του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
πηγή: http://www.tovima.gr
Διαβάζουμε την τελευταία συλλογή της ποιήτριας «Δημόσιος καιρός»
Κική Δημουλά
Δημόσιος καιρόςΕκδόσεις Ικαρος, 2014
σελ. 104, τιμή 12,00 ευρώ
Σύμφωνα με την Κική Δημουλά (όπως έχουμε και άλλοτε επισημάνει), η ποίηση «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Ενα τίποτε, δηλαδή. Ωστόσο, και σε πείσμα αυτής της δυσαναλογίας, επιμένει, εν πλήρει συνειδήσει, καθώς γνωρίζει ότι, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτουμε και πολλά εφόδια να διαπλεύσουμε τον αγριεμένο ωκεάνιο βίο. Για εκείνη η ποίηση δεν συνιστά φιλοτιμία εμπρός στην ανάγκη ούτε υποκατάστατο ευτυχίας. Είναι κάτι καλύτερο: πράξη αυθάδειας εμπρός στο ήδη τετελεσμένο ή/και στο αναπόφευκτο να συμβεί. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα, είτε τη δυστυχία της προσωπικής ύπαρξης περιγράφει είτε τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά, είναι πράξη αισιόδοξη, συνιστά έλλογη αντίσταση προς το Κακό. Αυτό πιστεύω πως διαπράττει χρόνια η Δημουλά: περιγράφει αυθαδώς και ευθαρσώς, εν είδει αυτοβιογραφίας, αυτό το πολύμορφο Κακό, το εσαεί καταποντιζόμενο σώμα, σε μια πάσχουσα χώρα, στους ανάποδους καιρούς που ζούμε. Το κύριο θέμα της είναι η περιγραφή της φθοράς που (ω του θαύματος!) οξύνει τα αισθήματα και ακονίζει τον νου της προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτόν τον παραλογισμό. Ταυτόχρονα μένει πεισματικά αδιάφορη σε κάποιο σωτηριολογικό Επέκεινα. Η Δημουλά είναι μια ποιήτρια που λίγο θέλγεται από ουράνιες προσδοκίες. Ο ουρανός της είναι κανονικός με πολλά σύννεφα, με αστραπές και βροντές αλλά και με ήλιο. Το «Αίφνης» όπως μετονομάζεται, σε κάποιο κείμενό της, η στιγμή του θανάτου, αυτή η «κοσμοφόρα Μεσολάβηση» ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, προβάλλεται ως απελευθέρωση ενός δουλοπάροικου και τίποτε άλλο.
Δημόσιος καιρόςΕκδόσεις Ικαρος, 2014
σελ. 104, τιμή 12,00 ευρώ
Σύμφωνα με την Κική Δημουλά (όπως έχουμε και άλλοτε επισημάνει), η ποίηση «ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης». Ενα τίποτε, δηλαδή. Ωστόσο, και σε πείσμα αυτής της δυσαναλογίας, επιμένει, εν πλήρει συνειδήσει, καθώς γνωρίζει ότι, ούτως ή άλλως, δεν διαθέτουμε και πολλά εφόδια να διαπλεύσουμε τον αγριεμένο ωκεάνιο βίο. Για εκείνη η ποίηση δεν συνιστά φιλοτιμία εμπρός στην ανάγκη ούτε υποκατάστατο ευτυχίας. Είναι κάτι καλύτερο: πράξη αυθάδειας εμπρός στο ήδη τετελεσμένο ή/και στο αναπόφευκτο να συμβεί. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα, είτε τη δυστυχία της προσωπικής ύπαρξης περιγράφει είτε τα πολιτικά και κοινωνικά δεινά, είναι πράξη αισιόδοξη, συνιστά έλλογη αντίσταση προς το Κακό. Αυτό πιστεύω πως διαπράττει χρόνια η Δημουλά: περιγράφει αυθαδώς και ευθαρσώς, εν είδει αυτοβιογραφίας, αυτό το πολύμορφο Κακό, το εσαεί καταποντιζόμενο σώμα, σε μια πάσχουσα χώρα, στους ανάποδους καιρούς που ζούμε. Το κύριο θέμα της είναι η περιγραφή της φθοράς που (ω του θαύματος!) οξύνει τα αισθήματα και ακονίζει τον νου της προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτόν τον παραλογισμό. Ταυτόχρονα μένει πεισματικά αδιάφορη σε κάποιο σωτηριολογικό Επέκεινα. Η Δημουλά είναι μια ποιήτρια που λίγο θέλγεται από ουράνιες προσδοκίες. Ο ουρανός της είναι κανονικός με πολλά σύννεφα, με αστραπές και βροντές αλλά και με ήλιο. Το «Αίφνης» όπως μετονομάζεται, σε κάποιο κείμενό της, η στιγμή του θανάτου, αυτή η «κοσμοφόρα Μεσολάβηση» ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, προβάλλεται ως απελευθέρωση ενός δουλοπάροικου και τίποτε άλλο.
Αυτή λοιπόν την αίσθηση των συνεχών απωλειών έχει ο αναγνώστης του Δημόσιου καιρού, της τελευταίας συλλογής της Κικής Δημουλά, όπως αυτές οι φθορές πιστοποιούνται επάνω στο τραυματισμενο κορμί, το δικό της και της χώρας της. Το σεφερικό επίγραμμα «Φιλοκτήτης» (Νοέμβριος 1949) «τραυματισμένο κορμί, τραυματισμένος ο τόπος, τραυματισμένος ο καιρός» δεν τίθεται απλώς ως προμετωπίδα στο βιβλίο. Ξεκλειδώνει, κατά κάποιον τρόπο, τη συλλογή καθώς δείχνει πως αυτό που περιλαμβάνει είναι τα εμφανή πεδία μέσα στα οποία ο Φιλοκτήτης/ποιητής του 1949 βιώνει τα εμφύλια τραύματα. Ο σακάτικος σεφερικός καιρός επανεμφανίζεται (μέσα στο ποιητικό ιδιόλεκτο της Δημουλά) ως ένα άλλο εκποιημένο αγαθό της εποχής μας: «Λες να πουλήθηκε και ο ύστατος / καλός μας δημόσιος καιρός / στον βαρύ χειμώνα; / αν και είναι Αύγουστος ακόμα / στα μισά του σχεδόν»(Δημόσιος καιρός).
Ολοι οι ποιητές έχουν, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, ως θέμα τους το σώμα τους (το ιδιωτικό και το δημόσιο) ως αισθητήριο όργανο μνήμης, πόθου, τυραννίας και φθοράς, τη στιγμή που οι «ψυχικές υποθέσεις» μοιάζουν απλή αντανάκλαση των σωματικών δεινών. Ο Καβάφης μάς τα έχει δείξει αυτά πολύ καλά. Η Δημουλά δαιμονίζεται, με τον δικό της τρόπο, από τη θέαση της πολλαπλής φθοράς και από τον μνησιπήμονα πόνον του ιδίου σώματος που παθαίνει, που συνεχώς εξαρθρώνεται, για να παραδοθεί κάποια στιγμή για επισκευή στο χειρουργείο. Ολα περί το όλον σώμα. Η μνήμη, λ.χ., μιας παλαιάς παράστασης στην Επίδαυρο συνδέεται τώρα με ένα βαρύ σώμα που ανεβαίνει στο θέατρο «λαχανιάζοντας / σα βράχος φορτωμένος / του ασήκωτου χρόνου το βάρος» («Επίδαυρος - Μήδεια»). Τη γοητεύει και τη νευριάζει παράλληλα η εικόνα/μνήμη του σώματός της σε παλαιές φωτογραφίες («Σπασμένα και αυτοφυή», «Φραγή», «Δρακόντεια μέτρα», «Υπεράνω» κ.ά.). Τόσο που κάποια στιγμή προβαίνει σε έναν ύστατο αυτοακρωτηριασμό που ως μια οιονεί πράξη βουντού «μεταβιβάζεται» σε μια φωτογραφία. «Σκότωσα άνθρωπο / επιτέλους τον ξεφορτώθηκα / με αργό ρυθμό βασανιστηρίων / τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω. / Τον κατακρεούργησα / ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι / μετά ξεκοίλιασα τα μάτια (...) Αφησα μόνο τα πόδια / κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα / για παραδειγματισμό» («Εμμονη ιδέα»). Αυτή η εικόνα του μεταλλαγμένου/παραλλαγμένου σώματος κορυφώνεται με μιαν αναφορά στον νέο, αναπάντεχο εραστή της, έναν βηματοδότη. «Για φαντάσου / ύστατος σύντροφος της επιβίωσής μου, / ένας Βηματοδότης. / Ενωση καθαρά σαρκική. / Μέσα στο στέρνο μου φωλιάζει / ευτυχής που ορίζει την καρδιά μου» («Υπέρ υγείας»).
Θα κλείσουμε το παρόν σημείωμα με μια σύντομη αναφορά στην ποιητική, την τεχνική της Δημουλά, κάτι που προφανώς συνδέεται αμέσως με τη φύση και την ουσία της ποίησής της. Η ποίησή της εκλαμβάνεται συχνά (και αναλόγως προσλαμβάνεται από πολλούς) ως έκφραση κυρίως συναισθηματική. Κοιτάσματα συναισθηματικά υπάρχουν σε όλους τους ποιητές, ακόμη και στους «λογικούς». Συμβαίνει και στη Δημουλά, αυτός όμως ο «έκτυπος», απτός συναισθηματισμός αναπτύσσεται, όπως πιστεύω, επάνω σε μια αυστηρή λογική γραμμή. Δεν πάει στον βρόντο, δεν χάνεται στην απόληξη του ποιήματος. Η ανάπτυξη του συναισθήματος (για να θυμηθούμε τον παλαιό ορισμό) γίνεται με τρόπο λογικό, σχεδόν γεωμετρικό. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό της ποίησής της. Το άλλο έχει να κάνει με την απρόβλεπτη, αντιακαδημαϊκή χρήση της γλώσσας, που εγγίζει τα όρια του «ναΐφ» με τις αναπάντεχες παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τις μετωνυμίες, τις αλλοπρόσαλλες προσωποποιήσεις κτλ. Εκει που όλοι λένε «Ω γλυκύ μου έαρ», αυτή λέει «γλυκύ μου έαρ Ω»!
Η Δημουλά δεν γράφει υπερρεαλιστικά, περιγράφει με τρόπο απροσδόκητο το παρά-λογο, τον παραλογισμό. Από εκεί η έκπληξη «Να μαζέψει τη γλώσσα της / η παραπληροφόρηση. / Ορκίζομαι πως δεν ελέχθη / τίποτα Θεέ μου εναντίον σου // εγώ απλώς και μόνον / είπα / πως η κάθε στιγμή / γεννιέται / από πολύ πρόωρο / χώμα» («Καλοπροαίρετο σχόλιο»). Ενα τελευταίο παράδειγμα από τον Δημόσιο καιρό για να φανεί η λογική στην προβαλλόμενη ως συναισθηματική ποίηση της Δημουλά. «Οταν βρέχει / δεν παίρνω ομπρέλα. / Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι / από το ξεκάθαρο. // Οταν δε βρέχει / όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός / όσο κι αν το πιστεύω // ανοίγω την ομπρέλα μου / δεν είναι ξεκάθαρη / καιρική συνθήκη η ευτυχία» («Προφυλάξεις»). Το ποίημα προσλαμβάνεται μόνο αν το λογικοποιήσουμε. Μοιάζει «συναισθηματικό», όμως για να συγκινηθούμε οφείλουμε πρώτα να το εννοήσουμε. Υπό την έννοια αυτή τα οιονεί «ναΐφ» και «αφελή» ποιήματα της Δημουλά είναι ασκήσεις λογικής κάτω από τον ψευδή μανδύα του συναισθήματος. Είναι η μόνη δυνατή αντίδραση ενός έλλογου όντος απέναντι στον πολλαπλό παραλογισμό που συνεχώς εξαρθρώνει και στρεβλώνει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο καιρό μας. Που θέτει σε κίνδυνο το πολύτιμο σώμα. Το δικό μας και της χώρας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου