του Θοδωρή Αντωνόπουλου
πηγή: http://www.lifo.gr
Συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κρήτη, ζει στο Νέο Ψυχικό. Δίνει και δέχεται καλόβολα τα πάντα, αλλά δεν περιμένει από κανέναν μήτε ένα ποτήρι νερό.
Αθήνα έρχομαι το 1965. Στη σοφίτα ενός τριώροφου στο Κουκάκι, όπου θα έμενα τρία χρόνια. Συνήθεια απαραβίαστη να ανηφορίζω κάθε Κυριακή στην Ακρόπολη και να χαζεύω πέρα την πόλη. Σκεφτόμουν συχνά τότε τον Μιμίκο και τη Μαίρη. Για τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα δεν είχα ιδέα ακόμα!
Φοιτήτρια στη Φιλοσοφική. Η Σόλωνος και τα γύρω στενά. Αποκτώ καλές φίλες: τη Μαρία, την Τασούλα. Έχω να θαυμάζω την Παυλίνα Παμπούδη και την αλησμόνητή μου Φρίντα Λιάππα. Έρχονται στιγμές που αισθάνομαι την Αθήνα να με αγκαλιάζει στοργικά. Μια αγκαλιά που έχει σίγουρα να κάνει με τις ιστορίες που μου λέει η γιαγιά της Παυλίνας. Και με την αγάπη που μου δείχνουν οι γονείς της Μαρίας και της Τασούλας. Δεν είμαι πια μόνη. Έχω πάντα να με περιμένουν γύρω από ένα κυριακάτικο τραπέζι πονετικοί, φιλόξενοι άνθρωποι.
Με συνεπαίρνουν οι φωνές των διαδηλωτών. Ξυλοδαρμοί και κυνηγητά. Να ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσα να αντιπαθήσω την Αθήνα. Αλλά όχι, εφόσον δούλευε από τότε μέσα μου κι έπλεκε ακούραστη το κουκούλι της η ανάγκη μου να αναζητώ τα αίτια και τις αφορμές. Κι εκεί επάνω με βρήκε η Αριστερά. Γι' αυτό της είμαι ευγνώμων. Επειδή χάρη σ' αυτήν, στον τρόπο που την προσέλαβα, μπόρεσα να δω αλλιώς τη θέση μου στον κόσμο, να αισθανθώ ότι το πρόβλημα του άλλου είναι και το δικό μου πρόβλημα.
Έπειτα ήρθε η χούντα. Στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Σημασία έχει ότι εκεί γνώρισα τον Νίκο. Κι έτσι, από Γεωργεδάκη έγινα Δούκα κι άρχισα να μετράω τη ζωή αλλιώς. Από το 1968 έως και το 1981, από γειτονιά σε γειτονιά: Ηλιούπολη, Κυψέλη, Γκράβα, Πατήσια. Απέκτησαν άλλο νόημα και οι εποχές. Το καλοκαίρι φεγγαρόφωτο στην Πλάκα, τον χειμώνα στις αίθουσες των κεντρικών κινηματογράφων, την άνοιξη με τα πόδια απ' την πλατεία Κολιάτσου μέχρι την Πανεπιστημίου στη δουλειά μου. Έπειτα, έως και σήμερα, στο Νέο Ψυχικό, όταν το πατρικό του Νίκου δόθηκε αντιπαροχή.
Οπότε ναι, τη νοιάζομαι την Αθήνα, όπως και αυτή με νοιάστηκε και με παρηγόρησε. Έχω και ψιλή κουβέντα πιάσει με τα ασθενικά πλατάνια της οδού Βουκουρεστίου. Και με τον ξαπλωμένο ζητιάνο στη γωνία. Αποφασίζοντας να πω «ναι» στην πρόταση της Ανοιχτής Πόλης, περισσότερο ένιωθα ότι λέω εκείνο το «ναι» που οφείλει πάντα στη ζωή του ο καθένας μας. Ήταν όμως και γιατί εκείνες τις μέρες ένιωθα να βγαίνω στο φως έπειτα από μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και γιατί είχα ήδη παραδώσει το νέο βιβλίο μου, Έλα να πούμε ψέματα, στην αγαπημένη μου Άννα Πατάκη. Και γιατί, επίσης, είχα μπροστά μου έναν χαρισματικό νεαρό στην ηλικία του γιου μου.
«Έλα να πούμε ψέματα» τιτλοφόρησα το τελευταίο μου βιβλίο. Ψέματα, όμως, ικανά να αντιπαρατεθούν στα ψέματα της τυφλής υποταγής και της άκριτης πίστης σε αλήθειες-καλούπια. «Έλα να πούμε ψέματα, ένα σακί γιομάτο, φόρτωσα έναν μπόντικα σαράντα κολοκύθια, κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια» λέει ένας από τους ήρωες στο βιβλίο κι αυτά τα σκωπτικά στιχάκια θα παραλάβει «προς επεξεργασία» ένας άλλος ήρωας για να τα παραδώσει στους επερχόμενους. Διότι πώς αλλιώς θα τη γελάσουμε την κακοτυχία μας, θα τη μαγέψουμε, να δούμε αλλιώς τον κόσμο, κεφάτοι, λυτρωμένοι, να πάμε παραπέρα;
Με θεωρούν πολυγραφότατη, αλλά δεν είμαι. Σκεφτείτε το. Από τότε που εξέδωσα την Πηγάδα, το πρώτο μου βιβλίο, κι εκεί κοντά, παραμονή Χριστουγέννων, γωνία Πατησίων και Καυταντζόγλου με χτύπησε Ι.Χ. και βρέθηκα με συντριπτικό κάταγμα στο ΚΑΤ, έχουν περάσει σαράντα χρόνια. Σκέφτομαι συχνά ότι εκείνα τα Χριστούγεννα του '74 θα μπορούσα να έχω σκοτωθεί... Κι έμεινα έκτοτε, σαν να μου δόθηκε χάρη, να καταγίνομαι με τη ρηματική μου κλίμακα: θυμάμαι, βιώνω, επινοώ, φαντάζομαι, ταυτίζομαι, οικειοποιούμαι, υποδέχομαι και καθιστώ, επιτέλους, ικανό το θέμα μου να καταλάβει τη θέση που του αναλογεί στον γλωσσικό μου χώρο και να μου επιβάλει την αφήγησή του. Το γράψιμο, επομένως, σ' εμένα από πολύ νωρίς έγινε τρόπος ζωής, τρόπος σκέψης. Με τη συνέπεια του επαγγελματία αλλά και με το πάθος του ερασιτέχνη.
Ναι, νιώθω ευνοημένη γιατί, χωρίς από μεριάς μου να έχω κάνει την παραμικρή αβαρία, έχω απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Ποτέ δεν κάθισα, ας πούμε, να υπολογίσω ότι τούτο το θέμα «έχει πέραση», εκείνο δεν έχει. Ούτε κι αναζήτησα ποτέ αφηγηματικούς τρόπους ικανούς να κερδίσουν τους αναγνώστες... Γράφω με τη δική μου «ξεροκεφαλιά», προσπαθώντας για το καλύτερο, μέσα στο δικό μου πλαίσιο. Κι ίσως αυτό να είναι και το ζητούμενο του αναγνώστη που θα ήταν σε θέση να αναζητήσει στα βιβλία μου την αναγνωστική απόλαυση...
Τη μαγιά πριν από κάθε βιβλίο επιμένω να τη «δουλεύω» πρώτα με μολύβι σ' ένα μπλοκάκι. Έπειτα, όταν περνώ στην οθόνη του «λατρευτού» μου λάπτοπ, σκίζω το μπλοκάκι, μια και το μόνο που θα ήθελα να αφήσω πίσω μου είναι τα βιβλία. Και με το Πού 'ναι τα φτερά;, το πιο μικρό και αγαπημένο, να μου φέγγει, διεκδικώντας το δικαίωμα να είμαι πεζογράφος και όχι γυναίκα-πεζογράφος. Γιατί, αλήθεια, δεν μιλάμε αλήθεια ποτέ για άντρα-πεζογράφο; Εκτός και αν με τον όρο «γυναικεία γραφή» εννοούμε τα ποικίλης ύλης αισθηματικά, όπου βέβαια «διαπρέπουν» και άντρες!
Αν δεν είχα διαβάσει πολύ στην εφηβεία μου, ίσως να μην έφτανα ποτέ στην ανάγκη να θέλω κι εγώ «να γράψω». Οφείλω πολλά στους Ρώσους, στους Αμερικάνους και, κυρίως, στους Γάλλους συγγραφείς. Αλλά ας είμαι δίκαιη. Στο εικονοστάσι μου μόνο Έλληνες έχω. Κι έτσι, με τους πεθαμένους, το έρμα μας για να προχωρήσουμε, και με τους νέους και με τους νεότερους και τους νεότατους, και με τους φίλους και τις φίλες συναδέλφους μου, στα εξήντα επτά μου χρόνια, αν έχω κάτι να υπερηφανευτώ, δεν είναι παρά ο γιος μου. Κατά τα άλλα, το έχω μάθει πια να δέχομαι καλόβολα όσα μου προσφέρουν, να δίνω και να δένομαι, ποτέ μου όμως να μην περιμένω ούτε καν ένα ποτήρι νερό από κανέναν...
Εδώ και χρόνια, όποτε τελειώνω ένα βιβλίο, λέω, πάει, αυτό ήταν το τελευταίο μου. Έπειτα, πιάνω πάλι το νήμα. Μέχρι πότε; Όσο θα μ' ενθαρρύνει, ίσως, η συναναστροφή με τα παιδιά, χάρη στους αφανείς, τους ανεκτίμητους εκπαιδευτικούς που τα νοιάζονται. Κι έτσι, με το βλέμμα των μαθητών πάνω μου, πότε περίεργο, πότε φιλικό, αλλά και υπέροχα προκλητικό καμιά φορά, αν θέλετε να μάθετε ποια είναι η σχέση μου με την «υστεροφημία», σίγουρα, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα στην εν ζωή φήμη και τη μετά θάνατον δικαίωση, θα διάλεγα τη μετά θάνατον δικαίωση. Ακριβώς γιατί πάντα με συγκινούσε έως δακρύων το ομηρικό ήθος!
Το νέο πεζογράφημα της Μάρως Δούκα «Έλα να πούμε ψέματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου