δίσκος ήταν κατώτερος. Είναι κοινός τόπος, πάντως, ότι ο Μπάουι είναι υπεράνω της θλιβερής τάσης που ισχύει εδώ και χρόνια με τους ροκ δεινόσαυρους να βγαίνουν ξανά στη γύρα με άρπα κόλλα επανενώσεις, πρόχειρα άλμπουμ και τουρνέ για το εφάπαξ, αρμέγοντας τη νοσταλγία κυρίως του μεγαλύτερου ηλικιακά κοινού για το «ένδοξο παρελθόν» (του συγκροτήματος ή καλλιτέχνη, αλλά και του ίδιου του κοινού).
Ο ροκ σταρ που έπεσε στη Γη
Οχι ότι το παρελθόν απουσιάζει από τη θεματική (μουσικά και στιχουργικά) του άλμπουμ. Το «Next Day» είναι ένα μωσαϊκό αναφορών που στοιχειώνεται από τις προηγούμενες δουλειές του, φανερώνοντας όμως παράλληλα τις σύγχρονες ευαισθησίες και «τον κόσμο ενός ανθρώπου που είναι μέχρι τον λαιμό χωμένος στην κουλτούρα και στην ιστορία», όπως γράφτηκε σε μια κριτική. Κάθε τραγούδι μοιάζει με μια βινιέτα που προ(σ)καλεί τον ακροατή να ερμηνεύσει τις στιχουργικές προθέσεις (δύσκολη δουλειά) του δημιουργού του και να το τοποθετήσει μουσικά σε όποια από τις περιόδους του νομίζει ότι ταιριάζει. Ακόμη και το φάντασμα του Μέιτζορ Τομ (ο χαρακτήρας του μοναχικού αστροναύτη που πρωταγωνιστεί στα τραγούδια «Space Oddity» του 1969, «Ashes to Ashes» του 1980 και «Hello Spaceboy» του 1996) επιστρέφει τρόπον τινά στο «Heat», το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ, αλλά μοιάζει να κλείνει και ολόκληρο τον κύκλο της πορείας του Μπάουι.
Πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η δεκαετία του 1970 υπήρξε δισκογραφικά όχι μόνο η πιο σημαντική για τον Ντέιβιντ Μπάουι, αλλά ίσως και το πιο δημιουργικό διάστημα που έχει να επιδείξει οποιοσδήποτε ροκ καλλιτέχνης ή συγκρότημα. Κάθε νέο άλμπουμ άλλαζε όλο το παιχνίδι στη σύγχρονη μουσική και όσο και αν θεωρούνται (και είναι) υποτιμημένα κάποια από τα άλμπουμ των δεκαετιών που ακολούθησαν, η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά ο Μπάουι επιχείρησε να ακολουθήσει τις τάσεις (ειδικά στον ηλεκτρονικό ήχο) αντί να τις δημιουργεί. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και από το 1965 έως το 1969, όταν ως νεαρός λάτρης του ροκ εν ρολ προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του στο νέο ακόμη είδος που άλλαζε διαρκώς. Η πρώτη επιτυχία ήρθε με το τραγούδι «Space Oddity», το οποίο εκμεταλλεύτηκε τη χρονική συγκυρία της ταινίας «Οδύσσεια του Διαστήματος», αλλά και της προσεδάφισης του «Απόλλων 11» στη Σελήνη. Τα επόμενα δύο άλμπουμ – το «σκληρό» ηχητικά «The Man Who Sold the World» και το ακουστικό «Hunky Dory» – είναι αριστουργηματικά, αλλά η τεράστια επιτυχία ήρθε με το «Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars» του 1972, το άλμπουμ που κατοχύρωσε την ενέργεια και τη λάμψη του γκλαμ ροκ. Ο ίδιος, με τον χαρακτήρα του «Ζίγκι» ως alter ego, μεταμορφώθηκε στον ιδανικό απόκοσμο, αμφιλεγόμενο ροκ σταρ: άνδρας-γυναίκα, βασιλιάς-βασίλισσα, άνθρωπος-εξωγήινος. Η απογείωση είχε ξεκινήσει και η πτήση προς τα αστέρια θα κρατούσε για μία δεκαετία – ως το «Let's Dance» του 1983 –, με τις απαραίτητες φυσικά αναταράξεις.
Ο «Ziggy Stardust» υπήρξε το εισιτήριο για τη φήμη, δεν δίστασε όμως έπειτα από 18 μήνες δόξας να τον «σκοτώσει» για να προχωρήσει στα υπόλοιπα «εννοιακά» άλμπουμ που έκανε έως το τέλος της δεκαετίας, πάντα με διαφορετικές περσόνες: «Alladin Sane», «Diamond Dogs», «Young Americans», «Station to Station» («κατοικώντας» στον χαρακτήρα του Λεπτού Λευκού Δούκα, σε μια εποχή όπου έφτασε κοντά στην παραφροσύνη ή ακόμη και στον θάνατο εξαιτίας της αποκλειστικής δίαιτας με κοκαΐνη και άφιλτρα Gitanes). Επίσης, η περίφημη Τριλογία του Βερολίνου (πόλης όπου έμενε με τον Ιγκι Ποπ) σε συνεργασία με τον Μπράιαν Ινο: «Low», «Heroes» και «Lodger». Εργα που επηρέασαν τους πάντες, χωρίς καμία υπερβολή, και αποτέλεσαν τη βασική παλέτα για τον εκλεκτισμό του μεταπάνκ έως τις ημέρες μας. «Η φήμη μπορεί να αρπάξει ένα ενδιαφέρον άτομο και να το καταντήσει μια μετριότητα», είχε πει κάποτε ο Μπάουι. Παρά το άνοιγμά του σε καινούργια μέσα από τη δεκαετία του '80 και μετά, καθώς και την αμέριστη γενναιοδωρία του προς τις νέες ενδιαφέρουσες μπάντες, έμοιαζε συχνά κουρασμένος ή απλώς ικανοποιημένος με την ήρεμη ζωή και τις σποραδικές εμφανίσεις ως γκεστ σουπερστάρ.
Παντρεμένος εδώ και 20 χρόνια με τη σομαλικής καταγωγής Ιμάν, σούπερ μόντελ, ο Μπάουι παραμένει όλα αυτά τα χρόνια μόνιμος κάτοικος Μανχάταν μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη τους Αλεξάντρια. Εξάλλου, η σχέση του με τον γιο του, τον 40χρονο σκηνοθέτη Ντάνκαν Τζόουνς (προϊόν της μακρόχρονης σχέσης του με την Αντζι Μπάουι, η οποία ήταν συγχρόνως σύζυγος, μάνατζερ και πρόθυμη παρτενέρ στα αμφισεξουαλικά παιχνίδια των 70s), θεωρείται υποδειγματική. Διατηρεί επίσης τακτική φιλική σχέση με τον Λου Ριντ (ο οποίος δήλωσε πρόσφατα ότι «η αίσθηση μελωδίας του Μπάουι δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου στο ροκ σύμπαν»), αλλά και με τον Τόνι Βισκόντι, τον παλαιό παραγωγό του που βρέθηκε ξανά στο τιμόνι της κονσόλας για το νέο άλμπουμ. Ακόμη όμως και στις λιγότερο σημαντικές δουλειές του έκανε κάθε φορά μετάγγιση υλικού από το σινεμά, το θέατρο, τη μόδα, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά.
«Δεν είμαι χαμαιλέοντας»
Η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, η οποία θα διαρκέσει από τις 23 Μαρτίου έως τις 11 Αυγούστου και ονομάζεται «Ο Ντέιβιντ Μπάουι είναι», συγκεντρώνει πληθώρα στοιχείων έμπνευσης στο έργο του, από το θέατρο Καμπούκι έως τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Οι επιμελητές της έκθεσης έχουν επιλέξει πάνω από 300 αντικείμενα, τα οποία συγκεντρώνονται για πρώτη φορά και περιλαμβάνουν χειρόγραφους στίχους, πρωτότυπα κοστούμια, μόδα, φωτογραφία, φιλμ, μουσικά βίντεο, σκηνικά, μουσικά όργανα και εικονογραφήσεις των δίσκων.
«Καμιά φορά αισθάνομαι ότι δεν είμαι ένα συγκεκριμένο άτομο», είχε εξομολογηθεί ήδη από το 1972, «αλλά ένας συνδυασμός αντιλήψεων που υπάρχουν για μένα». Αυτό που δεν του αρέσει να τον αποκαλούν (παρότι έχει γίνει κατά καιρούς «καραμέλα» στο στόμα όσων επιχειρούν να τον προσδιορίσουν στερεοτυπικά) είναι «χαμαιλέοντας». «Μου φαίνεται παράλογος ο χαρακτηρισμός “ροκ χαμαιλέοντας”. Νόμιζα ότι οι χαμαιλέοντες καταβάλλουν τρομακτική ενέργεια για να καμουφλάρονται και να μην ξεχωρίζουν από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Η περίπτωσή μου είναι μάλλον η αντίθετη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου