του Μιχάλη Μοδινού
πηγή: http://www.tanea.gr
Δεκατρία χρόνια μετά το τελευταίο μυθοπλαστικό του έργο, ο 85χρονος συγγραφέας επανέρχεται με μια νουβέλα που συνοψίζει το έργο του: μεταμοντερνισμός, πολιτική παρωδία, αναγωγή του ευτελούς σε καίριο, φιλοσοφική προσέγγιση της καθημερινότητας, απάρνηση του όποιου κοσμοειδώλου
Υπάρχει ένα αστείο που διατρέχει το τελευταίο αυτό βιβλίο του τσέχου συγγραφέα, ο οποίος αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία το 1975 μη πιστεύοντας πως ο υπαρκτός σοσιαλισμός κάποτε θα κατέρρεε. Το αφηγείται ο ίδιος ο Στάλιν στους στενούς του συνεργάτες του Πολίτμπιρο και αποτυπώνεται στα Απομνημονεύματα του Χρουστσόφ. Ο Στάλιν λέει, λοιπόν, πως βγήκε κάποτε για κυνήγι και δεκατρία χιλιόμετρα από το σπίτι του διέκρινε σε ένα δέντρο είκοσι τέσσερις πέρδικες. Ελα όμως που είχε μόνο δώδεκα φυσίγγια μαζί του. Αφού κατέβασε με απόλυτη ευστοχία τις μισές από δαύτες, αποφασίζει να ξανακάνει τα δεκατρία χιλιόμετρα για να ανεφοδιαστεί και άλλα τόσα για να επιστρέψει. Τα πουλιά τον περιμένουν μοιρολατρικά - ούτε ένα δεν έχει πετάξει από το κλαδί του. Τα σημαδεύει και τα κατεβάζει ένα προς ένα. Τέλος της ιστορίας. Επειτα ο αφηγητής Στάλιν βάζει τα γέλια, ενώ η υπόλοιπη παρέα παραμένει με ανοιχτό το στόμα. Ο Χρουστσόφ δεν πιστεύει τον αρχηγό και τον αμφισβητεί στους άλλους συντρόφους στα ουρητήρια, ενώ ο Πατερούλης κρυφακούει.
Πού έγκειται όμως το αστείο; Κατά τα φαινόμενα, στην απόλυτη υπακοή όλων των έμψυχων όντων της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας στη βούληση του ηγέτη. Στην αυτοενοχοποίησή τους. Στη μοιρολατρική πεποίθηση ότι δεν αποτελούν παρά απλά πιόνια στην πραγμάτωση του ιστορικού σοσιαλιστικού σχεδίου. Ακόμη και οι πέρδικες γίνονται θύματα του ιστορικού υλισμού στον οποίο ούτε καν ο Στάλιν, όπως τουλάχιστον υπονοεί ο Κούντερα, πίστευε. Αλλά το εκπληκτικότερο όλων είναι ότι κανείς από την παρέα δεν γελάει, κανείς δεν βλέπει την αξία της παραβολής. Οι υπήκοοι έχουν χάσει τη φύση τους μαζί με την ψυχή τους, όπως άλλωστε και τα φτερωτά του ουρανού. Γι' αυτό κανείς δεν διασκεδάζει, εκτός από τον ίδιο τον αρχηγό. Το χιούμορ και η ικανότητα αυτοσαρκασμού έχουν χαθεί οριστικά, μαζί μ' αυτά και η ελευθερία της βούλησης - η πεμπτουσία της υπαρξιακής συνθήκης του ανθρώπου.
Φορέας της πιο πάνω ιστορίας είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του μικρού αυτού βιβλίου - άρτια μεταφρασμένου από τον μόνιμο μεταφραστή του Κούντερα στην Εστία Γιάννη Χάρη. Τόπος το Παρίσι των ημερών μας όπου οι πέντε έξι ήρωες βολτάρουν στους Κήπους του Λουξεμβούργου, περιμένουν στην ουρά ενός μουσείου για να δουν μια έκθεση του Σαγκάλ αλλά τελικά βαριούνται και φεύγουν, συναντιούνται για να πιουν κάτι και χωρίζουν άπρακτοι καθώς σπάνε την μοναδική μπουκάλα Αρμανιάκ, οργανώνουν μια γιορτή γενεθλίων ή σχολιάζουν μια προσφάτως χηρεύσασα ωραία γυναίκα. Κάποιος επισκέπτεται τον γιατρό του για να πληροφορηθεί ότι δεν έχει καρκίνο όπως φοβόταν αλλά παρά ταύτα ενδύεται το προσωπείο του καρκινοπαθούς, γεγονός που προσδίδει αίγλη στην ύπαρξή του. Ενας άλλος φιλοσοφεί για τη σχετικά πρόσφατη γυναικεία μόδα που αφήνει έκθετο τον αφαλό και συμπεραίνει ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τους γλουτούς ή τα γυναικεία στήθη δεν μπορεί παρά να σημαίνει την υποχώρηση του ερωτισμού υπέρ της απλής αναπαραγωγικής πράξης. Θα ζούμε, λοιπόν, εφεξής στον αστερισμό του αφαλού καθώς η ατομικότητα και το πανηγύρι του έρωτα θα υποχωρούν ενώπιον της επέλασης των εμβρύων.
Φιλοσοφώντας μετ' ευτελείας, οι ήρωες του Κούντερα αναζητούν κάτι. Και τι είναι αυτό το κάτι; Απ' ό,τι φαίνεται ούτε το νόημα της ζωής, ούτε ο μεγάλος έρωτας ούτε η πραγμάτωση κάποιας θεωρίας. Αυτά όλα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν τους κινεί ούτε καν η περιέργεια, όπως ας πούμε στο περίφημο «Μπουβάρ και Πεκισέ» του Φλομπέρ όπου οι δύο ήρωες αγωνίζονταν να κατασκευάσουν μια αποθήκη της παγκόσμιας γνώσης. Εδώ έχουμε, όπως λέει και ο τίτλος, τον θρίαμβο της ασημαντότητας ή κατά μία έννοια την κυριαρχία του κιτς - θεματική που είχε απασχολήσει έντονα τον Κούντερα ήδη από τον καιρό της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι». Με τη μόνη διαφορά ότι η τότε ελαφρότητα έχει ύστερα από τρεις δεκαετίες ελαφρώς μετατοπισθεί προς τη ματαιότητα έως και βλαβερότητα των καθημερινών πραγμάτων. Οι άνθρωποι λένε ψέματα για να υπάρξουν, επινοούν μικρές ιστορίες για να προκαλέσουν έναν έπαινο, επιλέγουν ασήμαντες ζωές. Τίποτα τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά άξιο αφήγησης. Και όμως, το σύνολο αυτό των ασημαντοτήτων, πυκνά υφασμένο και αποσταγμένο από την απατηλή τέχνη του Κούντερα, βγάζει εντέλει νόημα. Ολα τούτα και άλλα πολλά, μας λέει ο συγγραφέας, αποκτούν αξία αν τα δεις ως πλάκα - το μοναδικό διαθέσιμο αντίδοτο στην πλήξη: μια τεράστια φάρσα του Σύμπαντος, ένα σχέδιο, μια συνωμοσία που, αν την κατοπτεύσεις, μόνο τα γέλια μπορείς να βάλεις. Οπως, δηλαδή, ο Στάλιν, όταν αφηγούνταν την εξουσία του πάνω σε έμψυχα και άψυχα ή την κατά Σοπενχάουερ κυριαρχία της βούλησης.
Φιλοσοφώντας μετ' ευτελείας, οι ήρωες του Κούντερα αναζητούν κάτι. Και τι είναι αυτό το κάτι; Απ' ό,τι φαίνεται ούτε το νόημα της ζωής, ούτε ο μεγάλος έρωτας ούτε η πραγμάτωση κάποιας θεωρίας. Αυτά όλα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεν τους κινεί ούτε καν η περιέργεια, όπως ας πούμε στο περίφημο «Μπουβάρ και Πεκισέ» του Φλομπέρ όπου οι δύο ήρωες αγωνίζονταν να κατασκευάσουν μια αποθήκη της παγκόσμιας γνώσης. Εδώ έχουμε, όπως λέει και ο τίτλος, τον θρίαμβο της ασημαντότητας ή κατά μία έννοια την κυριαρχία του κιτς - θεματική που είχε απασχολήσει έντονα τον Κούντερα ήδη από τον καιρό της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι». Με τη μόνη διαφορά ότι η τότε ελαφρότητα έχει ύστερα από τρεις δεκαετίες ελαφρώς μετατοπισθεί προς τη ματαιότητα έως και βλαβερότητα των καθημερινών πραγμάτων. Οι άνθρωποι λένε ψέματα για να υπάρξουν, επινοούν μικρές ιστορίες για να προκαλέσουν έναν έπαινο, επιλέγουν ασήμαντες ζωές. Τίποτα τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά άξιο αφήγησης. Και όμως, το σύνολο αυτό των ασημαντοτήτων, πυκνά υφασμένο και αποσταγμένο από την απατηλή τέχνη του Κούντερα, βγάζει εντέλει νόημα. Ολα τούτα και άλλα πολλά, μας λέει ο συγγραφέας, αποκτούν αξία αν τα δεις ως πλάκα - το μοναδικό διαθέσιμο αντίδοτο στην πλήξη: μια τεράστια φάρσα του Σύμπαντος, ένα σχέδιο, μια συνωμοσία που, αν την κατοπτεύσεις, μόνο τα γέλια μπορείς να βάλεις. Οπως, δηλαδή, ο Στάλιν, όταν αφηγούνταν την εξουσία του πάνω σε έμψυχα και άψυχα ή την κατά Σοπενχάουερ κυριαρχία της βούλησης.
Οπως έλεγε κάποτε ο Τζον Μπάνβιλ, συχνά δεν θυμάσαι τίποτε από ένα έργο του Κούντερα, κι όμως σου απομένει ένα αίσθημα πληρότητας. Ή, όπως έγραφε ο κριτικός Τζορτζ Στάινερ, δεν υπάρχει τίποτα να πεις γι' αυτόν, μόνο να τον αντιγράψεις μπορείς. Απλώς υπάρχει, συνυφασμένος με τη δοκιμιακή του μυθοπλασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου